|
|||
Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, Ως μεταφράστρια θέλω να αναφερθώ εν συντομία , και μέσα στα περιορισμένα χρονικά όρια αυτής της εκδήλωσης , στην άποψη του Μπένγιαμιν για την μετάφραση και γενικότερα στον στοχασμό του γύρω από τη γλώσσα., όπως την εξέφρασε στο κείμενό του με τίτλο «Το καθήκον του μεταφραστή»,. Το κείμενο δεν αποπειράται να δώσει τεχνικές οδηγίες στους μεταφραστές αλλά επιχειρεί μια οντολογική προσέγγιση της μετάφρασης και της γλώσσας γενικότερα. Κάθε μετάφραση, λέει ο Μπένγιαμιν είναι ερμηνεία, είναι η «μετά θάνατον ζωή του πρωτοτύπου», και κάθε προσεκτικός αναγνώστης είναι ένας δυνάμει μεταφραστής. Όταν ο Μπένγιαμιν μιλάει για τη γλώσσα του Θεού, όρο τον οποίο ως μη ένθεος και μαρξιστής , δανείζεται από τον ιουδαϊκό μυστικισμό γιατί εξυπηρετεί την θεωρία του, εννοεί εκείνη την άρρητη , καθαρή γλώσσα στην οποία αναφέρεται και ο Μαλλαρμέ, , η οποία αναδύθηκε ταυτόχρονα με τη Δημιουργία και εξέφραζε τέλεια την πνευματική ουσία των όντων . Ο άνθρωπος ως εικόνα και ομοίωση του Θεού κατέχει και αυτός την ικανότητα της ονοματοδοσίας . Αλλά η γλώσσα του διέπεται πλέον από τη λογική , απομακρύνθηκε από την ουσία των πραγμάτων και έγινε αφηρημένη και γενική. Κατά τον Μπένγιαμιν, όλοι είμαστε μεταφραστές εκείνης της θεϊκής πρωταρχικής γλώσσας , και ως μεταφραστές έχουμε καθήκον , αναδημιουργώντας με τα δικά μας υλικά ένα κείμενο, να απελευθερώσουμε την φυλακισμένη στον πυρήνα των πραγμάτων αρχέγονη γλώσσα. Εξάλλου ήταν ο ίδιος μεταφραστής του Μπωντλαίρ και του Προύστ και όπως αναφέρει ο Γκέρχαρτ Σόλεμ στο βιβλίο του «Βάλτερ Μπένγιαμιν , η ιστορία μιας φιλίας» , η ενασχόλησή του με τη μετάφραση τον οδήγησε να διατυπώσει τον φιλοσοφικό και θεολογικό του στοχασμό . Άρα, καταλαβαίνουμε πόση σημασία αποδίδει ο συγγραφέας στο έργο της μετάφρασης, και πόση μεγάλη είναι η ευθύνη του μεταφραστή που αναλαμβάνει να μεταφράσει ένα δικό του έργο. Η γλώσσα είναι το άλφα και το ωμέγα της σκέψης του. Όπως οι συγγραφείς του πρώιμου ρομαντισμού , οι οποίοι χρησιμοποιούσαν μια μυστικιστική γλώσσα , ή ο Νίτσε με τους αφορισμούς του , ο Μπένγιαμιν παράγει τον γλωσσοφιλολογικό του στοχασμό για να απορρίψει τους συμβατικούς κώδικες συστηματοποίησης των νοημάτων. Γράφει σε μια γλώσσα πολυπρισματική , γεμάτη από ποιητικές και μυστικιστικές εικόνες , ραψωδιακές μορφές του λόγου, λακωνικές παρατηρήσεις, λογοτεχνικές παραβολές και ιστορικές αλληγορίες , με λογοτεχνικά παραθέματα χωρίς εισαγωγικά. Η μετάφραση αυτών των ποιητικών κειμένων απαιτεί, πέρα από ένα λογοτεχνικό ταλέντο, την άριστη γνώση και των δύο γλωσσών, τη γνώση του ιστορικοκοινωνικού και πολιτισμικού πλαισίου μέσα στο οποίο γράφηκαν , και εκείνο το είδος της συμ-πάθειας που πρέπει να νοιώσει ο μεταφραστής, , δηλ. την ψυχική και πνευματική ταύτιση με τον συγγραφέα , για να μπορέσει να τα μεταφέρει στη δική του γλώσσα. Η δε μελέτη του συνολικού του έργου και των φιλολογικών και κριτικών μελετών , είναι προϋπόθεση sine qua non ώστε να φέρει σε πέρας το καθήκον που ανέλαβε . Γιατί αυτό που πρέπει να μεταφέρει ο μεταφραστής στη δική του γλώσσα δεν είναι μόνο το υλικό σώμα του κειμένου αλλά και όλο το συγκινησιακό του νόημα. Η μετάφραση είναι ένας συνεχής διάλογος με τον άλλον , είναι η προσπάθεια να κατανοήσουμε τον άλλον που δουλεύει με διαφορετικά από τα δικά μας υλικά . Αναπόφευκτα , όταν ένας μεταφραστής προσπαθεί να ερμηνεύσει ένα κείμενο σκοντάφτει στα όρια της δικής του γλώσσας εφόσον το πρωτότυπο δεν είναι μόνο ένα λογικό σύστημα σημείων ,αλλά έχει και ρυθμό και αυτός ο ρυθμός πρέπει να βρει το ισοδύναμό του στη γλώσσα-στόχο. Ταυτίζομαι απόλυτα με τον Παύλο Ζάννα , όπως περιγράφει τους προβληματισμούς του κατά τη μετάφραση του Προύστ, ενός συγγραφέα με εξίσου πυκνή γραφή με αυτήν του Μπένγιαμιν. «Πέρα από τον τεράστιό της πλούτο, λέει ο Ζάννας, κυρίως σε αποχρώσεις και λεπτότατες διακρίσεις , η γλώσσα του Προύστ δεν είναι δύσκολη. Πολύπλοκο , είναι το δέσιμο των λέξεων. Το κτίσιμο της φράσης , με τους τόσους παράδρομους που οδηγούν από μεταφορά σε μεταφορά στον τελικό στόχο. Το πρόβλημα δεν είναι άλυτο, αρκεί -για να ξαναθυμηθούμε τον Σεφέρη- να μη κακομεταχειριζόμαστε υπερβολικά την γλώσσα μας. Εκεί όπου το πρόβλημα είναι άλυτο, είναι στην προσπάθεια να μεταφραστούν ευφυολογήματα, ετυμολογίες που εντάσσονται στην γλωσσική μυθολογία στην οποία παραπέμπει τόσο συχνά ο Προύστ. Εδώ πρέπει να προστεθούν η μελωδία, οι συνειρμικές παρηχήσεις των ονομάτων που άλλοτε δημιουργούν μια δικιά τους αυτόνομη μουσική αίσθηση κι άλλοτε, δεμένα με άλλα ονόματα, με αναφορές σε χρώματα, γεύσεις, αρώματα, ξυπνούν ιδιόμορφους αρμονικούς···» Και συνεχίζει όσον αφορά το ύφος : « Ο συγγραφέας δουλεύει πάνω στη γλώσσα αλλά και πάνω στο ύφος που κληρονομεί από τη λογοτεχνική παράδοση. Και το ύφος της κάθε εποχής, του κάθε συγγραφέα , αναγνωρίζεται με τους συχνά, σαφέστατους υπαινιγμούς που υπάρχουν στο κείμενο». Τα παιδικά του χρόνια στο Βερολίνο, ο Μπένγιαμιν τα περιγράφει με ρητορικές εικόνες και ποιητικό στοχασμό που , όπως παρατήρησε ο ερευνητής και εκδότης του συνολικού έργου του Hermann Schweppenhaeuser , " διακόπτουν συνεχώς τη ροή της ανάγνωσης και καλούν τον αναγνώστη να βραδυπορεί σε κάθε πρόταση και να σταθμίζει τα πολλαπλά σημασιολογικά επίπεδα των λέξεων" . Ο αποσπασματικός χαρακτήρας της γραφής είναι μια συνειδητή πολιτική πράξη που αντιπαρατίθεται στις σταθερές και τελικές έννοιες που παράγει ο φασιστικός μηχανισμός. Το ύφος του είναι ελλειπτικό , μια ελλειπτικότητα που δεν έχει σχέση με το μέγεθος της πρότασης , αλλά με το περιεχόμενό της, γεγονός που καθιστά ορισμένα κείμενά του δύσβατα και σκοτεινά. Βασικά χαρακτηριστικά του ύφους του είναι το παράθεμα και η εφαρμογή της μεθόδου του μοντάζ. Στα περίφημα μαύρα σημειωματάριά του , αποθησαύριζε αποσπάσματα από βιβλία τα οποία ενσωμάτωνε με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο στα γραπτά του χωρίς εισαγωγικά. Μετά από όλα αυτά καταλαβαίνετε ότι θα ήταν αλαζονεία εκ μέρους μου , αν πίστευα ότι η μετάφρασή μου είναι οριστική. Τα κείμενα αυτά αναζητούν τον ιδανικό μεταφραστή , και εύχομαι να βρεθεί μια μέρα. Όμως πρέπει να ομολογήσω ότι μόχθησα επί 3 συνεχή χρόνια , κατά την διάρκεια των οποίων μελετούσα παράλληλα το πρωτότυπο έργο του Μπένγιαμιν αλλά και οτιδήποτε σχετικό έπεφτε στα χέρια μου . Γιατί αυτά τα μικρά διαμαντάκια , είναι δύσκολο να κατανοηθούν ακόμα και από έναν συμβατικά καλλιεργημένο αναγνώστη , εάν δεν έχει έρθει σε επαφή με την ιδιότυπη σκέψη του συγγραφέα Κάθε κεφάλαιο περιέχει και ένα θραύσμα του φιλοσοφικού του στοχασμού, γύρω από το οποίο κεντά την ζώσα πραγματικότητα. Όλα τα καθημερινά και ταπεινά πράγματα , μια κάλτσα που γίνεται πουγκί, το κουτί της ανάγνωσης, τα βαριά έπιπλα σε στυλ Μπιντερμάιερ της παλιάς αστικής κατοικίας , που του παρείχαν μια ψευδαίσθηση ασφάλειας στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα , που ως ενήλικας πλέον θα κατανοήσει ότι η περίοδος αυτή κυοφορούσε ήδη τα γεγονότα που ακολούθησαν, είναι αφορμή για να εκφράσει τον φιλοσοφικό του στοχασμό γύρω από τη γλώσσα, το έργο τέχνης , τις ταξικές διαφορές, την μιμητική ικανότητα . Αυτή την τεχνική των θραυσμάτων , την περιγραφή μιας συγκεκριμένης στιγμής αντί ενός αφηρημένου όλου, την δανείζεται από τον σουρρεαλισμό, που εκτός από καλλιτεχνικό κίνημα είναι και στάση ζωής και στον Μπένγιαμιν γραφή και ζωή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Ο σουρρεαλισμός τον εφοδιάζει με νέα μέσα έκφρασης για να περιγράψει με το αποσπασματικό , «μικρολογικό» στυλ την νέα πραγματικότητα, και ξυπνά το ενδιαφέρον του για τον Φρόυντ. «Τα σοκ και οι βιωμένες εμπειρίες « κατά την έννοια του Προύστ στη μεγαλούπολη , μπορούν να αποκαταστήσουν μια διαλεκτική σχέση με τον χαμένο χρόνο. Για τον Μπένγιαμιν, ένα χαρακτηριστικό του μοντέρνου κόσμου , είναι η αντικατάσταση της Erfahrung , της «εμπειρίας»,δηλ. της μεταδόσιμης από γενιά σε γενιά μνήμης , από το Erlebnis , το βίωμα το οποίο είναι αποσπασματικό και φευγαλέο. Στο δοκίμιό του "Ο Αφηγητής" αφιερωμένο στον Νίκολας Λεσκό, ο Μπένγιαμιν θεωρεί τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως το αποφασιστικό γεγονός διάλυσης της μεταδόσιμης εμπειρίας . Τα τεχνολογικά εγκλήματα διέρρηξαν το φυσικό ρυθμό της ύπαρξης των ανθρώπων , τοποθετώντας τα εύθραυστα σώματά τους μέσα σε ένα πεδίο εντάσεων και καταστροφικών δυνάμεων , και οι μέχρι τότε αποκτηθείσες εμπειρίες , ήταν πια άχρηστες και ξεπερασμένες. Ο σουρρεαλισμός ήταν στον αισθητικό τομέα μια φιλόδοξη προσπάθεια να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ του στιγμιαίου, του φευγαλέου σοκ και της μνήμης. Στα κείμενα αυτά ο Μπένγιαμιν επιχειρεί να ανιχνεύσει όχι την προσωπική του ταυτότητα , αλλά μια εποχή όπως αποτυπώθηκε στα παιχνίδια του παιδιού, σε ένα κτίριο ή σε μια κατάσταση, όπως γράφει στον φίλο του Γκέρχαρτ Σόλεμ· "Θέλω να ανασύρω στην επιφάνεια έναν κόσμο λησμονημένων αντικειμένων και εικόνων, ενταφιασμένων μέσα στη δεξαμενή του ασυνείδητου. Αντικείμενο αυτών των αναμνήσεων είναι ο κόσμος των πραγμάτων και όχι η ταυτότητα ενός ατόμου". Ως υβριδικά κείμενα , όπου αλληλοεπικαλύπτονται οι προσωπικές του εξομολογήσεις με την κριτική για την κουλτούρα της εποχής , διαρρηγνύουν το συμβατικό είδος της αυτοβιογραφίας , ώστε να είναι σε απόλυτη συμφωνία με τον αποσπασματικό χαρακτήρα της σκέψης που στηρίζει την μνήμη. Στα λόγια του αυτά παρατηρούμε ότι η ιστορία διασταυρώνεται με την προσωπική του μοίρα .Η πόλη είναι το θέατρο του παρελθόντος, της παιδικής του ηλικίας αλλά και της ανθρωπότητας. Ο αφηγητής επιλέγει συνειδητά να ακουστεί ως η ηχώ μιας χαμένης στα βάθη του χρόνου φωνής , γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει να ξεμπερδέψει το κουβάρι των παιδικών του αναμνήσεων και να τις παρουσιάσει με αυθεντικότητα. Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου φαίνεται να δομείται γύρω από μια αντίφαση όπου μπλέκονται οι εμπειρίες της ελπίδας και της απογοήτευσης , της νίκης και της ήττας, των ανακαλύψεων και των αινιγμάτων , και μας αφήνουν ένα αίσθημα μελαγχολίας, παρόμοιο με εκείνο που αισθανόμαστε όταν δεν μπορούμε να πιάσουμε μια πεταλούδα. Το κυνήγι της πεταλούδας είναι και το κεφάλαιο που εγώ αγάπησα περισσότερο από όλα, γιατί είδα σε αυτό την αλληγορία της προσωπικής του ζωής αλλά και της γραφής του. Είναι η αλληγορία της αδυναμίας μας να συλλάβουμε το κάλλος , την απόλυτη αλήθεια , γιατί προσκρούουμε στα όρια της γλώσσας, . Σε επιστολή που έστειλε από το Στρασβούργο στις 14 Ιουλίου του 1770 σε φίλο του στην Φρανκφούρτη, ο Γκαίτε γράφει: «Ο Μέντελσον και άλλοι , προσπάθησαν να συλλάβουν το κάλλος σαν μια πεταλούδα και να την ακινητοποιήσουν με καρφίτσες ώστε να την επιδείξουν στον περίεργο παρατηρητή. Τα κατάφεραν , αλλά η όλη προσπάθεια μοιάζει με το κυνήγι της πεταλούδας , το καημένο το λεπιδόπτερο τρέμει μέσα στην απόχη και χάνει τα ωραιότερά του χρώματα. Και όταν το πιάσει κάποιος, είναι τελικά άψυχο, το πτώμα του δεν είναι πια αυτό που ήταν η πεταλούδα, υπάρχει αυτό το κάτι επιπλέον, η ζωή , το πνεύμα που κάνει τα πράγματα όμορφα.». Στο κυνήγι λοιπόν της πεταλούδας, δίπλα στις εικόνες της χάριτος, της ελευθερίας και της κατάκτησης, της εκστασιακής επικοινωνίας με τη φύση, έχουμε και το θλιβερό θέαμα της καταστροφής , της αδεξιότητας και της βίας. Στη θέα της συλλογής πεταλούδων στο δωμάτιό του , που είναι σε κατάσταση αποσύνθεσης, ο ενήλικας Μπένγιαμιν αναστοχάζεται τις αναμνήσεις του , θυμάται το πυρετώδες κυνήγι που παρέσυρε το παιδί έξω από τα φροντισμένα μονοπάτια του κήπου, και το έβγαζε από την παθητικότητά του και την ονειροπόλο αποστροφή που ένοιωθε για τους ενήλικες και την κοινωνική του τάξη. Εδώ το παιδί χάνεται με ηδονή μέσα στην άγρια φύση, που στα μάτια του φαντάζει σαν ζούγκλα, όπως χάνεται τώρα ως ενήλικας μέσα στους λαβυρίνθους των αναμνήσεών του. Μέσα στο Urwald , το αρχέγονο δάσος , αισθάνεται ανίσχυρο, όπως ο πρωτόγονος απέναντι στα στοιχεία της φύσης., που συνωμοτούν για να του επιβάλουν τους νόμους τους. Ο κυνηγός πρέπει να μάθει να αποκρυπτογραφεί την αλλότρια γλώσσα, τη γλώσσα του λεπιδόπτερου, και για να το καταφέρει πρέπει να μεταμορφωθεί , να διαλυθεί, να γίνει άνεμος και φως , να γίνει αθέατος για να μπορέσει να πλησιάσει τη λεία του. Πρέπει να αποκτήσει τη διαισθητική γνώση , να νιώσει εκείνη τη συμπάθεια ανάμεσα στον θύτη και το θύμα , όπως την εννοεί ο Μπερξόν, στο βιβλίο του "Η Δημιουργική Εξέλιξη". Αντίθετα η πεταλούδα εξανθρωπίζεται και αποκαλύπτει σχεδόν τη σκέψη της. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας , της θανάσιμης μαγείας , η επιστροφή είναι μελαγχολική και ο δρόμος δύσβατος. Στην απογοήτευση του παιδιού διαφαίνεται η απογοήτευση του συγγραφέα . Στην επιστολή του προς τον Σόλεμ το 1932, γράφει πως αισθάνεται ότι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ένα έργο παρά άφησε πίσω του ένα σωρό από ερείπια. Όπως το παιδί στο Βερολίνο, ο συγγραφέας των 40 χρόνων βλέπει στις επί μέρους νίκες μια μεγάλη ήττα. Μέσα σε αυτό το κεφάλαιο, βλέπουμε λοιπόν να συμπυκνώνεται 1) ο φιλοσοφικός του στοχασμός γύρω από τη γλώσσα, σύμφωνα με την οποίαν όλα τα όντα στη φύση , άψυχα και έμψυχα, μιλούν , ακόμα και μόνον μέσω της μορφής τους , μια γλώσσα την οποίαν καλούμαστε εμείς να μεταφράσουμε, 2) η σκέψη του για την μιμητική ικανότητα , και 3) η θεωρία του των ομοιοτήτων, που γράφτηκε το 1933. Στο τελευταίο αυτό κείμενο , αναδεικνύει την ικανότητα παραγωγής ομοιοτήτων μέσα στη φύση, αλλά κυρίως στον άνθρωπο, ο οποίος έχει την ικανότητα να συλλαμβάνει- πολλές φορές ασυνείδητα- ομοιότητες τις οποίες ο Μπένγιαμιν τις χαρακτηρίζει μη αισθητές, είναι αυτό που έλεγε ο Μπωντλαίρ correspondances ή ο Γκαίτε Wahlverwandschaften , αντιστοιχίες ή εκλεκτικές συγγένειες. Αυτή η ανθρώπινη ικανότητα να αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος ομοιότητες, πέρασε μέσα από διάφορα στάδια κατά την φυλογενετική εξέλιξη , αλλά δεν έχει χαθεί , βρήκε καταφύγιο στον λόγο, προφορικό αλλά και γραπτό ο οποίος δεν είναι μόνον ένα συμβατικό σύστημα σημείων αλλά μια απύθμενη δεξαμενή μη αισθητών ομοιοτήτων. Τα κείμενα αυτά είναι όμως και μια αναδίφηση του παρελθόντος όχι για να βρει καταφύγιο από την πραγματικότητα όπως κάνει ο Προύστ στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, αλλά για να ανακαλύψει εκείνες τις στιγμές σοκ ή τα βιώματα που καθόρισαν το μέλλον του. Στο δοκίμιό του για το ανά χείρας βιβλίο ο Πέτερ Σζόντι λέει ότι «ο Προυστ στρέφει το βλέμμα του στο παρελθόν για να διαφύγει από το παρόν και κυρίως από τις απειλές και τους κινδύνους του μέλλοντος, ενώ ο Μπένγιαμιν αναζητεί στο παρελθόν το ίδιο το μέλλον, ανιχνεύει το παρελθόν για να ανακαλύψει σε αυτό τις υποσχέσεις που του επεφύλασσε . Στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας ταξιδεύει στον χρόνο και όχι στον χώρο, αναζητεί την πόλη της παιδικής του ηλικίας και την εμπειρία της πρώτης φοράς . Σε αυτά τα κείμενα όπως και στα πορτρέτα άλλων πόλεων χαρακτηριστική είναι η χρήση της μεταφοράς , αλλά και η ποιητικότητά της. Η μεταφορά τόσο στον Προυστ όσο και στον Μπένγιαμιν δεν περιορίζεται σε μία και μόνη λειτουργία αλλά αντίθετα γίνεται ο κανόνας της αφήγησης: η περιγραφή και μόνο των αντικειμένων , δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στην αλήθεια· η αλήθεια αρχίζει, μας λέει ο Προυστ, από τη στιγμή που ο συγγραφέας παίρνει δύο διαφορετικά αντικείμενα που έχουν μια κοινή ιδιότητα και τα συνδέει μεταξύ τους σε μια μεταφορά , και έτσι αποκαλύπτει την ουσία τους . Όλη την προβληματική του για τη γραφή του την έχει συνοψίσει στην καταπληκτική του φράση: Θέλω να γράψω σε μια γλώσσα όπου οι λέξεις θα βγαίνουν από τα πράγματα όπως το κρασί από τα σταφύλια. Σας ευχαριστώ
|
|||