|
|||
Υπήρξα πολύ τυχερή όταν -νέο κορίτσι ακόμα- έφτασα στην Ελλάδα, διότι από τους πρώτους Αθηναίους που γνώρισα ήτανε η Καίη Τσιτσέλη, και αυτή η γνωριμία σημάδεψε για πάντα την μετέπειτα ζωή μου. Με την Καίη απέκτησα το πιο όμορφο δώρο που μπορεί να κάνει μια νέα χώρα στον επισκέπτη της: μια φιλία. Εκείνα τα χρόνια - παρά τα τραγικά συμβάντα του πρόσφατου παρελθόντος - ίσως λόγω αυτών - η Αθήνα ήτανε μαγική. Θυμάμαι μια μέρα που μιλώντας με τον Τσαρούχη του έλεγα: « Αχ, Γιάννη, δεν θα φύγω πια ποτέ από δω. Πιάστηκα στη φάκα» και ήρθε η απάντηση: «Ναι, αλλά το τυρί καλό, ε... » ΄Οντως , ήτανε πολύ καλό.΄Ενας γλυκός αέρας δημιουργίας φυσούσε σ' αυτή την πόλη, γεμάτος ποίηση, χιούμορ, εξυπνάδα... Θα έλεγα και ελευθερία, παρά το καθεστώς καταπίεσης που επικρατούσε στο πολιτικό επίπεδο... Αυτή η ελευθερία του πνεύματος και των ανθρώπινων σχέσεων που συχνά γεννιέται μετά από μεγάλες συλλογικές τραγωδίες. Στον απελευθερωμένο αυτό κόσμο συγγραφέων, καλλιτεχνών και άλλων διανοουμένων, που μαζευότανε με τελετουργική τακτικότητα τα μεσημέρια στο Brazilian και τα βράδια στο Βυζάντιον, η Καίη Τσιτσέλη κατείχε μια ξεχωριστή θέση. Ο κύκλος των φίλων της ήτανε η πνευματική Αθήνα, σχεδόν ολόκληρη. ΄Οχι μόνον επειδή είχε γίνει - με τα πρώτα της βιβλία κιόλας - μια αναγνωρισμένη συγγραφέας - με λαμπρές κριτικές για το έργο της στον αγγλικό και αμερικάνικο τύπο - αλλά γιατί διέθετε αυτή την τόσο σπάνια αρετή, ειδικότερα στους διανοούμενους κύκλους: την επιείκεια. Μια καλοπροαίρετη διάθεση προς τον υπόλοιπο κόσμο, όχι από έλλειψη διορατικότητας, βέβαια, ή κρίσης, αλλά από την αχόρταγη περιέργεια που είχε πάντα η Καίη για τον άλλον. ΄Ηθελε να καταλαβαίνει το πώς και το γιατί του κάθε ανθρώπου. Δεν την ενδιέφερε να τον κρίνει. Ο σκοπός της δεν ήτανε ποτέ η αξιολόγηση, αλλά η κατανόηση. Αυτό ήταν σίγουρα μια από τις πηγές του ταλέντου της, o λόγος που τα πρόσωπα στα διηγήματά της είχαν πάντα τέτοιο βάθος, τέτοια αυθεντικότητα... Αλλά και η φιλία της, τέτοια αξία. Γιατί η Καίη ήξερε, όπως λίγοι, να ακούει, και αν τύχαινε αυτό που διηγόσουνα να έχει κάποια πυκνότητα, κάποιο ξεχωριστό ενδιαφέρον, έβλεπες ξαφνικά, πίσω από τα χοντρά γυαλιά, τα μάτια της να λάμπουν, και αυτή, έτοιμη , σαν τη μέλισσα , να αρπάξει το μέλι μιας καινούργιας ιστορίας. ΄Ετσι, συζητώντας μαζί για ένα βιβλίο, καταλάβαινες ότι - πέραν από την ποιότητα της γραφής (για την οποίαν ήταν πάντα πολύ αυστηρή) -αυτό που την ενδιέφερε περισσότερο ήταν η ικανότητα του συγγραφέα να ξεμπερδεύει τους πιο μπλεγμένους μηχανισμούς της ψυχής των ηρώων του, να εξερευνά τις πιο κρυφές γωνιές του εαυτού τους... Αυτή την κατάδυση στα βαθιά νερά των ψυχών, η Καίη την απολάμβανε ιδιαίτερα. Εξάλλου είχε καλοδιαβάσει τον Προύστ. Και της είμαι ευγνώμων που με εισήγαγε σε αγγλόφωνους επί το πλείστον συγγραφείς, που εγώ αγνοούσα, και αυτή αγαπούσε - την Virginia Woolf πρώτ' απ' όλα, αλλά και την George Eliot , την Edith Wharton , την τόσο πρωτότυπη Ivy Compton - Burnett , την Iris Murdoch ή ακόμη τον E . M . Forster . Η εκτίμησή της βασιζότανε πάντα στην επίμονη αναζήτηση μιας ανθρώπινης αλήθειας, που μόνον η τέχνη του συγγραφέα μπορεί να μας μεταδώσει. ΄Ετσι η κουβέντα με την Καίη γύρω από τη λογοτεχνία ήτανε πάντα γόνιμη, γιατί ήξερε με σιγουριά, πέραν των στυλιστικών πυροτεχνημάτων, να χωρίσει το άχυρο από το σπόρο. Κάποτε όμως η Αθήνα έπαψε τελείως να είναι μαγική. Η Ελλάδα είχε πέσει στα χέρια ηλίθιων συνταγματαρχών. Στα εγκαταλελειμμένα στέκια των διανοουμένων, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, πριν η νέα γενιά να έχει δημιουργήσει τα δικά της δεν φυσούσε πια κανένας άνεμος. ΄Εχει ήδη υπογραμμιστεί εδώ ο ρόλος που έπαιξε η Καίη Τσιτσέλη στη δημοσίευση των 18 Κειμένων κατά τη χούντα. Εάν το μνημονεύω κι εγώ ξανά είναι επειδή φωτίζει τόσο καθαρά μια άλλη πλευρά της προσωπικότητας της Καίης, τη διακριτική κομψότητα των ηθικών επιλογών της. ΄Αλλοι τότε προφέρανε βαρύγδουπα ιδεολογικά πιστεύω, η Καίη απλώς έπραξε αυτό που νόμισε ότι άρμοζε στο επάγγελμά της: έγραψε. Η λογοτεχνική ελληνική κοινότητα ολόκληρη οφείλει να της είναι ευγνώμων γι' αυτό. Η Καίη έφυγε. Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει χωρίς ο χρόνος αυτός να επενέβη έστω και ελάχιστα στην τόσο ζωντανή εικόνα που έχω κρατήσει της φιλίας μας. Και γι' αυτό η απουσία της είναι πάντα τόσο οδυνηρή. Ποιος τώρα θα βρεθεί να συγχωράει πάντα τις κακίες μας - τις δικές μου κακίες, ήθελα να πω. Francoise Arvanitis
|
|||