|
|||
|
|||
Η «αλλαγή των σημασιών» σε «μια προοπτική ιστορική»: Όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, ο δέκατος ένατος αιώνας στάθηκε καθοριστικός και για τη διαμόρφωση των επιστημών και την ανάπτυξη συγκεκριμένων μεθόδων διεξαγωγής της έρευνας, μεθόδων που ακόμη και σήμερα συνεχίζουν να ασκούν μια ποικιλότροπη επιρροή. Όσον αφορά τις ανθρωπιστικές επιστήμες, ειδικότερα, δυο είναι, κατά τη γνώμη μου, οι καινούργιοι μεθοδολογικοί και ιδεολογικοί άξονες που βρήκαν εφαρμογή τόσο σε παλαιά γνωστικά πεδία, όπως ήταν τότε η Φιλολογία, αλλά και σε νέα, όπως η λαογραφία, η θρησκειολογία και η ιστορία της τέχνης. Θα ονόμαζα τον πρώτο άξονα «θεματική ανίχνευση» και τον δεύτερο «αναζήτηση της συνέχειας». Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο αυτοί άξονες διαμορφώθηκαν από τη γερμανική Κλασική Φιλολογία η οποία κυριαρχούσε επιστημονικά στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι αυτή η γερμανική Κλασική Φιλολογία δέχτηκε την οξύτατη κριτική του Φρήντριχ Νίτσε. Επιτρέψτε μου να εξηγηθώ. «Θεματική ανίχνευση» είναι ο τύπος της μελέτης που παρακολουθεί ένα «θέμα» σε βάθος χρόνου και συνήθως με τη μορφή καταλογογραφικής και ταξινομικής αποτύπωσης, για παράδειγμα, τό μήλο από την αρχαία έως τη νέα ελληνική λογοτεχνία ή η αναπαράσταση του ελέφαντα στη δυτική ζωγραφική από τον Μεσαίωνα έως τον Πικάσο. «Αναζήτηση της συνέχειας» είναι η συγκέντρωση πολλών επιμέρους «θεματικών ανιχνεύσεων» με στόχο την ανέγερση ενός επιστημολογικού οικοδομήματος που να καταδεικνύει τη συνέχεια και τη συνοχή μιας συγκεκριμένης έκφανσης ενός πολιτισμού, για παράδειγμα, τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού από την αρχαιότητα μέχρι τη νεότερη εποχή ή η ιστορία της γερμανικής λογοτεχνίας από τον ένατο μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα. Είναι αυτήν την αίσθηση της ασφάλειας και του εφησυχασμού που δημιουργείται μέσα από μια προκατασκευασμένη θεώρηση μιας όχι αυτοκριτικής επιστήμης την οποία κατέκρινε ο Νίτσε. Με οξύνοια ο Γερμανός φιλόσοφος κάνει την εξής παρατήρηση: «Προκειμένου να αποδείξει την αθωότητά του, ο φιλόλογος οφείλει να κατανοήσει τρία πράγματα: την αρχαιότητα, το παρόν, τον εαυτό του. H ενοχή του έγκειται στο ότι είτε δεν κατανοεί την αρχαιότητα, είτε το παρόν, είτε τον εαυτό του». Η Ιστορία του γυναικείου στήθους της Marilyn Yalom εδράζεται σε πολύ διαφορετικούς άξονες ερευνητικής σύνθεσης από αυτούς που μόλις περιέγραψα, άξονες, ωστόσο, οι οποίοι ανταποκρίνονται στην απαίτηση του Νίτσε ως προς τα τρία πράγματα που οφείλει να κατανοεί ένας ερευνητής, δηλαδή, το ερευνητικό αντικείμενό του, το πολιτικο-κοινωνικό παρόν του και τον ψυχοδιανοητικό εαυτό του. Πράγματι, σε αντίθεση προς πολλές άλλες μονογραφίες θεματικών ακόμη ανιχνεύσεων, η Γιάλομ εξετάζει στο βιβλίο της το γυναικείο στήθος όχι ως εικαστικό ή λογοτεχνικό «θέμα», αλλά ως αναπόσπαστο μέρος της γυναικείας φυσιολογίας, το οποίο στον δυτικό πολιτισμό έχει συμβολοποιηθεί στο πλαίσιο μιας αντρικής, αρχετυπικά πατριαρχικής, κατασκευής γύρω από τη διαμάχη ανάμεσα στο «καλό» και στο «κακό». Πρόκειται, βέβαια, για μια ιδεολογική και πολιτική διαμάχη που αποτυπώνεται διαυγέστατα στην αιώνια εξουσία του ενός, άρρενος, θεού των μονοθεϊστικών θρησκειών: εδώ το «καλό» ισοδυναμεί με τη διατήρηση μιας συγκεκριμένης καθεστηκυίας τάξεως (για παράδειγμα, η αέναη υπακοή των αγγελικών δυνάμεων στον Γιαχβέ και η διηνεκής γαλήνη της Εδέμ), ενώ το «κακό» ισοδυναμεί με την ―πάντοτε αποτυγχάνουσα― προσπάθεια ανατροπής αυτής της τάξης (για παράδειγμα, η πτώση του αμφισβητία Εωσφόρου και η έξωση των σεξουαλικά αφυπνισθέντων πρωτόπλαστων). Σε αντίθεση προς την έρευνα που ανιχνεύει θέματα και αναζητά συνέχειες, η Μαίριλυν Γιάλομ στέκεται στα πράγματα και εξετάζει τις αλλαγές των σημασιών και τις ασυνέχειες της εκάστοτε συμβολοποίησης του γυναικείου στήθους, εισάγοντας με αυτόν τον τρόπο μια προοπτική ιστορική που βασίζεται στην ερμηνεία κοινωνικών φαινομένων και πολιτικών ιδεολογιών. Στην εισαγωγή του βιβλίου της η συγγραφέας θέτει ένα ερώτημα: «Σε ποιόν ανήκει το στήθος;» (σελ. 15) . Το ερώτημα φαντάζει, καταρχάς, παράξενο, στην πραγματικότητα όμως, είναι πρωταρχικής σημασίας για τον αυτοκριτικό επιστημονικό λόγο της Γιάλομ. Η φαινομενικά απλή απάντηση ότι το στήθος ανήκει στις γυναίκες, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ανεπαρκής έως και απατηλή, γιατί, όπως έρχεται να εξηγήσει η συγγραφέας, τα γυναικεία στήθη έγιναν το αντικείμενο μιας προσπάθειας σφετερισμού τους από τους αντρικούς κοινωνικούς θεσμούς στη διάρκεια της ιστορίας, όπου η λέξη «σφετερισμός» περιλαμβάνει έννοιες όπως καλλιτεχνική αξιοποίηση, οικονομική και σεξουαλική εκμετάλλευση, ιατρική χρήση και πολιτική κατάχρηση. Αυτές οι ερμηνευτικές οπτικές γωνίες αναδεικνύουν και τις δύο βασικές μεθόδους που, κατά τη γνώμη μου, η Γιάλομ συνδύασε στη συγγραφή της μονογραφίας της. Από τη μια πλευρά βρίσκεται η ιστορική μέθοδος της νεότερης γαλλικής και της σύγχρονης αμερικανικής σχολής. Πρόκειται για μια μέθοδο που, σε συνδυασμό με πολιτικά φαινόμενα, εξετάζει οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, χρησιμοποιώντας ισότιμα και συγκριτικά κείμενα όλων των τύπων, εικαστικά ή ακόμη και μουσικά έργα. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται η φεμινιστική κριτική των δεκαετιών Εβδομήντα και Ογδόντα, ειδικότερα σε δύο μείζονα ζητήματα. Το πρώτο είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα σε βιολογικό φύλο (sex) και κοινωνικό φύλο (gender), δηλαδή, η διαφοροποίηση ανάμεσα στο βιολογικά προκαθορισμένο «άρρεν» και «θήλυ» και στα εκάστοτε κοινωνικά κατασκευασμένα πρότυπα «αρσενικότητας» και «θηλυκότητας». Το δεύτερο ζήτημα είναι η συνειδητότητα και η αυτοδιάθεση του σώματός τους από τις γυναίκες σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία που ορίζει συγκεκριμένους τρόπους όχι μόνο συμπεριφοράς, αλλά και σκέψης για τις γυναίκες και, συνεκδοχικά, αντιμετώπισης των γυναικών από τους άντρες. Είναι μέσα από αυτό το συνδυαστικό, ιστορικό και φεμινιστικό, πρίσμα που η Γιάλομ ανασυνθέτει με εξαιρετικό τρόπο στα πρώτα δύο κεφάλαια του βιβλίου το «καλό» και το «κακό» στήθος ως ιδεολογικές, κοινωνικά και ψυχολογικά προσδιορισμένες, πατριαρχικές κατασκευές. Στην αντρική μάχη μεταξύ καλού και κακού για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξεως, το «καλό» ―και κατά συνέπεια, ιερό― στήθος της θεοτρόφου Ίσιδας ή της θηλάζουσας Παναγίας έρχεται να υποστηρίξει την καθεστηκυία τάξη μέσα από τη μητρότητα ως γενεσιουργό δύναμη και την καταστολή της γυναικείας σεξουαλικότητας. Αντίθετα, το «κακό» ―και, συνεπώς, ανίερο― στήθος της πολεμόχαρης γυναίκας (είτε αυτή είναι η παρθένος Αμαζόνα Πενθεσίλεια ή η πολιτικά φιλόδοξη Λαίδη Μακμπέθ) αναταράσσει την καθεστηκυία τάξη μέσα από την άρνηση της μητρότητας και την αυτονόμηση της γυναικείας σεξουαλικότητας. Εννοείται ότι, όπως μας δείχνει η Γιάλομ, αυτό το σχήμα αποτελεί μια φαντασιακή κατασκευή που κωδικοποιεί τους κοινωνικούς φόβους μιας πατριαρχικής κοινωνίας για τον εν δυνάμει «ανατρεπτικό» ρόλο της γυναίκας. Μια άλλη ερμηνεία του αντιθετικού σχήματος «καλό και κακό» στήθος και την εξέταση ενός ακόμη ανδρικού σφετερισμού του μας προσφέρει η Μαίριλυν Γιάλομ στο έβδομο κεφάλαιο της μονογραφίας της, όπου πραγματεύεται το «καλό», ζωοφόρο στήθος της υγιούς γαλουχίας και το «κακό», θανατηφόρο στήθος της καρκινικής νόσου. Και τα δύο αυτά στήθη ―απόλυτα πραγματικές εκφάνσεις της γυναικείας σωματικότητας― έδωσαν την αφορμή παρέμβασης της ιατρικής ώστε να καταλάβει αυτό το μέρος του γυναικείου σώματος. Η ανατριχιαστική μαστεκτομή που υπέστη τον Οκτώβριο του 1811, χωρίς να είναι απολύτως σαφής η ανάγκη χειρουργικής επέμβασης, η Αγγλίδα συγγραφέας Fanny Burney και την οποία περιγράφει η ίδια σε μια επιστολή της, μας καθιστά σαφές ποιος ήταν ο ρόλος του άντρα γιατρού στα μάτια μιας γυναίκας και πώς εκείνη βίωνε τον «ιατρικό βιασμό» του σώματός της (σελ. 327-331). Να σημειώσω παρενθετικά ότι είναι την ίδια εποχή που οι άντρες ως εξειδικευμένοι πλέον γυναικολόγοι αναλαμβάνουν και τη μαιευτική, αφαιρώντας ουσιαστικά αυτό το λειτούργημα από τις μαίες και αλώνοντας έτσι τον τελευταίο αυτό χώρο γυναικείας θεραπευτικής σοφίας και πράξης. Δεν είναι πρόθεσή μου να παρουσιάσω την πληθώρα ζητημάτων που θίγονται στο βιβλίο. Θα ήθελα, ωστόσο, να σταθώ πολύ σύντομα σε δύο κεφάλαια. Στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου, η Γιάλομ αποδομεί το στήθος ως σύμβολο στην ψυχανάλυση, όπου και πάλι εμφανίζεται μια αντίθεση μεταξύ ενός «καλού» και ενός «κακού» στήθος, αυτή τη φορά από την οπτική γωνία των βρεφικών αναμνήσεων. Και αυτό το «ψυχολογικό» στήθος αποκαλύπτεται ως άλλη μια πολιτισμική και κοινωνική κατασκευή. Στο κεφάλαιο αυτό όμως η συγγραφέας ―με αφορμή τις απόψεις των ψυχαναλυτών, αλλά και την εκλαΐκευση των ψυχαναλυτικών θεωριών στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο― μας δείχνει και μια άλλη της πλευρά: το υπονομευτικά ευαίσθητο χιούμορ της. Το συγκλονιστικότερο, κατά την άποψή μου, κεφάλαιο της Ιστορίας του γυναικείου στήθους είναι το όγδοο και προτελευταίο, όπου η Μαίριλυν Γιάλομ πραγματεύεται το «απελευθερωμένο» στήθος, δηλαδή, τους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες στην πολιτική, την ποίηση και τις εικαστικές τέχνες προσπάθησαν να ανακτήσουν τα στήθη τους για τα σώματά τους και να εκφράσουν τη σχέση τους με αυτά τα στηθοφόρα σώματα. Η ανάλυση που μας προσφέρει η Γιάλομ των ποιημάτων Αμερικανίδων ποιητριών όπως της λευκής Adrienne Rich ή της μαύρης Audre Lord για τη γυναικεία εμπειρία ―ερωτική, μητρική ή ιατρική― του στήθους είναι όχι μόνο μια ευαίσθητη και γεμάτη κατανόηση ανάγνωση, αλλά και μια ερμηνευτική τοποθέτηση γύρω από τη σημασία της ίδιας της ποίησης ως συνολικά ανθρώπινης έκφρασης πέρα από κατασκευές και ιδεολογίες. Κλείνοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση, θα ήθελα να σημειώσω ότι Η ιστορία του γυναικείου στήθους της Μαίριλυν Γιάλομ αποτελεί εξαιρετικό δείγμα μιας σύγχρονης και νεοτερικής επιστημονικής μονογραφίας όπου συνδυάζονται η ερευνητική ευσυνειδησία, η σαφής μέθοδος, η συνθετική αρτιότητα, η αφηγηματική ικανότητα, η σοφή πολιτκοκοινωνική εμπειρία και η καλλιτεχνική ευαισθησία. Δέκα χρόνια μετά την πρωτότυπη δημοσίευση του βιβλίου είμαστε, νομίζω, σε θέση να αναγνωρίσουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια υποδειγματική στο χώρο της μελέτη. Μέσα από την αξιοπρόσεκτη μετάφραση της Εύης Κλαδούχου, Η ιστορία του γυναικείου στήθους στην ελληνική της έκδοση μας διευρύνει τους διανοητικούς και τους ψυχικούς μας ορίζοντες και μας προτρέπει ―γυναίκες και άντρες― να προ-βληματιστούμε για το ποιοι είμαστε ή ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε και πώς φτάσαμε να έχουμε αυτές τις εικόνες αυτο- ή ψευδο-συνείδησης για τους εαυτούς μας. Απρίλιος 2007
|