ΟΜΙΛΙΑ Κας ΠΟΛΙΤΗ
Homo Poeticus *
***
«Και Ιδού! Μέγα φως έλαμψε προ των οφθαλμών τους και είδαν το άρμα όπου ίστατο Αυτός να ανέρχεται εις τους ουρανούς. Και τον είδαν εντός του άρματος, περιβεβλημένον την δόξαν της λαμπρότητος, με ένδυμα ως εκ του ηλίου, ωραίον ως το σεληνόφως και τρομερόν, ώστε από φόβο δεν τολμούσαν να ατενίσουν την όψη του. Και τότε μια φωνή ακούστηκε από τον ουρανό να καλεί: Ηλία, Ηλία ! Και Εκείνος απάντησε με τη σπουδαιότερη κραυγή: Αμπά Αντονάι ! Και είδαν Αυτόν, ναι, Αυτόν τον Μπεν Μπλουμ Ηλία εν μέσω νεφελών από αγγέλους να ανέρχεται εις την δόξαν της λαμπρότητος σε γωνία 45 μοιρών πάνω από του Ντόνοχοου, στην οδό της Μικρής Πελούζας, ως βλήμα εκσφενδονιζόμενον από φτυάρι.»
Χαίρε, λοιπόν Μπεν Μιχαήλ- Ηλία, morituri te salutant ! Από την Καρδιά του Σκότους, σύ θέλει μας οδηγήσεις στην «επίγεια έφοδο προς τον ουρανό», στη τζοϊσική «αλλόθεση» που οριοθετείται από την «παραδεισιακή περιμήτρα», αφού πρώτα ο Άγγελος της Ιστορίας θα έχει εξολοθρεύσει τα τέρατα Homo Lupus και Homo Economicus και μαζί τον Λεβιάθαν τους, αναγγέλοντας την έλευση του Homo Poeticus , δεδομένου ότι:
Κάθε χρόνος λιγότερος από έναν παλμό της αρτηρίας
Έχει ίση διάρκεια και αξία με 6.000 χρόνια.
Γιατί στην διάρκεια αυτή επιτελείται η εργασία του ποιητή
Και όλα τα γεγονότα του χρόνου ξεκινούν και συλλαμβάνονται
Στη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου:
Εντός ενός λεπτού, ενός παλμού της αρτηρίας.
Αυτά έγραφε ο ποιητής William Blake κι αυτό τον στιγμιαίο παλμό της μεγάλης ποίησης αφουγκράζεται το βιβλίο του Σάββα Μιχαήλ: τον μεσσιανικό παλμό που ανοίγει τη μεγαλειώδη θύρα της Μωσαϊκής κοσμολογίας προς την παραδείσια αρχή και την πρωτογλώσσα, αλλά και προς την τραυματική τομή και κατακόρυφη πτώση του ανθρώπου στο δράμα της Ιστορίας, την σύγχυση της Βαβέλ. Γιατί «η αιωνιότητα», γράφει ο Μπλέικ, προεικονίζοντας τον Μπενγιαμιν, «είναι ερωτευμένη με την παραγωγή του χρόνου». Ενός χρόνου, ωστόσο, κατακερματισμένης μνήμης και ατέρμονης προσδοκίας που ανάμεσά τους κινείται η αιώρα του παρόντος, πάνω στην οποία μετεωρίζεται με το ένα πόδι στο κενό ο ποιητής, ακινητοποιώντας σε ενσταντανέ τον μεσσιανικό παλμό.
«Πότε ο ποιητής», αναρωτιέται ο Σάββας Μιχαήλ στο εισαγωγικό κεφάλαιο, ήτανε τόσο ξένος, εξόριστος, αλλότριος από τον άλλο άνθρωπο όσο σε καιρούς χαλεπούς σαν τους δικούς μας;» Ας ακούσουμε την αντιφώνηση της Μαρίας Νεφέλης του Ελύτη:
Τί να σας κάνω μάτια μου κι εσάς τους Ποιητές
Που χρόνια μου καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες
Και χρόνια περιμένετε κείνο που δεν περίμενα
Όρθιοι στη σειρά σαν αζήτητα αντικείμενα...
Δε πα'να σας φωνάζουν - ουτ'ένας σας δεν απαντά
Έξω χαλάει ο κόσμος καίγονται τα σύμπαντα
Τίποτα σεις διεκδικείτε - να'ξερα με τί νου -
Τα δικαιώματά σας επί του κενού!
Σε καιρούς λατρείας του πλούτου ώ της αμεριμνησίας
Αποπνέεται το μάταιο της ιδιοκτησίας.
Ας ακούσουμε και την αντιφώνηση στο παραπάνω ενός λογοτέχνη, του Όσκαρ Ουάιλντ, όπως την καταθέτει στο ξεχασμένο για ευνόητους λόγους από τους μελετητές δοκίμιό του: «Η ψυχή του Ανθρώπου στο Σοσιαλισμό».
«Το παρελθόν είναι ότι ο άνθρωπος δεν έπρεπε να ήταν. Το παρόν ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι. Το μέλλον είναι αυτό που είναι οι καλλιτέχνες» και « η καταλληλότερη μορφή κυβέρνησης για τον καλλιτέχνη είναι η μη-κυβέρνηση» Σύμφωνα με τον Ουάιλντ:
Ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός ή όπως αλλιώς λέγεται, μετατρέποντας την ιδιωτική περιουσία σε δημόσιο πλούτο και αντικαθιστώντας τον ανταγωνισμό με τη συνεργασία, θα αποκαταστήσει την κοινωνία στην πρέπουσα κατάστασή της. Με την κατάργηση της ιδιωτικής περιουσίας, θα έχουμε τον πραγματικό, ωραίο, υγειή ατομικισμό. Κάνεις δεν θα ξοδεύει τη ζωή του συσσωρεύοντας αντικείμενα και σύμβολα αντικειμένων. Θα ζει. Το να ζεις είναι από τα δυσκολότερα πράγματα στον κόσμο. Οι περισσότεροι άνθρωποι υπάρχουν.
Το μέλλον, λοιπόν, δεοντολογικά, ανήκει στον Homo Poeticus , γιατί, όπως διαβάζουμε στην Εισαγωγή του τόμου, «Δεν υπάρχει μέλλον για την ποίηση εάν δεν γίνει η ποίηση το μέλλον του ανθρώπου». Έτσι, στον αστερισμό που σχηματίζουν τα ονόματα των ποιητών που συναντάμε στα δοκίμια του Σ. Μιχαήλ, ο ποιητικός λόγος έρχεται να συγκρουστεί με το Ον , αφήνοντας να αναδυθούν από εντός του οι νοηματοδοτικές κατηγορίες του πολιτικού και του ηθικού, δηλαδή, του Δέοντος .Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν αρχίζει με την ηρωική επανάσταση του λαού για τη συντριβή του κακού, «αυτού που υπάρχει», προχωρεί στον ελπιδοφόρο, αιματοβαμμένο αγώνα για την νίκη του καλού και την έλευση «αυτού -που- δεν-υπάρχει-ακόμα», αλλά φευ! τελειώνει με τη διάψευση, την ανίκητη επικράτηση του «όντος», με την αντικατάσταση της μιας τυρρανικής εξουσίας πάνω στο λαό από την άλλη:
157
Τί θα κάμετε; Θ'αφήστε
Να αποκτήσωμεν εμείς
Λευθερίαν, ή θα την λύστε
Εξ αιτίας Πολιτικής;
158
Τούτο ανίσως μελετάτε,
Ιδού, εμπρός σας το Σταυρό
Βασιλείς! Ελάτε, ελάτε,
Και κτυπήσετε κ'εδώ.
Αυτά είναι τα δύο τελευταία τετράστιχα που με τόσο σοφή οικονομία παρουσιάζουν το χάσμα που χωρίζει το Ον από το Δέον, δύο τετράστιχα το οποία αποσιωπούνται μαζί με τόσα άλλα από τον «Υμνο εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου Σολωμού. Στη μελέτη του « Tormento , Tormentare , Αναβρύζω Qualita , ή ο Σολωμός και το Κακό», ο Σάββας Μιχαήλ ερευνά σε βάθος τη εμπλοκή της σκέψης του Σολωμού με τη διαλεκτική σκέψη του Χέγκελ ιδιαίτερα όμως με αυτή του Μπαίμε περί της φύσης του καλού και του κακού. Το Κακό, για τον Χέγκελ, δεν είναι τίποτα άλλο από την αναντιστοιχία του Όντος προς το Δέον, και ο Μπαίμε, που οράται την «άβυσσο»( Ungrund ), τον τόπο της αφανέρωτης θεότητας του Όλου και του Τίποτα, από τον οποίο αναδύονται όλα τα αντίθετα, στο ερώτημα πως εξηγείται η ύπαρξη του Κακού, απορρίπτει τόσο τη δυϊστική όσο και την πανθεϊστική ερμηνεία, και με βάση τη διαλεκτική των δύο τριάδων του καταλήγει στο συμπέρασμα για την ύπαρξη του Καλού που εμμένει, και του Καλού που υποκύπτει - Χριστός/Εωσφόρος, δεδομένου ότι το καλό και το κακό αναδύονται από την ίδια δημιουργό πηγή ως παράγοντες της ζωής και της κίνησης. Το Κακό, είναι η έκφραση της οργής του Θεού και η ιστορία της ανθρωπότητας οδεύει το δρόμο της διαλεκτικής σχέσης των δύο όψεων του θεϊκού προσώπου - της οργής και της αγάπης -έως την τελική στιγμή της μετατροπής της «ποσότητας» σε «ποιότητα» - Qualita - και την αιώνια παρουσία της θεϊκής όψης του Καλού και της Αγάπης στον κόσμο.
Στόχος αυτής της εναγώνιας αναζήτησης για τον Σολωμό, ύστερα από τη διάψευση των επαναστατικών προσδοκιών, ήταν η δυνατότητα λύσης της αντίφασης ανάμεσα στην πρόθεση και την εκπλήρωση για «το ξεπέρασμα της δυστυχίας», «για μια «ηθική αναγέννηση», προϋπόθεση της οποίας θα ήταν να «εξολοθρευτούν πέρα ως πέρα» τα αίτια της διαφθοράς».
Όπως σημειώνει ο Μιχαήλ, το ζητούμενο για το Σολωμό δεν ήταν η τρέχουσα, ή «υποκειμενική ηθική», αλλά «η αντικειμενική κοινωνική οργάνωση της ηθικής ζωής ενός λαού». Το χάσμα ανάμεσα στο Ον και το Δέον της προδομένης επανάστασης, εξηγεί, σύμφωνα με το Σάββα Μιχαήλ, και την ιστορική, υλική βάση της ασυνέχειας στην σολωμική ποίηση, καθώς και την κινητήρια αντίφαση της παθιασμένης ποιητικής-φιλοσοφικής αναζήτησής του της συνέχειας μέσα στην ασυνέχεια, της διάρκεια ς μιας τερματισμένης μα ανολοκλήρωτης επανάστασης που «κομματιάστηκε όπως το σώμα του Ορφέα από τις Μαινάδες».
Οι παραπάνω νύξεις, που δεν μπορούν να καλύψουν το εύρος του Δοκιμίου, προσφέρουν ίσως το ιστό που κατά τη γνώμη μου συνέχει όλα τα δοκίμια του τόμου. Συγκεκριμένα, τον προβληματισμό γύρω από την εννοιολόγηση του ιστορικού και ποιητικού χρόνου και μαζί ο προβληματισμός γύρω από τις κατηγορίες του Πολιτικού και του Ηθικού ως περιεχομένου του Αισθητικού.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα πολύ συνοπτικά να αναφερθώ στη θέση του Μπένγιαμιν για τη σχέση τέχνης και ιστορίας. Για τον Μπένγιαμιν, όπως είναι γνωστό, η τέχνη, δεν έχει «ιστορία», δεδομένου ότι τα έργα τέχνης δεν μπορούν να εισέλθουν σε μια αιτιατή σειρά. Έτσι, η επικρατούσα αντίληψη για τη γραμμική, διαχρονική σχέση των έργων μετασχηματίζεται σε συγχρονική. Η θέση αυτή, όπως είναι γνωστό, αποτέλεσε ένα από τα βασικότερα, δομικά στοιχεία της μοντέρνας λογοτεχνίας και θεωρίας.
Για τον Μπένγιαμιν, αυτός ο «άχρονος τόπος» της τέχνης, όπου συνυπάρχουν τα έργα, δεν καταργεί την μεταξύ τους διαφορά ούτε το βέλος του χρόνου που είναι ενσωματωμένο εντός τους. Η συσσωμάτωση που τυχόν επιτελείται στο συνθεσιακό επίπεδο των κείμενων - αποσπάσματα, μοτίβα, σύμβολα, τόποι, τρόποι και είδη - δεν συνεπάγεται την «ομογενοποίηση» και αυτό γίνεται φανερό στη διαλεκτική σχέση μορφής περιεχομένου. Το αντιθετικό ζεύγος ίδιο/άλλο εξακολουθεί να ενεργεί στο σχεσιακό πλέγμα των κειμένων, και το σημαντικότερο, 'ανοίγεται σ' έναν ορίζοντα πάλης. Έτσι, η όποια επανάληψη ενός αρχετύπου, όπως, π.χ., αυτό της «επανάστασης»,δεν συνεπάγεται την ταυτότητα της επανάληψης με μια προηγούμενη επανάληψη χάρη στη δομή. Αυτό που μένει σταθερό είναι το αρχέτυπο, και η επαναλήψεις που ενεργοποιούνται σε απροσδιόριστες στιγμές του χρόνου γεννούν, χάρη στην ετερογλωσσία τους, το «νέο».
Οι παραπάνω θέσεις, αποτελούν, πιστεύω, βασικό στοιχείο της ερμηνευτικής του Σάββα Μιχαήλ. Έτσι, π.χ., στο δοκίμιο «Πίνδαρος/Πρόσπερος», η ιδρυτική μεταφορά του Πίνδαρου «σκιάς όναρ άνθρωπος» που συναντάμε και στην «Τρικυμία» του Σέξπηρ,- «είμαστε πλασμένοι από την ύλη ονείρων», ενώ ριζώνει και στα δύο κείμενα στο οντολογικό ερώτημα του «Είναι», η απάντηση που δίνεται στο ερώτημα από τους δύο ποιητές αφήνει να φανεί η τομή που χωρίζει τον αρχαίο, από το νέο κόσμο. Σ'ένα βαθύτερο επίπεδο, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Σ.Μ., η τομή αφορά στην εννοιολόγηση του χρόνου που διαμορφώνεται σε κάθε εποχή, όχι μόνο από το καθολικό σχήμα της επιστήμης, αλλά και από τις υλικές συνθήκες παραγωγής της ζωής. Ο Πίνδαρος γράφει στη μεταβατική εποχή, από «την αρχαϊκή κοινωνία των αριστοκρατικών οίκων στην Πόλη-Κράτος», και η αντίληψη του χρόνου στην ποίηση του είναι κυκλική και καταφάσκει στη ζωή. Ο Σέξπηρ, γράφει και αυτός σε μεταβατική εποχή, αυτήν του περάσματος από τη Φεουδαρχία στον Καπιταλισμό, η αντίληψη του χρόνου, ωστόσο, στο έργο του είναι ριζικά διαφορετική: μαρτυρά την αστάθεια, το απρόβλεπτο, το ευμετάβλητο του χρόνου. Το αίσθημα της Mutability , όρος που πρωτοεμφανίζεται στα τέλη του Μεσαίωνα, φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με το φάσμα της φθοράς, και το αίσθημα της «ματαιότητας» στοιχειώνει έργο και ψυχή. «Όπως τα κύματα που σπάν στα κρόκαλα της ακτής, έτσι και οι στιγμές μας σπεύδουν προς το τέλος τους», γράφει ο Σαίξπηρ στο εξηκοστό Σονέτο του.
Εδώ, όμως, σταματώ, γιατί ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση «ερμηνείας». Για μένα, Ο Πρόσπερο, όπως και ο Ιάκωβος ο 1ος, ζει, αυτοεξόριστος στην ουτοπία του απόλυτου μονάρχη, την ψευδαίσθηση της παντοδύναμης εξουσίας του πάνω στη φύση και το χρόνο. Γιατί, αυτό που πάντοτε απουσιάζει από το φαντασιακό της Απόλυτης Μοναρχίας είναι η κοινωνία ως Υποκείμενο . Αυτή η σημαίνουσα έλλειψη καθιστά τον υπήκοο ένα ακόμα αντικείμενο μέσα στα αντικείμενα του κόσμου. Κοντολογίς, ο Σάββας κι εγώ αντικρίζουμε τον «πολιτικό» Σαίξπηρ στο συγκεκριμένο έργο από διαφορετική σκοπιά.
Το χάσμα που άνοιξε ανάμεσα στον Αρχαίο και το Νέο Κόσμο, οδήγησε, όπως διαβάζουμε στο «Η Νύχτα της Δικαιοσύνης ή ο Σικελιανός είναι δικός μας», στην «απομύθευση» του κόσμου, ταυτόχρονα, όμως, δημιούργησε νέες «μυθοποιήσεις». Γιατί, «όταν το σύστημα φτάνει στο απόγειό του κι αρχίζει να δύει στην παρακμή του, τότε συντελείται μια ακόμα βιαιότερη όσο και αντιφατική επιστροφή του Μυθικού». Η επιστροφή του «μυθικού» στους μοντέρνους καιρούς, δεν στιγμάτισε μόνο το πολιτικό αλλά και το αισθητικό πεδίο. Διαπιστώνουμε έτσι τη «Δευτέρα Παρουσία» του Μύθου και την εγκατοίκησή του, μαζί με τους αθάνατους, στην άχρονη επικράτεια της λογοτεχνίας και της τέχνης.
Ο Σικελιανός, όπως άλλωστε και οι Έλιοτ, Πάουντ, Τζόις, μαγεύτηκε με την ανάσταση του αρχαίου Μύθου, τον οποίο έστεψε ηγεμόνα στο πρώιμο έργο του, προσδίδοντάς του όλα τα ανώτερα χαρακτηριστικά της Άρειας φυλής. Ο Ιρλανδός, ήταν ίσως ο μόνος που είδε την επιστροφή του «Σωτήρα» μέσα από μια πολυπρισματική, μετα-κριτική, φορές παρωδιακή και καρναβαλική ματιά, πράγμα που δεν κατάλαβε ο Έλιοτ. Ο Έλληνας, όπως δείχνει ο Μιχαήλ, έχοντας βιώσει την τραυματική τομή, τις ρωγμές της ελληνικής ιστορίας, πόλεμος, αντίσταση, εμφύλιος, και ύστερα από την αποκάλυψη της ναζιστικής θηριωδίας κατά του εβραϊκού λαού, συνειδητοποίησε το επικίνδυνο, ιδεολογικό φορτίο που μπορεί να κουβαλάν οι «μύθοι» το οποίο δεν είναι ποτέ άμοιρο του πολιτικού και του ηθικού.
Την τραυματική αυτή πορεία της συνείδησης και της ποίησης του Άγγελου Σικελιανού, από τη γοητεία του φασισμού στη συστράτευση με τις επαναστατικές δυνάμεις, ερευνά ο Σ.Μ. στο «Η Νύχτα της Δικαιοσύνης, ή ο Σικελιανός είναι Δικός μας». Το δοκίμιο αυτό, ανοίγεται και σε ένα σημαντικό, θεωρητικό θέμα, αφού υποστηρίζει ότι εντός της άχρονης επικράτειας όπου συμβιούν τα λογοτεχνικά κείμενα, οριοθετούνται «τοπικότητες» οι οποίες διατηρούν τα χαρακτηριστικά της διαφοράς τους αφού φέρουν εντός τους τα ιστορικά ίχνη μιας παράδοσης.
Δεν μας πέρνει ο χρόνος για ν'αναφερθούμε έστω και συνοπτικά στον πλούσιο προβληματισμό, και τους νέους ερμηνευτικούς δρόμους που ανοίγουν τα δοκίμια στο Homo Poeticus όπου η ποίηση συνδιαλέγεται με τη φιλοσοφία, τη θεολογία, την επιστήμη, την ιστορία. Αυτό που πρέπει να πούμε είναι ότι παρά τις διαφορές τους, ο Μιχαήλ διακρίνει στα κείμενα που μελετά μια κοινή μέριμνα και ένα κοινό αίσθημα ευθύνης: όλα μορφοποιούν την ιστορική, ανθρώπινη εμπειρία της βίας, της καταστροφής και της απώλειας που επιβάλλει στο συλλογικό υποκείμενο, αλλά και στον μοναχικό, αλλοτριωμένο άνθρωπο, ο αδυσώπητος νόμος του πατρός, ο νόμος της εξουσίας.
Όμως, ο ποιητικός λόγος, δεν αρκείται στην έκφραση του «πάσχειν» και την καταγγελία του Όντος. Μέριμνα και ευθύνη του είναι, ενσαρκώνοντας σε λόγο και εικόνα το Δέον, να δώσει ώθηση στις δυνάμεις του «πράττειν». Αυτή η «ενσάρκωση» αφορά κυρίως στο άφραστο, φαντασιακό περιεχόμενο της συλλογικής επιθυμίας: το βίωμα της υπομονής και της προσμονής, το όνειρο εκπλήρωσης της υπόσχεσης, η απροσδόκητη έλευση της στιγμής της πλήρωσης, η μετατροπή του φαντασιακού αντικειμένου του πόθου για ένα νέο κόσμο σε απτή πραγματικότητα. Έτσι, ο λόγος της ποίησης γίνεται κάθε φορά μια νέα ενσάρκωση του αρχέτυπου της επανάστασης:
3
Εκει μέσα εκατοικούσες,
πικραμένη,εντροπαλή
Κ'ένα στόμα ακαρτερούσες,
ΕΛΑ ΠΑΛΙ να σου πη.
15
Ναι' αλλά τώρα αντιπαλεύει
Κάθε τέκνο σου με ορμή,
Που ακατάπαυστα γυρεύει
Η τη νίκη ή τη θανή.
Λίγα χρόνια πρίν από την εθνική επανάσταση, που λόγο και εικόνα στη μορφή της έδωσαν ο Σολωμός και ο Κάλβος, ο Σέλλευ έδινε λόγο και εικόνα στην ταξική επανάσταση:
92
Σηκωθήτε σαν λιοντάρια
που ξυπνούν με βρυχηθμό
Σε απροσμέτρητο αριθμό
Και τινάξτε τα δεσμά σας,
ρίξτε τα πάνω στη γη
Ωσάν πάχνη που στον ύπνο
σκέπασε την κεφαλή.
Είναι λίγοι - είστε πολλοί.
Στο σημαντικό βιβλίο του Μορφές του Μεσσιανικού ο Σάββας Μιχαήλ αναφέρεται στις «αυτοτελείς στιγμές» των κειμένων που μελετά, οι οποίες «απλώνονται σαν στροφές μιας ανελισσόμενης σπείρας που περιστρέφεται γύρω από αυτό-που δεν-υπάρχει-ακόμα, ένα έλλειμμα, την ιστορική προσδοκία του απροσδόκητου... το άνοιγμα του μεσσιανικού μέσα στον ορίζοντα της ιστορίας», ωστόσο, όχι ως μεταφυσικό αλλά ως πολιτικό χρέος που συμπυκνώνεται στην επαναστατική εικόνα «της επίγειας εφόδου στον ουρανό».
Η εικόνα της «σπείρας» έρχεται να προσφέρει τη θεωρητική, συνεκτική δομή και στο Homo Poeticus . Όπως σημειώνει ο Μιχαήλ στο εισαγωγικό κεφάλαιο «Αδάμ Κάδμον ή ο Κόσμος ως Πρόταγμα», τα δοκίμια, «στο μεγαλύτερο μέρος τους ιχνογραφούν την ανέλιξη μιας σπείρας από την Τουρκοκρατία ως το τέλος της μεταπολίτευσης». Η εικόνα της «σπείρας» ως μεταφοράς του ιστορικού χρόνου προσφέρει, πιστεύω το νήμα για την κατανόηση της ποιητικής του Σάββα Μιχαήλ. Γιατί, τα ορόσημα «Τουρκοκρατία-μεταπολίτευση», μπορεί να δώσουν την εσφαλμένη έντύπωση ότι τα δοκίμια δομούνται πάνω σε μια γραμμική αντίληψη της ιστορίας της ποίησης, η οποία αντανακλά την γραμμική, εξελικτική φορά των γεγονότων της ιστοριογραφίας.
Η «σπείρα» ωστόσο, μας παραπέμπει σε μια ριζικά αντίθετη αντίληψη του χρόνου. Το σταθερό σημείο της σπείρας στην ποιητική του Σάββα Μιχαήλ είναι η επιθυμία για «αυτό-που-δεν-υπάρχει-ακόμα» και γύρω από αυτό το σημείο περιστρέφεται η ελικοειδής, ανοιχτή γραμμή μιας διαρκούς πάλης, μιας διαρκούς επανάστασης για την εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας. Το θεολογικό παράδειγμα του Μεσσιανισμού, μετασχηματίζεται εδώ σε πολιτικό, και το αισθητικό γίνεται η «σημαίνουσα μορφή» του.
Η «σημαίνουσα μορφή» στην τέχνη, όπως σημειώνει ο Μπαχτίν, δεν αγκαλιάζει το κενό, αλλά τη σημασιοδοτική, αυτόνομη επίμονη πρόθεση της ζωής». « Η ζωή δεν βρίσκεται μόνο έξω από την τέχνη, αλλά και μέσα στον εσωτερικό της χώρο, με όλη την πληρότητα του αξιολογικού της βάρους -κοινωνικού, πολιτικού, θεωρητικού, ή άλλου ». «Χωρίς να πάρει κανείς μια στάση αξιολογικής συμμετοχής, δεν μπορεί να παρατηρήσει ένα γεγονός σαν τέτοιο».
Η στάση της «αξιολογικής συμμετοχής» που διακρίνει ο Σάββας Μιχαήλ στην νεοελληνική ποίηση, είναι αυτή που καλεί από τη σιωπή τα ανθρώπινα πάθη, ενσαρκώνει σε λόγο και εικόνα την κατάσταση της αλλοτρίωσης που βιώνει ο νεωτερικός άνθρωπος, δίνει πρόσωπο στα αναίσχυντα παιχνίδια της εξουσίας, και έκφραση στους επαναστατικούς πόθους και τα όνειρα των καταπιεσμένων και αδικημένων. Ο «ακτήμων» Νίκος Καρούζος, «φεύγοντας από κάθε νεκρόκασα ιδιοκτησίας», θέτει το μέγα ερώτημα της επαναστατικής επιθυμίας:
Λέιβα, Λέιβα, είμαστε ακόμα στο Μεγάλο Ποτάμι
Θα βγούμε στην όχθη της Αταξικής;
Και ο Κακναβάτος:
Από έναν Οχτώβρη βορινό και δώθε
Δεν διαβάζονται τα αρχοντολόγια
Μόνον άκου: τα μυδράλια
Κατάγονται από κίνδυνο
Και από κουδουνίστρα επανάστασης
Οιακίζοντας αλφάβητο.
Για τον Μιχαήλ, ο ποιητικός λόγος είναι λόγος «συμπάσχων». Είναι ο βιωματικός, αισθαντικός λόγος μιας δρώσας συνείδησης. Συμπάσχει όχι μόνο με τα ματαιωμένα όνειρα των ανθρώπων της εποχής του, αλλά και με εκείνα των περασμένων γενεών που στοιχειώνουν το παρόν ζητώντας δικαίωση. Η «σπείρα» που διαγράφει η ποίηση είναι η ασυνεχής, ρηγματωμένη ιστορία των ηττημένων, αυτή που αποσιωπάται από το «άλλο» της, δηλαδή, από τη γραμμική, εξελικτική ιστορία των νικητών. Όμως, είναι ταυτόχρονα και η ιστορία που ανοίγεται στο χρόνο της υπόσχεσης απ' όπου αναδύεται το Νέο: «Σε βυθό πέφτει από βυθό, ώσπου δεν ήταν άλλος/Εκείθε εβγήκε ανίκητος», γράφει ο Σολωμός, και ο Σέλλευ, προεικονίζοντας τη μορφές της προσμονής και της ελπίδας του Ερνστ Μπλοχ: «Να ελπίζεις ώσπου η Ελπίδα να δημιουργήσει/Από το δικό της ναυάγιο αυτό που οραματίζεται».
Στις μέρες μας, ορισμένοι, αναφέρονται στη λέξη «ουτοπία» υποτιμητικά. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Οσκαρ Ουάιλντ, «Ένας χάρτης του κόσμου που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει ούτε μια ματιά, αφού αφήνει απέξω τη μόνη χώρα στην οποία η Ανθρωπότης πάντοτε αποβιβάζεται. Κι όταν η Ανθρωπότης αποβιβαστεί εκεί, κοιτάζει πέρα και καθώς βλέπει μια καλλίτερη χώρα ανοίγει πάλι κατάρτια». Αυτός είναι ένας άλλος, πολύ εγγλέζικος τρόπος, για να αποδώσει κανείς το νόημα της «διαρκούς επανάστασης».
Η ποιητική του Σάββα Μιχαήλ, όπως είναι πρόδηλο από τα παραπάνω, ακυρώνει τον εφησυχαστικό ορίζοντα των αναγνωστικών προσδοκιών της επίσημης ιστορίας της λογοτεχνίας. Γιατί η Ιστορία δεν μπορεί να αντιστοιχηθεί με την εύτακτη, τελεολογική αφήγηση του ορθού λόγου. Σε τελευταία ανάλυση, η Ιστορία δεν αφορά στα γεγονότα αλλά στα ανθρώπινα πάθη. Οι ρωγμές και τα χάσματα, τα τραύματα στο σώμα του ιστορικού χρόνου απορρέουν από το γεγονός ότι το Πάθος δεν μπορεί να εισέλθει σε συνταγματική σειρά, δεν μπορεί να ακολουθεί το συνταγματικό ξεδίπλωμα της αφηγηματικής διαδοχής. Το Homo Poeticus είναι ένα θραύσμα αυτής, της ρηγματωμένης ιστορίας του ανθρώπινου Πάθους στον αγώνα του για την καταστροφή του Όντος και την έλευση του Δέοντος.
Μια τελευταία παρατήρηση. Αν μου ζητείτο να προσδιορίσω τον εκφραστικό πυρήνα της ρητορικής το Σάββα Μιχαήλ, θα έλεγα ότι σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα του «επείγοντος» ή αλλιώς, του μεσσιανικού «Σήμερα»! Γι' αυτό φέρει μεγάλη ευθύνη ο Προφήτης Ηλίας, αλλά εδώ αρχίζει μια άλλη ιστορία. Συνακόλουθα, κινητήρια δύναμη του λόγου του είναι το πάθος του Ενθουσιασμού . Ουσιαστικά, ενός πολιτικού Ενθουσιασμού αφού οι ελιγμοί του λόγου του εμπνέονται συχνά από την τακτική του παρτιζάνου: Αιφνιδιασμός, ηρωική υποχώρηση, ανασύνταξη αλαλαγμός και πάλι έφοδος. Ενίοτε, ορμά προς την αναγνώστρια σαν αρχάγγελος κραδαίνοντας τη ρομφαία. Πάντοτε, όμως, καθώς χάνεται μέσα στο ανελισσόμενο cumulus της σπείρας, αφήνει πίσω του ένα δώρο: την ελπίδα.
* Παρουσίαση του βιβλίου του Σάββα Μιχαήλ, Homo Poeticus , Άγρα: Αθήνα, 2006, στις 7 Μαϊου 2007, στο βιβλιοπωλείο Πατάκη.
James Joyce , Ulysses , Penguin : London , 1992, σ.449. Οι μεταφράσεις των ξενόγλωσσων κειμένων είναι δικές μου.
James Joyce, Finnegans Wake , Viking Press: New York , 1955, σ . 298.
William Blake, The Poetical Works , Oxford University Press: Oxford , 1941, σ .378. σ
Αυτόθι , σ .250
Σάββας Μιχαήλ , Homo Poeticus , Άγρα : Αθήνα ,2006, σ .21.
Ικαρος : Αθήνα , 1978, σ .88.
The Works of Oscar Wilde , "The Soul of Man under Socialism", Collins: London ,1948, σ .1039.
Αυτόθι , σ.1037.
Αυτόθι , σ.1019.
Ο.π ., σ.22
Homo Poeticus , σ . 87
Αυτόθι , σ .86
Αυτόθι , σ.90
Αυτόθι, , σσ 42-43
Αυτόθι, 164
Βλέπε : The Masque of Anarchy .
Μορφές του Μεσσιανικού , Άγρα:1999, σ.11.
Homo Poeticus ,σ..15
Μιχαήλ Μπαχτίν, Προβλήματα Λογοτεχνίας και Αισθητικής , μεταφραση: Γιώργος Σπανος, Πλέθρον: Αθήνα, 1980, σ.62
αυτόθι , σ .54 ,58.
Homo Poeticus , σ .305
Αυτόθι , σ .321
Αυτόθι , σ .129.
Βλέπε : Prometheus Unbound .
Οπ.π., σ.1028.