|
|||
|
|||
ΟΜΙΛΙΑ ΤΑΣΟΥ ΓΟΥΔΕΛΗ Μία αξιοσύστατη ποικίλη στοά Εάν κατάλαβα καλά ο Τάκης Σπετσιώτης στο βιβλίο του δηλώνει μόνο δοκιμιογράφος, ποιητής και πεζογράφος. Αυτή, νομίζω, είναι και η έννοια της τριανδρίας, στο βαθμό που εμένα, τουλάχιστον, με ενδιαφέρει. Ο Τάκης Σπετσιώτης αφήνει απέξω από τούτο τον αυτοπροσδιορισμό την ιδιότητα του κινηματογραφιστή, και το συγκεκριμένο γεγονός, αν θέλετε, είναι ένα από τα στοιχεία που ορίζουν αυτή τη συλλογή από την πλευρά του «εργαστηρίου» του συγγραφέα: εννοώ την ψυχολογική, η οποία απετέλεσε σε μεγάλο βαθμό το υπόστρωμα και το κίνητρο για τη δημιουργία της. Δεν είναι βέβαια, το μοναδικό βιβλίο του Σπετσιώτη που γράφτηκε έχοντας πίσω του αυτή την άλλη σκηνή, την περιπέτεια του, δηλαδή, με το σινεμά, στην οποία θα αναφερθώ αμέσως. «Ηπατήθη», αν θέλετε, ο Τάκης, για να παίξω κάπως ελεύθερα, με το περιεχόμενο ενός κειμένου της συλλογής. «Ηπατήθη» από το οποίο κατεστημένο της ελληνικής κινηματογραφίας, όταν αυτό πριν από δέκα τόσα χρόνια, του απέρριψε το σενάριο μιας αυτοβιογραφικής ταινίας του, ενώ ο ίδιος πίστευε ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί πότε κάποιες κομμένες κεφαλές να μην χρηματοδοτήσουν μια αφήγηση που περιλάμβανε ορισμένες σκηνές ομοφυλοφιλίας. Και όμως . Το σοκ και ο ακόλουθος αρνητισμός του Σπετσιώτη όσον αφορά την παρουσία του στον κινηματογραφικό χώρο, αν θέλετε η απολυτότητα του, η απόφαση του να απόσχει από την κινηματογραφική σκηνοθεσία, προδίδει κάτι αξιοπρόσεκτο: πόσο είναι προσδεμένος σε ο,τι κάνει, χωρίς να κατανοεί τον περίγυρο. Εννοώ ότι όπως κάθε έμμονος καλλιτέχνης δεν έχει χρόνο να σκεφτεί την υποδοχή του έργου του γιατί πρωτίστως θέλει αυτό να συνομιλεί σε πρώτο επίπεδο με τον ίδιο και μόνο. Έτσι, ο Σπετσιώτης δεν ήταν σε θέση να καταλάβει ότι ζούσε εντός μιας επιπόλαιης και καθυστερημένης κουλτούρας σαν τη δική μας, στην οποία οι περισσότεροι από αυτούς που την υπηρετούν δεν έχουν δημιουργικές αυτοδεσμεύσεις, δεν έχουν συστροφές, αληθινή σχέση με το αντικείμενό τους διότι πιο πολύ τους ενδιαφέρει το κοινωνικό αντίκρυσμα όσων κάνουν (άλλοι αυτό το λένε εύκολα επικοινωνία) και όχι το ίδιο το έργο τους ως ατομικός καθρέφτης. Ακολούθως ο Σπετσιώτης, ας πούμε τράφηκε από την «δραματική» εξέλιξη της υπόθεσης του στο σινεμά και γι' αυτό αφιερώθηκε στη λογοτεχνία και τη θεατρική σκηνοθεσία. Το λέω αυτό διότι από βιβλίο σε βιβλίο κυκλοφορεί φανερά η υπόρρητα η τραυματική του εμπειρία, την οποία, εκτός των άλλων, είχε την ετοιμότητα να εκμεταλλευθεί γόνιμα. Ουδέν κακόν .. λοιπόν. Θέλω, όμως, να πιστεύω ότι, παρά την αξιοσύστατη πορεία του στα γράμματα, δεν έκλεισε πίσω του την πόρτα όσον αφορά το σινεμά ένας τόσο ταλαντούχος σκηνοθέτης, επειδή κάποιοι ηθικολόγοι, πλειοψηφία των μελών ενός Δ.Σ. φορέα χρηματοδοτήσεων αρνήθηκαν την επιχορήγηση σεναρίου του, έστω τόσο βαρυσήμαντου για τον ίδιο και γενικότερα. Να υπογραμμίσω και κάτι που ελάχιστοι το έχουν υπόψη τους ή το θυμούνται: ότι την περίοδο που κόπηκε το σενάριο του Τάκη ήμουν μέλος εκείνου του επικατάρατου Δ.Σ. και μειοψήφησα, παρότι είχα θερμά, μαζί με κάποιους ακόμα, υποστηρίξει την πρόταση του Σπετσιώτη. Αποτέλεσμα; Να δεχθώ και εγώ τους μύδρους του δικαίως αγανακτισμένου απορριφθέντος φίλου, ο οποίος τις μέρες εκείνες σε νευρική υπερένταση, μου εδήλωσε σε τυχαία συνάντηση μας στο δρόμο ότι θα έπρεπε να είχα παραιτηθεί μετά την απόφαση. Δεν συμφώνησα, χωρίς να ξέρω πια εάν η παραμονή μου στο Κέντρο Κινηματογράφου έβλαψε ή ωφέλησε σε τίποτα τα κινηματογραφικά πράγματα . Εκείνο που ξέρω είναι ότι η αυτοπεριθωριοποίηση του Σπετσιώτη όσον αφορά το σινεμά έβλαψε το τελευταίο πολύ. Ωφέλησε, όμως, τη λογοτεχνία και το θέατρο, αν και αυτές οι ενασχολήσεις θα μπορούσαν να πλαισιώσουν τη σκηνοθετική δραστηριότητα του Σπετσιώτη. Γιατί ο τελευταίος με την ανήσυχη προσωπικότητά του δεν θα άφηνε τα γράμματα και τη σκηνή εκτός πεδίου ενασχόλησης. Τέλος πάντων. Ο Σπετσιώτης από τα πρώτα βήματά του, να θυμίσω, στα πνευματικά πράγματα, συνδύασε τη φιλολογία με την κινούμενη εικόνα. Τονίζω ότι είναι από τους λίγους lettre σκηνοθέτες που διαθέτουμε. Και αυτό σε όσους έχουν οφθαλμούς είναι ευδιάκριτο . Η σκηνοθετική του πορεία στο χώρο της οθόνης, μεγάλης και μικρής, από το 1981 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '90, είχε τη σφραγίδα ενός χαρισματικού κινηματογραφιστή, που με βλέμμα διεισδυτικό, γνώση, προσοχή και ευγένεια, η οποία δεν απέκλειε την τόλμη στο εκφραστικό/μορφικό και νοηματικό επίπεδο, διαχειριζόταν τα θέματά του. Θέματα που είχαν αφετηρία τη λογοτεχνία, τι άλλο; Το παρόν βιβλίο, μαζί με κάποια άλλα ζητήματα που θίγει, αναφέρεται και σε αυτά άμεσα ή πλαγίως. Οι «Τριανδρίες και Σία» χωρίς να χάνουν λογοτεχνική τους αυτονόμηση, αυτά τα θέματα τα φωτίζουν, τα επεξηγουν, ενώ παράλληλα με άλλες εξομολογητικές, αφηγηματικές και δοκιμιακές τους σελίδες συγκροτούν ένα σώμα προτάσεων στις οποίες η αυτοαναφορικότητα δεν κλίνει προς την εξωλογοτεχνική έκφραση. Επίσης οι καθαρά δημιουργικές σε αποζημιώνουν με τη σαφήνεια, τα καθαρά τους περιγράμματα, το γούστο και τη γλωσσική τους δυναμική. Μίλησα για αυτοαναφορά γιατί ο Σπετσιώτης συστηνόμενος σφαιρικά, είχε κατά νου, και το πέτυχε, να δώσει τα διαπιστευτήριά του μέσα από μια «ποικίλη κειμενική στοά», ένα δύσκολο υβριδικό είδος, το οποίο λειτουργεί, εν τέλει, ως ένα self portrait διεκδικώντας έτσι - καθώς οι προβολείς του φωτίζουν το πρόσωπο του συγγραφέα - ένα δυνάμει πλήρες πορτρέτο. Θα πρόσθετα ότι η φύση αυτού του βιβλίου είναι διττή όσον αφορά τη λογοτεχνική, ψυχαναλυτική και ηθική, αν θέλετε υφή των κειμένων που το αρτιώνουν. Εξηγούμαι: από τη μία κρίνεται εν σχέσει προς τη δοκιμιακή, κοινωνιολογική, ποιητική του αξία και από την άλλη για τη βαθύτερη αναλυτική και ιδεολογική του υπόσταση. Ο Σπετσιώτης θέτει εαυτόν ενώπιον του γούστου και των διαφόρων προβληματισμών μας, τόσο εν σχέσει προς τις δυνατότητες της λογοτεχνικής και κοινωνικής του ματιάς όσο και εν σχέσει προς το εξομολογητικό/επιθυμητικό του ήθος. Για αυτό το τελευταίο να διευκρινίσω ότι ο συγγραφέας μας δεν εκτίθεται με την έννοια ότι ζητάει να τον ελέγξει κάποιος για τον ερωτικό του κόσμο, αλλά προχωρώντας αναπτύσσει μια εκ του συστάδην, αξιοσύστατη προβληματική γι' αυτόν, έχοντας συνεχώς το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό των απόψεών του, δηλαδή στην πνευματικότητά τους. Με αυτόν τον άξονα κερδίζει το στοίχημα, όπως το κερδίζει με τα υπόλοιπα κείμενα του μικρού τόμου, που αγγίζουν άλλες περιοχές λόγου και έκφρασης. Τα 19 κείμενα των «Τριανδριών και σία» διακρίνονται για την άνεση, το αίσθημα, τη ψύχραιμη διεμβόλιση θεμάτων της ελληνικής και ξένης κουλτούρας και, όπως είπα, για την προσεκτική διαχείριση κρισίμων θεμάτων, όπως το ερωτικό, σε διάφορα επίπεδα προβληματισμού. Σημείωσα προηγουμένως κάποιες σκέψεις γύρω από την «απολυτότητα» του Σπετσιώτη, η οποία τον οδήγησε (προσωρινά, θέλω να πιστεύω) εκτός κινηματογράφου. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι εμείς ως αναγνώστες εισπράττουμε από το παρόν βιβλίο του ένα αποτέλεσμα που δηλώνει ότι αυτός είναι οχυρωμένος δογματικά πίσω από ιδέες και απόψεις. (Αναφέρομαι στα δοκιμιακά και εξομολογητικά του κείμενα). Διότι οι σελίδες του κρινόμενες σε επίπεδο γλώσσας, πιστεύω ότι κάνουν τη διαφορά. Οι συγκρατημένοι τόνοι ο εκφραστικός έλεγχος που επιβάλλει έναν αποτελεσματικό βηματισμό, αλλά κυρίως, όπως είπα, η κυκλοφορούσα ευγένεια, διαμορφώνει ένα σύνολο διαλεκτικό, διαθέσιμο στον αντίλογο. Μπορεί ο Σπετσιώτης να είναι οργισμένος και δίκαια με αγκυλώσεις της νεοελληνικής πραγματικότητας, με τις κακοπάθειές της. Αλλά με τα μέσα που εγκαλεί όλα αυτά, νιώθεις ότι το διακύβευμα τους είναι η γλώσσα και όχι, αν θέλετε, οι ιδέες. Γιατί ο Σπετσιώτης έχει τις συγγραφικές προϋποθέσεις να υπερασπισθεί σε διάφορα επίπεδα προβληματισμού τις απόψεις του, και διάλεξε αυτόν τον συνθετικό τρόπο για να δοκιμάσει και να δοκιμασθεί. Αν ήθελα να γίνω αυστηρός και αιχμηρός θα παρατηρούσα ότι σε πολλές περιπτώσεις ανάλογα εγχειρήματα οδηγούν σε ένα εξαγόμενο σε στιλ patchwork, σε ένα συμπιληματικό λόγο, σε μια τυχαία δηλαδή συγκέντρωση κειμένων στο ίδιο σώμα. Ορισμένοι συγγραφείς, με άλλα λόγια, ανασύρουν παλιά τους γραπτά, τους κάνουν ένα lifting, γράφουν κάποια καινούργια και εκδίδουν ένα βιβλίο χωρίς εσωτερική ενότητα. Αυτό ισχύει για την καθ' ημάς παραγματικότητα, όχι για το ευρωπαικό, απότερο παρελθόν... Ο Σπετσιώτης υποτιτλίζει το βιβλίο του χρησιμοποιώντας τις λέξεις Ιστορίες-Κείμενα. Τι προσδιορίζουν οι συγκεκριμένες λέξεις; ΜΑ πρόκειται για μια παιγνιώδη ταυτολογία. Διότι όπως ξέρουμε History is a story, και οι περιπέτειες, ας τις πω έτσι, που αφηγείται στα πιο αυτοαναφορικά κομμάτια του όπως είναι το alter ego σε κατάσταση νευρικής κρίσης, ανακομιδή ενός υπομνήματος του 1996 και αυτές ανήκουν κατά κάποιο τρόπο, να μην πω ευθέως, στο χώρο της αφήγησης, αφήστε που με τον τρόπο που είναι διατυπωμένες διεκδικούν λογοτεχνικό πρόσημο. Όσο για τα άλλα κείμενα ανενδοίαστα το σενάριο του πρώτου φιλμ του Σπετσιώτη Στην αναπαυτική μεριά, το οποίο αν θέλετε είναι εφάμιλλο των ωραίων εικόνων εκείνου του έργου: μιας χαμηλόφωνης ελεγείας στην ερωτική/πνευματική σχέση δύο ανδρών, προφανώς διανοουμένων. Ο ιμπρεσιονισμός της γραφής και των δύο κειμένων αφήνει πίσω ανάλογες απόπειρες κατάδειξης του μείζονος μέσα από μία, διυλισμένη από το στοχαστικό βλέμμα, καθημερινότητα. ΟΙ σημειώσεις του Σπετσιώτη για τη δεύτερη ταινία του Μετέωρο και σκιά πάνω στο Λαπαθιώτη, που ήδη έχει πάρει σημαντική θέση στην ελληνική φιλμογραφία, προδίδει εκείνον που αγαπά βαθιά, γνωρίζει και σέβεται το αντικείμενό του. Πιο συγκεκριμένα: που έχει το χάρισμα να παίρνει σωστές αποστάσεις από ένα θέμα, αν θέλετε επικίνδυνα δημαγωγικό ως πρώτη ύλη. Κάποιος άλλος λιγότερο υποψιασμένος μάλλον θα το προσέγγιζε υψηλόφωνα, θα υπερέβαινε το σκάμμα και με διάθεση εντυπωσιασμού. Ο Σπετσιώτης, όμως, έχει καταγράψει εικόνες και λέξεις με σωστές αναπνοές καθώς μιλάει για την τόσο αντιφατική και σύνθετη προσωπικότητα του Λαπαθιώτη, που έδινε την προσωπική του μάχη μέσα από την ιδιόρρυθμη ταυτότητά του, «που προχωρούσε ανοιχτά και μαζί ανάλαφρα στον ηδονισμό» όπως γράφει ο Σπετσιώτης. Ας προσέξουμε μια εξαιρετικά διεισδυτική παρατήρηση που κάνει ο τελευταίος σχετικά με την ποιητική του, δηλαδή σχετικά με το στιλ που πρέπει να υιοθετήσει στην βιογράφησή του Λαπαθιώτη: μιλάει για μια ηθελημένη λιτότητα. Πολύ ωραία φράση . που διακρίνει αν θέλετε γενικά το ύφος του Σπετσιώτη. Ακόμα και στο Καβαφικό διήγημα Εις το φως της ημέρας, που ανήκει στο φανταστικό είδος και έκανε τηλεταινία το 1986 και σε ένα του κείμενο μας κατατοπίζει σχετικά με το έργο, το ιστορικό του φιλμ και τα εκφραστικά του μέσα, ο Σπετσιώτης προκρίνει την πιο επιμελημένα απλή μορφή, κάτι εξαιρετικά δύσκολο, πλην όμως στην περίπτωση του εγχειρήματος, όπως απεδείχθη, υλοποιήσιμου. Θα ήταν τοις πράγμασιν αδύνατον ο Σπετσιώτης, σοβαρός μελετητής και fan του Ροΐδη, να μην χτυπήσει κέντρο στο κομμάτι του Εμμ. Ροΐδης και συντροφιά στο οποίο αναφέρεται στην εμπειρία της θεατρικής διασκευής και σκηνικής πραγμάτωσης του Συριανού συζύγου. Στο μικρό δοκίμιο αυτό για μια ακόμα φορά ο Σπετσιώτης αποδεικνύεται ότι είναι ένας διανοούμενος επινοητικός, μεθοδικός και καθόλου εφησυχασμένος όσον αφορά στην κύκλωση του αντικειμένου του. Το ευτυχισμένο αποτέλεσμα της παράστασης ήταν καρπός (εκτός από ο,τι επέφεραν οι προσπάθειες των άλλων συντελεστών της) κυρίως από την έξοχη διαχείριση του ροiδίου πνεύματος πέραν τω ορίων του Συριανού συζύγου, που μόνο ένας βαθύς γνώστης του θέματος σε ευρύτερη βάση μπορούσε να επιτύχει. Στο Ηπατήθην - Μια κοινωνική μελέτη ο συγγραφέας μας δοκιμάζεται σε αφηγηματικό ύφος πάνω σε ένα θέμα που διασταυρώνει τη σοβαρή κοινωνιολογική ματιά με το γκροτέσκο στοιχείο. Φανερή πρόθεση του Σπετσιώτη είναι να βάλει στη συζήτηση το άμεσο χιούμορ που λειτουργεί ως καταλύτης σε ένα σοβαροφανές πλαίσιο. Για την ευλαβική σχεδόν αναφορά του στη Σωτηρία Μπέλου δεν θα είχα πολλά να πω όσο για το έξοχο αφηγηματικό Στη σκιά του πολλαπλού πατέρα-Ξέφτια, όπου το έκδηλα βιωματικό εναρμονίζεται με μετρονόμο ως προς μια αναπεπταμένη αντίληψη του περιπτωσιολογικού και συναισθηματικού. Ο βίος και η πολιτεία του πατρός Σπετσιώτη εξιστορείται με καλή συνάρθρωση του παραδοσιακού πεζογραφικού λόγου και της πιο σύγχρονης αντίληψης του αντίστοιχου ρεαλιστικού. Τα υπόλοιπα κείμενα τα οποία δεν θέλω να αδικήσω, βραχέα ή εκτενή, που κινούνται στο χώρο του λογοτεχνικού, κινηματογραφικού και κοινωνιολογικού δοκιμίου, μαρτυρούν μια σκέψη που ξέρει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές, τις εικόνες και τους ήχους. Ακόμα και όταν διαφωνεί κανείς με τις κριτικές της καταφάσεις δεν την απορρίπτει γιατί της αναγνωρίζεις ότι έχει περιεργασθεί σχολαστικά το αντικείμενο της και φθάνει στο «δια ταύτα» με όχι τυχαίες προϋποθέσεις. |
|||