Ομιλία του Θεοδόση Πυλαρινού
ΒΑΣΟΣ ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ, Ποιήματα
Διαβάζοντας τη συλλογή του Βάσου Λυσσαρίδη, αν και αποτελεί μικρό απάνθισμα της όλης ποιητικής παραγωγής του, σχηματίζει την εντύπωση κανείς ότι η ποίηση λειτούργησε ως καταφύγιο στις πολλές δύσκολες ώρες του δημιουργού της αλλά και ως αναψυχή στις ευχάριστες στιγμές των νοσταλγικών αναπολήσεών του.
Η παιδεία του, οι εμπειρίες του, η ποικίλη δράση του, οι ανθρώπινες ευαισθησίες, η όλη φιλοσοφία του, που την κρυστάλλωσε μαχόμενος και προβληματιζόμενος, εύλογα τον οδήγησαν στην πυκνή αποτύπωση της σκέψης, όπως ξέρει να την γονιμοποιεί ο μεστός ποιητικός λόγος, με την πολυσήμαντη κρυπτικότητα, τη λεπτή υπαινικτικότητα, την πικρή ειρωνεία και την ευέλικτη μεταφορά.
Το συσσωρευμένο φορτίο του, λοιπόν, από εύφλεκτο και εύθραυστο υλικό, το εμπιστεύτηκε στην ποίηση ο Βάσος Λυσσαρίδης, και με ιδιαίτερη διακριτικότητα εκμυστηρεύτηκε όσα άρρητα και τιμαλφή μόνο ο στίχος μπορεί να σεβαστεί και να αναδείξει, χωρίς να τα ευτελίσει.
Η ποίησή του αποτυπώνει χαρακτηριστικά, άλλοτε εν παραβολαίς και άλλοτε κυριολεκτικά, μία άκρως συνεπή και έντιμη στάση ζωής, που πέρασε εγκαυστικά από πάνω της η διάψευση, η αγνωμοσύνη, ο πόνος, η προδοσία∙ τραυματικά φαινόμενα που, παρά ταύτα, δεν επηρέασαν την ανθρωπιά του, η οποία, αντίθετα, λειτούργησε αγαπητικά «περιμένοντας τους βαρβάρους», τους κάθε λογής βαρβάρους, «που χωρίς αυτούς δεν μπορούμε να ζήσουμε, γιατί είναι μια κάποια λύση», κατά τον Αλεξανδρινό ποιητή, σε στιγμές μάλιστα που η αμεριμνησία και η αβελτηρία των συνανθρώπων του καταδικάζει τον έμφροντι και αγωνιώντα ποιητή να υποστεί μαζί τους, μάρτυρας και υπηρέτης του λαού του, την επιδρομή τους.
Οι στίχοι του δείχνουν ανάγλυφα την τραγικότητα του ανθρώπου που προνοεί και διαψεύδεται, που αγωνίζεται και ηττάται, που αγαπά και τον ποτίζουν χολή, που διαβλέπει τους ελλοχεύοντες κοινωνικούς, πολιτικούς και εθνικούς κινδύνους, και εξακολουθεί να μάχεται, αν και γνωρίζει ότι δεν θα αλλάξει εύκολα τη ροή των πραγμάτων.
Στον ποιητικό απολογισμό του είναι ακόμη εμφανείς η εξομολόγηση, η διαμαρτυρία, η καταγγελία, συνοδευόμενες από τη συγγνωμονικότητα, αφού έχει συνειδητοποιήσει ότι η φύση του ανθρώπου είναι επιρρεπής στη λήθη, στην ευκολία, στον εφησυχασμό∙ παράλληλα, λάτρης του επαίνου του δήμου, βλέπει με πατρική συγκατάβαση τις παρασπονδίες και τα λάθη των πολλών, των κατά την άποψή του προδομένων. Εξάλλου, ο Βάσος Λυσσαρίδης έχει μυηθεί προ πολλού να αναζητεί την αλήθεια βιωματικά, μέσα από το πάθημα και το πάθος, αφού γνωρίζει ότι η αληθινή ζωή αποτελεί μαρτυρία πίστης και συνάμα μαρτύριο, ότι κάθε πράξη καθοσιώνεται, αν καταφέρνει να μένει αλώβητος ο δημιουργός της. Γνωρίζει, ακόμη, ότι πρώτα απ’ όλα πρέπει να ξεπεράσει ο φιλόσοφος πολιτικός άνδρας τις μικροπρέπειες και τη φιλαυτία∙ ότι έχει, ούτως ή άλλως, να αντιπαλαίσει με το ψεύδος και τους εκπορνευτές των ιδεών.
Αλλού πάλι έχει την αίσθηση ο αναγνώστης ότι οι στίχοι του αποτελούν ένα είδος κατάθεσης, ότι εγγράφει υποθήκες∙ ότι εκπέμπει σήματα κινδύνου, μόνος και ξένος εν μέσω του πλήθους, εν πλήρει συνειδήσει πάντως της τραγικής αδυναμίας του να βγει έξω από τα τείχη που τον έχουν κλείσει. Εν τούτοις, δεν απεμπολεί τις δυνατότητες που προσφέρει η ζωή και προσπαθεί με αυτές να κολάσει τις δυσκολίες και να ξεπεράσει τα αδιέξοδα.
Απροκάλυπτος γίνεται ο λόγος του όταν αναφέρεται στην πεφιλημένη πατρίδα. Η ποίησή του πολιτική με την ευρεία έννοια του όρου, στο ζήτημα της Κύπρου γίνεται καταγγελτική με ιδιότυπη, θα έλεγα, ταπεινότητα, μια και το ζήτημα αυτό είναι ιερό και αδιαπραγμάτευτη η εθνική υπόσταση του νησιού του.
Η αδικία αποτελεί το κρίσιμο ζήτημα για τον Βάσο Λυσσαρίδη. Και στην περίπτωση αυτή, έχοντας ζήσει την αδικία ποικιλόμορφα, δεν παρεκτρέπεται, υπομένει και εκλύει με τον λόγο και το παράδειγμά του αξιοπρέπεια και, κυρίως, πίστη και ελπίδα. Γιατί αυτό χαρακτηρίζει το όλο ήθος του, να εκλύει δηλαδή ο λόγος του αξιοπρέπεια και υπομονή σε χώρους εκπορνευμένους και πωρωμένους, να ευαγγελίζεται την αναγέννηση σε στιγμές παρακμής και να προοιωνίζεται το μέλλον αίσιο, όταν τα πάντα μαρτυρούν περί του αντιθέτου. Και αυτά, χωρίς να θυσιάζει τα ανθώπινα στοιχεία στο υπεράνθρωπο και το υπερφυσικό.
Πρέπει να επισημάνουμε ακόμη ότι η ποίησή του είναι βαθιά βιωματική και κρυπτικά αυτοβιογραφική. Διαθέτει όμως την ικανότητα να απορροφά το επικαιρικό και να μεταπλάθει το καθημερινό και το γεγονοτολογικό στοιχείο, από τα οποία αφορμάται η έμπνευσή του, σε πανανθρώπινο μήνυμα και διαχρονικό προβληματισμό. Γιατί έχει συλλάβει προφανώς ότι το νόημα του βίου είναι η προσφορά στον άνθρωπο και τον συνάνθρωπο και όχι η είσπραξη του τιμήματος της εργώδους προσπάθειάς του. Και έχει κατανοήσει ότι «πεθαίνουν μόνο όσοι γονατισμένοι αποδέχθηκαν το τέλος», γι’ αυτόκαι προσπαθεί να δείξει ότι η ζωή αποτελεί συνεχές αγωνιστικό στάδιο, όπου διεξάγονται αψιμαχίες σκληρές και συνεχείς σε χώρους μη ευδιάκριτους στους πολλούς. «Υπάρχουν», για να επικαλεστώ τα λόγια του ίδιου του ποιητή, «μαρμαρένια αλώνια πουδεν φαίνονται. Υπάρχουν ικριώματα αόρατα μα το ίδιο οδυνηρά».
Προμηθεϊκά αντιφατικός, όπως κάθε γνήσιος άνθρωπος, αξεδίψαστος λάτρης της ζωής, ο Βάσος Λυσσαρίδης (λίγους στίχους του θα παραθέσω από το ποίημά του «Ο απολογισμός» και θα κλείσω) αποθεώνει αυτό ακριβώς το απρόβλεπτο και παράδοξο της ζωής, ποθώντας να δοκιμάσει ό,τι δεν μπόρεσε ή δεν τόλμησε ή ανέστειλε ή δεν πρόλαβε να απολαύση:
Πολύ την καθυστέρησα την καταμέτρηση
γιόμισα τη ζωή με να και πρέπει
όσο που έμαθα να περπατώ και τέλειωσε ο δρόμος
καμπύλες που δε χάιδεψα χαράδρες που δεν είδα
τώρα ρωτάω γιατί να είχα τα γιατί
και τα στερνά γιατί, σαράκι για όσα ανέγγιχτα
προτίμησα να αφήσω.
Θεοδόσης Πυλαρινός
|