events image  
Επικοινωνία



invitation front
invitation back
 
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟY
ΑΡΧΕΙΟ


Γεράσιμος Βώκος, Επιφυλλίδες: Πολιτική και Φιλοσοφία, Αθήνα: Άγρα, 2011.
ΕΣΗΕΑ
14/11/2011
Κυρίες και κύριοι,
Ο Γεράσιμος Βώκος είναι φίλος μου. Κατά συνέπεια, μπορώ να μιλήσω για το βιβλίο του αντικειμενικά, μετά λόγου γνώσεως. Κι αυτό θα κάνω. Και παρακαλώ έτσι να μ’ ακούσετε. Ας μου επιτραπεί να προσποιηθώ ότι μιλάω χωρίς συγκίνηση.

Επιφυλλίδες

Επιφυλλίδες. Πολιτική, Φιλοσοφία. Τρεις λέξεις. Ο υπότιτλος ορίζει τη θεματολογία των κειμένων, ο τίτλος το είδος των κειμένων.
Αρχίζω λοιπόν από τον τίτλο: τι είδους κείμενα είναι αυτά;
Πρόκειται για 52 επιφυλλίδες δημοσιευμένες στο «Κυριακάτικο Βήμα» από 29/8/1993 (η παλαιότερη) μέχρι και 26/1/2003. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα υπάρξει και δεύτερος τόμος με επιλογή από τις πιο πρόσφατες επιφυλλίδες.
Επιφυλλίδες, δηλαδή δημοσιογραφικά κείμενα επιχειρηματολογίας και γνώμης. Τέτοια κείμενα πρέπει να έχουν, χωρίς να επιδεικνύουν, πολλές αζήτητες αρετές για να επιζήσουν της παράδοξης συνθήκης γραφής τους: Ως δημοσιογραφικά κείμενα, οι επιφυλλίδες είναι κείμενα περιστασιακά· χρειάζονται την επικαιρότητα για να διαβαστούν, που όμως είναι και ο λόγος να μη διαβάζονται πια. Αλλά ως κείμενα επιχειρηματολογίας και γνώμης, οι επιφυλλίδες είναι κείμενα ανεπίκαιρα· επικαλούνται, ή προϋποθέτουν, αρχές, επιχειρήματα, αναλογίες που δεν ανήκουν αποκλειστικά σε μία περίσταση.
Οι αφορμές των επιφυλλίδων του Βώκου (αυτών· επίσης πολλών από τις αθησαύριστες) σπάνια είναι άμεσες, σπάνια θεματοποιούνται. Ίσως μόνο «Ο θίασος των ισχυρών και ο θρίαμβος του θανάτου» (σ. 58-61), επιφυλλίδα δημοσιευμένη τον Απρίλιο του 1999, να μιλά ευθέως για μία περίσταση: τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Αναφορές βέβαια έχουμε αρκετές: στη διάσκεψη της Γένοβας και στις διαδηλώσεις εναντίον της παγκοσμιοποίησης («Το πλοίο των τρελών», σ. 91-93), στη συνεδρίαση των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Μπουένος Άιρες (σ. 53· εύχεται «την επόμενη φορά, με το καλό, [να συνεδριάσουν στη] σελήνη»), στα «πρόσφατα κοινωνικά γεγονότα στη Γαλλία» (η σχετική επιφυλλίδα, «Δύσκολα προβλήματα και απλές λύσεις», σ. 174-177, δημοσιεύτηκε 6/1/1996). Αναφορές· δεν είναι αυτά τα θέματα των επιφυλλίδων.
Άλλες φορές, περισσότερες, η αφορμή είναι έμμεση, μόλις διακριτή: στο «Δεν ξέρω, Κάτια, δεν ξέρω!» (σ. 78-81), αφορμή είναι, ας πούμε, η περιοδικά διογκούμενη, και πάντοτε προσποιητή, απορία: «επιτέλους, γιατί δεν μιλούν οι διανοούμενοι;» (δηλαδή, «γιατί δεν λένε οι διανοούμενοι αυτά που θέλουμε να λένε;»), ενώ, όταν μιλούν, η συνήθης αντίδραση είναι: «τώρα, γιατί δεν κάθονται στ’ αβγά τους;», δηλαδή στο περιχαρακωμένο πεδίο της ειδικότητάς τους.
Υπάρχουν τέλος και τα κείμενα χωρίς αφορμή – χωρίς προφανή αφορμή, δηλαδή. Λ.χ., Η «Ιστορία χωρίς τέλος» (σ. 197-199) μας παρουσιάζει ένα έγγραφο του 1775 στα αρχεία της παρισινής αστυνομίας, με το οποίο ένας σύζυγος καταγγέλλει τη γυναίκα του για εγκατάλειψη στέγης, όταν αυτή παρασύρεται από τις διασκεδάσεις και την κοσμική ζωή! Τέλος· αυτό είναι όλο. Η επιφυλλίδα θα μπορούσε να είναι εξίσου μία άσκηση στην ιστοριογραφία των annales και ένα διήγημα στο ύφος του Δανιήλ Χαρμς.
Κείμενα χωρίς ή με ελάχιστη αφορμή, αλλά όχι ανεπίκαιρα. Ο περιορισμός, η μετάθεση, η αποσιώπηση της αφορμής δίνει στα κείμενα αυτά ευρύτητα αναφοράς. Ας διαβάσουμε, λ.χ., την επιφυλλίδα «Ο χρυσός, η λάσπη και το αίμα» (σ. 62-64). Σ’ αυτήν ο Βώκος διαβάζει Μαρξ, την Πάλη των τάξεων στη Γαλλία – παρεμπιπτόντως, δημοσιογραφικά κείμενα είναι κι αυτά, του 1850. Ο Μαρξ μιλάει για τη χρηματιστική αριστοκρατία, για την πολιτική των δανείων, τη λεηλασία του κράτους, όλα αυτά δηλαδή που μας καίνε σήμερα.
Τα κείμενα του Βώκου, όπως όλες οι επιφυλλίδες, είναι κείμενα αυτόνομα, διαβάζονται μόνα τους, και σπανίως δημοσιεύονται σε συνέχειες, με εξαίρεση δύο τριάδες:
α. «Το χιούμορ του Χιουμ», «Λειτουργήματα και αξιώματα», «Ελευθερία και μισαλλοδοξία» (σ. 118-129) και
β. «Η μεταφυσική και η θάλασσα» (σ. 150-161),
και τρεις δυάδες:
α. «Ο Μαύρος Κώδικας» «Ο Μαύρος Κώδικας και η θεωρία» (σ. 162-169),
β. «Κράτος και φόβος», «Κράτος και θάνατος» (σ. 178-187) και
γ. «Οι τιμωρίες της Ευρώπης» και «Το πανωφόρι του θορύβου» (σ. 191-196· η τελευταία δυάδα για έργα του Πωλ Βαλερύ).
Αν και αυτόνομες, πολλές επιφυλλίδες πιάνουν νήματα που οδηγούν –από πολύ νωρίς– ή θα οδηγήσουν –σύντομα ελπίζω–  σε άλλα, συνθετικά έργα του Γεράσιμου Βώκου. Σημειώνω πως ούτε μία από τις επιφυλλίδες αυτές δεν παραπέμπει σε δουλειά του ήδη δημοσιευμένη αλλού (στην αυτολογοκλοπή, να ξέρετε, καταφεύγουν όσοι ξεμένουν από θέματα). Και ίσως κάποιες απ’ τις επιφυλλίδες του ν’ αποτελούν δοκιμές για δύο βιβλία που ξέρω ότι ετοιμάζει ο Γεράσιμος Βώκος. Στο «Η μεταφυσική και η θάλασσα», λ.χ., μια σειρά τριών επιφυλλίδων για την ιστορία της φιλοσοφίας και τη διδασκαλία της, διαβάζω ιδέες για το βιβλίο του Το νησί. Σε επιφυλλίδες όπως το «Άσυλο ανιάτων» (σ. 25-28), «Ο γιατρός και ο τρελός» (σ. 203-205), αλλά κυρίως στην πιο πρόσφατη, ελευθερόστομη επιφυλλιδογραφία του, όπου γράφει με το φλέγμα ενός Τζόναθαν Σουίφτ, νομίζω ότι δοκιμάζει ιδέες για το βιβλίο του Οι μικροί τρελοί.
Τέλος, ο αναγνώστης ας έχει υπόψη του, γενικότερα, ότι είναι πολλές δεκάδες οι επιφυλλίδες, κάθε είδους και θεματολογίας, της ίδιας περιόδου ή μεταγενέστερες, που δεν έχουν περιληφθεί σ’ αυτόν τον τόμο.
Μια κουβέντα μόνο περί ύφους: Οι επιφυλλίδες αυτές είναι, ως ένα βαθμό, και δοκιμές ύφους. Θα έλεγα, με κίνδυνο να θεωρηθώ υπερβολικός, λογοτεχνικού ύφους. Και είναι γνωστό, ότι για πολλούς συγγραφείς και λογίους η επιφυλλιδογραφία αποτέλεσε άσκηση ύφους προς άλλα, μεγαλύτερα έργα· δηλαδή, για όσους συγγραφείς έχουν να παραδώσουν μεγαλύτερα έργα.

Πολιτική και φιλοσοφία

Περνάω τώρα στον υπότιτλο. Η θεματολογία των επιφυλλίδων καθορίζεται από τις δύο λέξεις, πολιτική και φιλοσοφία.
Η σειρά και η σύμπλεξή τους δεν είναι τυχαία. Η επιφυλλιδογραφία, πιστεύω, επιτρέπει στον Γεράσιμο Βώκο όχι μόνο να κάνει ιστορία της φιλοσοφίας και φιλοσοφία της πολιτικής (όπως σε πολλά μη δημοσιογραφικά, ακαδημαϊκά κείμενά του)· του επιτρέπει επίσης να κάνει πολιτική – πολιτική μέσω της φιλοσοφίας· ακριβέστερα, μέσω της διδασκαλίας της φιλοσοφίας. Η διδασκαλία είναι για τον Βώκο πράξη πολιτική, παρέμβαση που σχολιάζει, εξηγεί, διαφωτίζει, προβάλλει όψεις της πολιτικής πραγματικότητας που μας διαφεύγουν. Ο Γεράσιμος Βώκος, όπως στο αμφιθέατρο, είναι και στις επιφυλλίδες του χαρισματικός δάσκαλος. Και με ποιον άλλον τρόπο, παρακαλώ, θα μπορούσε κανείς να διδάξει φιλοσοφία της πολιτικής, αν όχι δείχνοντας πώς και γιατί η πολιτική μας αφορά.
Έτσι, οι μηχανισμοί επιβολής του φόβου (Σπινόζα) ή τα νήματα της φαντασίας (Πασκάλ) είναι έννοιες που ο Γεράσιμος Βώκος αντλεί από αγαπημένους του φιλοσόφους για να μας δείξει, εδώ, τώρα, στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα, αυτήν δηλαδή που αντιλαμβανόμαστε λιγότερο, διότι ζούμε σ’ αυτήν – να μας δείξει «αυτόν τον τερατώδη ιστό των αμοιβαίων υπηρεσιών που ονομάζουμε πολιτική» (σ. 105). Φιλοσοφία, που διδάσκεται με δόσεις, σε επιφυλλίδες, δηλαδή σε κείμενα επίκαιρα και ανεπίκαιρα, κείμενα που παρέρχονται - αναρωτιέστε πόσο επίκαιρη μπορεί να είναι; Θα αρκεστώ να σας διαβάσω έναν ορισμό της πολιτικής, του ίδιου του Βώκου (δεν είναι από τις επιφυλλίδες του· στο YouTube τον βρήκα). Είναι, νομίζω, μέτρο της επιτυχίας του ορισμού η αμεσότητα της εφαρμογής, του και ο ορισμός αυτός, ελπίζω να συμφωνήσετε, ταιριάζει απόλυτα στην τρέχουσα επικαιρότητα. Διαβάζω:
Πολιτική. Τόπος, στον οποίο συνυπάρχουν αφενός η ορατή, διά γυμνού οφθαλμού αγριότητα και αφετέρου η προσπάθεια εξωραϊσμού της, η οποία συνήθως παίρνει τη μορφή της συναίνεσης.
Και αφού, από την περασμένη βδομάδα περάσαμε κιόλας στην εποχή της συναίνεσης, θα σας διαβάσω, από το βιβλίο τώρα, κι αυτές τις δύο γραμμές, ακόμη πιο επίκαιρες:
οι περίοδοι που αδιαφορούν περισσότερο για τη λαϊκή συναίνεση είναι ακριβώς οι περίοδοι στις οποίες θεμελιώνεται μια καινούργια εξουσία («Το χιούμορ του Χιουμ», σ. 121).
Αν η πολιτική είναι τόπος, οι φιλόσοφοι, οι λογοτέχνες, τα «ιστορικά πρόσωπα» για τα οποία γράφει ο Βώκος, εγώ, εσείς, εμείς συναντιόμαστε σ’ αυτόν. Αλλά πού ακριβώς;
Συναντιόμαστε όλοι στην ιστορία, σ’ αυτή τη συζήτηση μεταξύ κράτους και θανάτου – έτσι ορίζεται η ιστορία από τον Βώκο (σ. 187).
Στριμωχνόμαστε επίσης σ’ εκείνο τον χώρο όπου οι πράξεις του καθενός αποκτούν συνέπειες για όλους τους άλλους. Αυτός ο τόπος συνάντησής μας ονομάζεται, αν δεν κάνω λάθος, ηθική. Εδώ, λέει ο Βώκος, χρειάζεται προσοχή. Η ηθική συχνά μπερδεύεται με την ηθικολογία. Η σκοπιά του Βώκου δεν είναι ούτε ηθική ούτε, πολύ περισσότερο, ηθικολογική. Η ματιά του είναι αυτή της ηθολογίας, εκείνης δηλαδή της αμερόληπτης –στο μέτρο του δυνατού– παρατήρησης των ανθρώπινων πράξεων  που απεχθάνεται την ηθικολογία και δυσπιστεί απέναντι στην ηθική, διότι την ενδιαφέρει να δει, να καταλάβει, να περιγράψει – όχι  να προγράψει. Η ηθική και η ηθικολογία είναι τα πρώτα αντικείμενα της ηθολογίας.
Οι επιφυλλίδες του Γεράσιμου Βώκου δημοσιεύονται σε μια εποχή που περισσεύει η ηθικολογία. «Σε μια τέτοια εποχή, όχι ακριβώς αμφισβήτησης αλλά κρίσης των αξιών, όπως θα λέγαμε σήμερα, εμφανίστηκαν άνθρωποι που κατάλαβαν ότι οι αξίες καθαυτές μπορεί να γίνουν αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας» («Η απάτη της τέχνης και το ήθος του συγγραφέα», σ. 35· ο Μπαλζάκ είναι η αφορμή για τα λόγια αυτά). Ο Βώκος παρατηρεί «τους υψηλούς βαθμούς ανάπτυξης της ηθικολογίας» (σ. 36), τις «σοβαροφανείς αναφορές στην αξιοκρατία [που] όλο και πυκνώνουν», (σ. 73), την «ηθική [να] αναπαύεται στην κοινοτοπία της κατήχησης» («Ηθολογία και κατήχηση», σ. 82). Σημειώνει σε μια νεότερη επιφυλλίδα του: «κάθε φορά που ένας πολιτικός καταφέρνει να γίνει πρωθυπουργός ή κάπως αρχηγός μετουσιώνεται σε φλύαρο αρχάγγελο της ηθικής» («Σανιδισμός και δικαιοσύνη», 3/8/2008). Όπως και οι ηθολόγοι (Μονταίν, Πασκάλ, Λα Ροσφουκώ, Λα Μπρυγιέρ), τους οποίους γνωρίζει καλά, ο Γεράσιμος Βώκος στρέφει τα βέλη του, «μετρώντας την απόσταση που χωρίζει τις λέξεις από τα πράγματα, εναντίον όλων όσοι θεωρούν εαυτούς κήρυκες της αρετής» («Ηθολογία και κατήχηση», σ. 84).
Ο Γεράσιμος Βώκος είναι μανιώδης αναγνώστης. Επειδή είμαι κι εγώ, αυτό δεν μ’ εντυπωσιάζει ιδιαίτερα. Αντιθέτως, με εντυπωσίαζε πάντα πόσο προσεκτικός, πόσο διεισδυτικός αναγνώστης είναι. Μ’ εντυπωσίαζε επίσης η ικανότητά του να μιλάει για κείμενα που δεν τα έχει μπροστά του, από μνήμης.
Στις επιφυλλίδες αυτές, εκτός βέβαια από τον Σπινόζα και τον Πασκάλ, εκτός από τον Καντ, τον Καρτέσιο, τον Χιουμ και τον Χομπς, ο Γεράσιμος Βώκος διαβάζει Σοπενάουερ, Νίτσε, Φουκώ, Μακιαβέλλι, Μοντεσκιέ, Τοκβίλ, Μαρξ ... Μας διαβάζει επίσης –όπως είναι προτιμότερο να λέμε για λογοτεχνικά κείμενα– Μπαλζάκ, Αντρέ Ζιντ, Ουγκώ, Τσέχοφ, Τολστόι, Βαλερύ, Σουίφτ – Αντρέα Φραγκιά. Γράφει για ιστορικά πρόσωπα, τον Γαβριήλ de la Reynie, αρχηγό της πρώτης οργανωμένης αστυνομικής υπηρεσίας, της Αστυνομίας του Παρισιού, και για πρόσωπα φανταστικά, τον Νικολάι Στεπάνοβιτς, τον γερασμένο, μοναχικό, κουρασμένο «καθηγητή πανεπιστημίου, με πραγματικό έργο, αναγνωρισμένο στην πατρίδα του και στο εξωτερικό», ήρωα του Τσέχοφ.
Πώς διαβάζει ο Βώκος; Δηλαδή, πώς μας μαθαίνει να διαβάζουμε; Μας μαθαίνει να διαβάζουμε αργά. Πιστά. Συχνά αρκεί να παραθέσουμε τα ίδια τα λόγια ενός συγγραφέα (όπως στα «Όταν η ισχύς διώκει τη δικαιοσύνη», σ. 54-57, παράθεμα από Πασκάλ·  «Ο χρυσός, η λάσπη και το αίμα», σ. 62-65, παράθεμα από Μαρξ· κ.α.) Αρκεί να διαβάσουμε μεγαλόφωνα, δηλ. μεγαλόθυμα. Η ανάγνωση επίσης πρέπει να είναι θερμή, έτσι ώστε να μας αφορά αυτό που διαβάζουμε.
Με τον Γεράσιμο Βώκο έχουμε μοιραστεί το ίδιο γραφείο. Τον έχω παρακολουθήσει να προετοιμάζει τα μαθήματά του ώρες ολόκληρες, να γεμίζει με σημειώσεις δεκάδες σελίδες, γράφοντας προσεκτικά με την πένα του πατέρα του. Και στο τέλος να φεύγει βιαστικά για το μάθημα, παίρνοντας μαζί του ένα απόσπασμα λίγων σειρών από το έργο ενός φιλοσόφου· όλα τ’ άλλα τ’ άφηνε πίσω. Αυτό το ένα απόσπασμα αρκούσε.
Η δική μου ανάγνωση ήταν πάντα εσωτερική. Θα σας διαβάσω πάντως δύο αποσπάσματα από τις επιφυλλίδες του Βώκου. Το πρώτο είναι από το «Δεν ξέρω, Κάτια, δεν ξέρω!» (σ. 80). Η ηρωίδα του Τσέχοφ, η Κάτια, νεαρή γυναίκα, ζητάει τη συμβουλή του θετού της πατέρα Νικολάι Στεπάνοβιτς. Μεταφράζει –και διαβάζει– ο Γεράσιμος Βώκος:
«Δεν μπορώ να ζήσω άλλο έτσι, δεν το αντέχω· πείτε μου τώρα αμέσως τι πρέπει να κάνω. Είσαστε έξυπνος, μορφωμένος, σοφός· έχετε μεγάλη πείρα στη ζωή, είσαστε καθηγητής Πανεπιστημίου. Σας νιώθω σαν πατέρα μου, είσαστε ο μοναδικός μου φίλος: πείτε μου τι πρέπει να κάνω». Κι ο γερασμένος άνθρωπος, που μόλις μπορεί να σταθεί όρθιος από την κούραση, αναστατωμένος από τον σπαραγμό της κοπέλας και ανήμπορος μπροστά στην απελπισία της, απαντά: «Ειλικρινά δεν ξέρω, Κάτια, δεν ξέρω».
Προφανώς ο Νικολάι Στεπάνοβιτς είναι ο μόνος που δεν ξέρει. Γιατί όλοι οι άλλοι ξέρουν. Αρκεί να παρακολουθήσει κάποιος τους πολιτικούς, για παράδειγμα, και θα διαπιστώσει ότι τα ξέρουν όλα …
Και συνεχίζει ο Βώκος. Αλλά μπορούμε  να συνεχίσουμε εμείς. Κι οι πανεπιστημιακοί δεν τα ξέρουν όλα; Κι οι τεχνοκράτες; Κι οι δημοσιογράφοι δεν τα ξέρουν όλα; Κι ο επιβάτης λεωφορείου, αν τον ρωτήσετε;
Το δεύτερο απόσπασμα από τις επιφυλλίδες του Βώκου μιλάει γι’ αγαπημένο του πρόσωπο. Είναι από αυτά τα κείμενα με τα οποία ένας συγγραφέας τιμά τους νεκρούς του. Προσέξτε πώς καθυστερεί η ανάγνωση:
Υπάρχουν ορισμένοι που έχουν εξασφαλίσει, εκόντες άκοντες, ένα είδος ελεύθερης κυκλοφορίας που τους επιτρέπει να πάνε παντού, να ρωτήσουν τα πάντα και να απαιτήσουν απαντήσεις. Ακόμη περισσότερο, χλευάζουν όταν οι απαντήσεις τούς φαίνονται πρόχειρες, θυμώνουν όταν τις αισθάνονται βολικές και –ανυπόφορο αυτό– σκύβουν το κεφάλι σιωπηλοί όταν τις κρίνουν κίβδηλες. Ένας απ' αυτούς είναι για μένα ο Αντρέας Φραγκιάς (σ. 100).
Και για μένα ο Γεράσιμος Βώκος.
Κυρίες και κύριοι,
Εφημερίδες διάβαζα πάντα για τις στήλες βιβλίου και για τις επιφυλλίδες δυο-τριών ανθρώπων, που με τον καιρό έγιναν φίλοι μου. Ο Γεράσιμος Βώκος είναι ένας από αυτούς, είναι δηλαδή ένας απ’ τους λόγους που εξακολουθώ να διαβάζω εφημερίδα.
Νιώθω ωφελημένος, και το κέρδος μου δεν το αισθάνομαι μικρό. Πασκάλ και Σπινόζα, αν υποτεθεί ότι κάτι ξέρω, ο Γεράσιμος Βώκος μου δίδαξε. Τους Παραχαράκτες του Αντρέ Ζιντ, τη «Βαρετή ιστορία» του Τσέχοφ, τη Γλώσσα του τρίτου Ράιχ του Βίκτωρ Κλέμπερερ τα ανακάλυψα από τις επιφυλλίδες του. Τα συστήνω τώρα κι εγώ στους φοιτητές και στις φοιτήτριές μου. Κυρίως, νιώθω ωφελημένος γιατί πολλές Κυριακές αισθάνθηκα ότι σ’ αυτήν την παράνοια που λέγεται ευφημιστικώς «ελληνική δημόσια σφαίρα» υπάρχει κάποιος ο οποίος μπορεί νηφάλια να με καθοδηγήσει και στον οποίο μπορώ να διατυπώσω απορίες. Καμιά φορά η πιο αποκαλυπτική απάντησή του είναι: «Δεν καταλαβαίνω τίποτα!»
Τέτοιο όφελος είχα από το βιβλίο, δηλαδή από τις επιφυλλίδες του Βώκου. Δεν το θεωρώ μικρό και μακάρι άλλοι να έχουν άλλο, μεγαλύτερο.
Σας ευχαριστώ,
Σπύρος Α. Μοσχονάς


Γιάννης Σταυρακάκης

Βιβλιοκρισία, για το βιβλίο: Γεράσιμος Βώκος, Επιφυλλίδες: Πολιτική και Φιλοσοφία, Αθήνα: Άγρα, 2011.

Ο Γεράσιμος Βώκος είναι συνάδελφος μου στο πανεπιστήμιο, και μάλιστα όχι μόνο συνάδελφος μου, είναι και – με μια έννοια – προϊστάμενός μου. Ίσως μάλιστα αυτό να με εκθέτει στα μάτια μερικών από εσάς: δεν αποτελεί σύμπτωμα ενός διεφθαρμένου/διαπλεκόμενου/διαβλητού κλπ. κλπ. πανεπιστημίου; Ποιός ξέρει τι λιβάνισμα θα αισθανθώ υποχρεωμένος να κάνω στον πρόεδρο του Τμήματός μου; Ποιός ξέρει σε τι ύψη υποκρισίας και κολακείας θα αναγκαστώ να ανεβάσω τον λόγο μου;

Ε λοιπόν, το πρώτο πράγμα που θέλω να σας πω για τον Γεράσιμο Βώκο είναι ότι αν δρούσα έτσι είμαι σίγουρος ότι θα σταματούσε να μου μιλάει, αν δεν με πλάκωνε και στο ξύλο. Από τις πρώτες μας συζητήσεις, όταν εντάχθηκα – πριν πέντε-έξι χρόνια – στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, θυμάμαι πολύ καθαρά το πόσο ευθύς και απροϋπόθετος υπήρξε στην επικοινωνία μας, δίνοντας μου ίση ελευθερία και αυτονομία. Οφείλω να τον ευχαριστήσω γιατί, μαζί με τον Γιώργο Πάσχο – που ξεκίνησε αυτή την προσπάθεια – έφτιαξαν ένα Τμήμα όπου κανένα φιλαράκι τους δεν βρήκε θέση, όπου κανένας συγγενής πανεπιστημιακού δεν στεγάστηκε, όπου καμία κομματική ή θεωρητική ταυτότητα δεν ζητήθηκε από κανέναν. Εξάλλου, αν τον λιβάνιζα σήμερα θα πρόδιδα τον ηθικό κώδικα που ρυθμίζει τη σχέση μας. Και ο οποίος υπαινικτικά τέθηκε σε μια από τις πρώτες συζητήσεις μας – γιατί με τον Γεράσιμο συζητάμε πολύ, γιατί από τον Γεράσιμο μαθαίνω διαρκώς και όχι μόνο για την πολιτική και τη φιλοσοφία, αλλά και για τη λογοτεχνία, την τέχνη, την ίδια τη ζωή, όπως μάθαινα για όλα αυτά από τους παλιότερους δασκάλους μου.

Πώς τέθηκε ο κώδικας αυτός; Τον θυμάμαι να μου μιλάει με πάθος για το βιβλίο του Μπουλγκάκοφ, Ο μαιτρ και η μαργαρίτα, το οποίο – ατυχώς – δεν είχα διαβάσει μέχρι τότε. Και να μου τονίζει κάτι που επαναλαμβάνεται σε έναν από τους άξονες του εκπληκτικά επίκαιρου αυτού γραπτού, στο κομμάτι που αναφέρεται στον Πόντιο Πιλάτο: «...το μεγαλύτερο ελάττωμα... η δειλία» είναι η φράση που συνεχώς επανέρχεται! Η γραφή του Γεράσιμου – αλλά και η εν γένει στάση του, ο λόγος του στις συνελεύσεις, στα συνέδρια, κλπ. – διέπεται από αυτή την αρχή, την αξία της τόλμης, την οποία προσδοκά και από τους άλλους. Αλλά όχι της σκέτης τόλμης: πρόκειται για μια τέχνη της τόλμης, για μια τόλμη έντεχνη – κάτι που αντικατοπτρίζεται και στην ρητορική του, στα κείμενά του στο Βήμα, στις επιφυλλίδες του. Τόλμη να ελέγξει την εξουσία, κάθε εξουσία· τόλμη να διασχίσει τα σύνορα φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, πολιτικής· τόλμη να ανατρέψει την κρατούσα σοφία (ή μάλλον την μεταμφιεσμένη παράνοια) της κάθε ημέρας, της κάθε εποχής.

Θα είμαι λοιπόν τολμηρός. Αλλά είμαι και τυχερός. Τυχερός γιατί μου βάζει – όχι πάντα, αλλά συνήθως – εύκολα. Όπως όταν μου στέλνει ένα κείμενο που γράφει για να το συζητήσουμε. Και τότε μου βάζει εύκολα, γιατί πολύ λίγα βρίσκω να του πω και τίποτε που ίσως θα τον στενοχωρούσε. Έτσι και σήμερα: εύκολα μου έχει βάλει, γιατί η συλλογή αυτή με τις επιφυλλίδες μόνο θετικούς συνειρμούς μου προκαλεί. Και σας διαβεβαιώνω πως δεν δειλιάζω. Επιτρέψτε μου, όμως, καθώς έχω εκτεθεί, να σας αποδείξω γιατί! Με τη βοηθεία μερικών παραδειγμάτων από το βιβλίο, φυσικά. Συγκεντρώνω τις παρατηρήσεις μου γύρω από τρία ερωτήματα: 1. Από ποιά σκοπιά γράφει ο Βώκος; 2. Τι βλέπει από τη σκοπιά αυτή; 3. Πώς αντέχει αυτό που βλέπει;

1. Ξεκινώ με το πρώτο ερώτημα: από ποιά σκοπιά γράφει; Διαβάζοντας και πάλι αυτά τα κείμενα έτσι όπως έχουν επιλεγεί για τούτη την έκδοση – μιας και πρόκειται για μικρό μόνο μέρος του συνόλου όσων έχει δημοσιεύσει ο Βώκος – θεωρώ ότι συνθέτουν ένα σύνολο από «οδηγίες προς ναυτιλομένους» για καιρούς σαν τους δικούς μας: επιχειρούν να δείξουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανα-στοχασμός οποιουδήποτε κοινωνικού και πολιτικού ζητήματος απλώς σε τεχνοκρατικό επίπεδο, χωρίς την αναφορά στο αυθεντικό φιλοσοφείν. Χρησιμοποίησα μια βαρύγδουπη έκφραση – «αυθεντικό φιλοσοφείν» - για να κάνω εντονότερη την συνθετότητα της θέσης του Βώκου: αν πετυχαίνει το στόχο του – και νομίζω πως τον πετυχαίνει απόλυτα – είναι γιατί το φιλοσοφείν αυτό γίνεται αυθεντικό ακριβώς επειδή δεν διεκδικεί αξιώσεις αριστοκρατικής υπεροχής, a priori ορθολογικότητας ή ανωτερότητας· αυτά μόνον οι εξουσίες τα επικαλούνται: αν μπορεί να διαφωτίσει τα προβλήματά μας είναι γιατί αρθρώνεται στο επίπεδο τους. Παρατηρεί και μιλά από τη σκοπιά του λαού, όπως ο αγαπημένος του Μακιαβέλι (σελ. 115) και με τα μέσα που καταλαβαίνει ο λαός, όπως ο άλλος αγαπημένος του, ο Μπαλζάκ, που έγραφε σε εφημερίδα (σελ. 14).

Δεν ποντάρει στην αναζήτηση των αιώνιων φιλοσοφικών θεμελίων της πολιτικής, καθώς αυτά δεν αποτελούν παρά το δόλωμα που στήνει η πολιτική στους φιλοσόφους για την προσχηματική, εργαλειακή χρήση τους. Μόνο η απόσυρση από μια λογική θεμελίων μπορεί να ζωογονήσει τη θεωρία:

Βεβαίως, με την απόφαση αυτή, η θεωρία θα έχανε πολλά από τα προνόμια που της παραχωρεί η πολιτική πράξη αλλά θα κέρδιζε, ίσως, τη δύναμη να περιγράψει την πολιτική πρακτική ως πραγματικότητα. Έτσι, για παράδειγμα, ένα καθεστώς, μια κυβέρνηση ή ένα κόμμα δεν θα μπορούσαν με την ίδια ευκολία να ανατρέξουν στις φιλοσοφικές αρχές που υποτίθεται ότι διέπουν τις πράξεις τους: θα ήταν υποχρεωμένα να συνυπάρξουν με αυτές καθεαυτές τις πράξεις, νόμιμες ή παράνομες, βίαιες ή ειρηνικές, άλογες, λογικές ή παράλογες αλλά πάντοτε ωμές και γυμνές. Είναι καιρός η φιλοσοφία να μιμηθεί τους μεγάλους δασκάλους της που εγκατέλειψαν το θεωρείο, κατέβηκαν στην πλατεία και έβλεπαν από κεί τα έργα. Δεν έχαναν το χρόνο τους αναζητώντας ανύπαρκτα θεμέλια, γιατί από τη θέση αυτή διαπίστωναν, τουλάχιστον, αυτό που ξέρει όλος ο κόσμος: ότι τα πράγματα έχουν ήδη, προ πολλού, συντελεστεί αλλού. Ότι η παράσταση έχει ήδη αρχίσει, ότι συνεχίζεται, και ότι αυτή η διάρκεια είναι το μοναδικό της θεμέλιο.
Αν η θεωρία παραιτηθεί από τον μεγαλόσχημο τίτλο του θεμελιωτή, μπορεί να προβεί σε αθόρυβες πρακτικές διακρίσεις, οι οποίες ενδέχεται να ελέγξουν τους πολιτικούς αλλά και τους πνευματικούς ηγέτες, στις περιοχές της παντοκρατορίας τους (σελ. 123-4).

Έτσι, ο Βώκος βάζει σε παρένθεση, όταν γράφει, την αυθεντία που του προσδίδει η καθηγητική του ιδιότητα, και μας απευθύνεται ως ίσος προς ίσον, με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια που μας γοητεύει: «Στο βιβλίο βρίσκονται συγγραφείς – κυρίως φιλόσοφοι – που αγαπώ και με βοηθούν να περνάω καλά τη μέρα μου, τώρα που, πολλοί, τους οποίους δεν αγαπώ, φροντίζουν να την καταστρέψουν με μια ανεξήγητη μανία, λες και τους έχω κάνει το μεγαλύτερο κακό» (σελ. 11). Δεν μας απευθύνεται ποτέ – για να το πω ψυχαναλυτικά – ως υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει, το γνωστό sujet supposé savoir του Λακάν, για να μας αποκαλύψει δηλαδή την απόλυτη αλήθεια και να καθορίσει τη συμπεριφορά μας. Εξ ου και το παράδειγμα της Κάτιας του Τσέχοφ που ζητά επιτακτικά την τελική λύση για να εισπράξει την ταπεινότητα μιας επίγνωσης της άγνοιας, ένα λογοτεχνικό, γνωστικό ισοδύναμο της στάσης του Μπάρτλμπυ του Μέλβιλ, του γνωστού «Θα προτιμούσα όχι» ή «Θα προτιμούσα να μην»: «Ειλικρινά δεν ξέρω... δεν ξέρω» (σελ. 80). Αποστρέφεται, τέλος, ο Βώκος κάθε ηθικολογική προστακτική, χωρίς να απορρίπτει βέβαια τον ηθικό στοχασμό, με την έννοια του πολυ-αγαπημένου του Σπινόζα (σελ. 104 -5).

2. Τι βλέπει από τη σκοπιά αυτή ο Βώκος; Πολλά ενδιαφέροντα, επίκαιρα, και, τολμώ να πω, προφητικά. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τις κρίσεις του για την Ευρωπαϊκή Ένωση:

Αλλά και οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες στις Βρυξέλλες δεν φάνηκαν, δημοσίως τουλάχιστον, να ανησυχούν υπερβολικά για τις μικρές αυτές διαφωνίες με την πολιτική που χάραξαν και την οποία σκοπεύουν, πάση θυσία, να επιβάλουν στις μεγάλες μάζες των υπηκόων τους στην Ευρώπη. Και εδώ το δίκιο και το σωστό μοιάζει να είναι με το μέρος των ειδικών που αποφασίζουν για τη μοίρα μας. Γνώστες των επιστημών της διαχείρισης και της υπέρτατης επιστήμης της οικονομίας, η οποία, στις μέρες μας, τείνει να αποκτήσει χαρακτήρα φυσικής αναγκαιότητας, οι διεθνείς ειδικοί αποφαίνονται, με τη σοβαρότητα που αρμόζει στη θέση τους και την αποστολή τους, ότι είναι αναπόφευκτο, για επιστημονικούς λόγους, οι πολλοί να δυστυχήσουν για το καλό της Οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (σελ. 174).

Οι ηγέτες της Ένωσης «αποφασίζουν και διατάζουν... μόνο ρητορικά τους απασχολεί το αναμφισβήτητο γεγονός ότι όλο και μεγαλύτερες μάζες ανθρώπων απέχουν από τις εκλογικές διαδικασίες· έτσι όπως πάει το πράγμα σε λίγο θα εκλέγονται μεταξύ τους, μια και τα ενδιαφέροντά τους, καθώς φαίνεται, δεν συμπίπτουν με τα δικά μας. Ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι ηγέτες – οι ηγέτες! – της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συνεδριάσουν αυτή τη φορά μακριά από την Ευρώπη, στο Μπουένος Άιρες νομίζω. Την επόμενη φορά, με το καλό, μπορεί να προτιμήσουν τη Σελήνη» (σελ. 53). Τελικά, όπως γνωρίζουμε, προτίμησαν τις Κάννες!

Εξίσου προφητικές οι αναφορές του στα κείμενα του Μαρξ για τη Γαλλία όπου και η αφόρητα επίκαιρη αναφορά στην «βασιλεία των τραπεζιτών» (σελ. 63).

3. Πώς το αντέχει αυτό που βλέπει; Εδώ τον βοηθά το πραγματικά διαβρωτικό χιούμορ που αντλεί από τους μάστορες του είδους. Λαμπρό παράδειγμα, από όσα αναφέρει, ο Σουίφτ, στον οποίο αναφέρεται σε ένα κείμενο του από το 1996 με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Δύσκολα προβλήματα και απλές λύσεις». Τα δύσκολα προβλήματα στα οποία αναφέρεται ο Σουίφτ – και ο Βώκος – μας είναι σίγουρα οικεία: μια οικονομία σε διάλυση, ανεργία που θερίζει, φτώχεια. Ευτυχώς που ένας αμερικανός φίλος του, ειδικός διαιτολόγος, του προσφέρει την τέλεια τεχνοκρατική λύση: «ένα βρέφος ηλικίας ενός έτους, υγιές και καλοθρεμμένο, συνιστά ένα υπέροχο γεύμα, πλούσιο σε θερμίδες και υγιεινό» (σελ. 176). Και συνεχίζει ο Βώκος:

Μένει η τιμή. Ο Σουίφτ αναγνωρίζει ότι το έδεσμα είναι ακριβό και στο σημείο αυτό βλέπει ένα μειονέκτημα της πρότασής του. Ευτυχώς όμως και εδώ υπάρχει λύση: «Αναγνωρίζω ότι το εμπόρευμα είναι ακριβό και γι αυτό το προορίζω για τους γαιοκτήμονες: έχοντας ρουφήξει το μεδούλι των γονιών είναι οι πλέον κατάλληλοι να καταβροχθίσουν τις σάρκες των παιδιών».
Γνωρίζω ότι ο χρόνος των πολιτικών αρχόντων και των ειδικών είναι μετρημένος, όταν μάλιστα αγωνίζονται να βρουν τις ορθολογικές λύσεις που ενδείκνυνται για την ευτυχία μας. Όπως όμως το αποδεικνύει το κείμενο του Σουίφτ, έτοιμες λύσεις υπάρχουν. Εάν δεν εφαρμόζονται αυτούσιες, με λίγη καλή θέληση και μπόλικη επιχειρησιακή λογική μπορούν να προσαρμοστούν στις τρέχουσες συνθήκες. Πρέπει λοιπόν να ελπίσουμε ότι οι ιθύνοντες θα καταβάλουν τον απαραίτητο κόπο και θα αφιερώσουν κάποιο χρόνο στην ανάγνωση του Σουίφτ (σελ. 177).

Κάθε καλοπροαίρετος αναγνωστής θα συμφωνήσει, ελπίζω, μαζί μου ότι η πρόταση θα πρέπει να τεθεί, και μάλιστα το γρηγορότερο, υπόψη της νέας κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας». Είμαι πάντως βέβαιος ότι οι Μέρκελ και Σαρκοζί την έχουν διαβάσει, δυστυχώς όμως κατά γράμμα, χωρίς ίχνος χιούμορ!

Τελειώνοντας, άνθρωποι σαν τον Βώκο αποτελούν – ως προσωπικότητα και ως λόγος – μια ζωντανή και δρώσα παρακαταθήκη για το δημόσιο πανεπιστήμιο και την δημόσια σφαίρα εν γένει· ακριβώς την παρακαταθήκη που σήμερα αποσιωπάται, καταργείται, συνθλίβεται από έναν οιονεί ολοκληρωτικό, ισοπεδωτικό «εξορθολογισμό» που καίει αδιακρίτως ξερά και χλωρά. Πολλοί θα ήθελαν ίσως να έχει – και αυτός και το δημόσιο πανεπιστήμιο – την τύχη του κοκκινομάλη που αναφέρεται σε ένα ποίημα του Δανιήλ Χαρμς από το 1937· και αναφέρω τον Χαρμς, γιατί και αυτόν τον έμαθα από τον Γεράσιμο:

Ήταν κάποτε ένας κοκκινομάλλης που δεν είχε ούτε μάτια ούτε αυτιά.
Δεν είχε ούτε μαλλιά και συνεπώς κοκκινομάλλη τον έλεγαν μόνο υποθετικά.
Δεν μπορούσε να μιλήσει, γιατί δεν είχε στόμα. Ούτε και μύτη είχε.
Δεν είχε χέρια, ούτε και πόδια. Ούτε κοιλιά είχε, ούτε πλάτη, ούτε σπονδυλική στήλη, ούτε εντόσθια. Δεν είχε τίποτε! Άρα δεν μπορούμε να ξέρουμε για ποιόν άνθρωπο πρόκειται.
Καλύτερα λοιπόν να σταματήσουμε ν’ασχολούμαστε μαζί του.

Θα τους κάνουμε το χατήρι;

 

Ομιλία στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου που έλαβε χώρα στην ΕΣΗΕΑ στις 14 Νοεμβρίου 2011. Έχει διατηρηθεί εν πολλοίς ο προφορικός τόνος, με την απαραίτητη προσθήκη βιβλιογραφικών αναφορών, αλλά χωρίς ουσιαστικές αλλαγές.

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα, Αθήνα: Θεμέλιο, 1991, σελ. 337, 363.

Βλ. την πρόσφατη μετάφραση του Μπάρτλμπυ στα ελληνικά: Herman Melville, Μπάρτλμπυ, ο γραφέας, Αθήνα: Άγρα, 2011.

Βλ. σχετικά και Ιωνάθαν Σουίφτ, Σεμνή πρόταση ώστε να παύσουν τα τέκνα των φτωχών ν’αποτελούν βάρος για τους γονείς τους και τον τόπο και να καταστούν ωφέλιμα στην κοινωνία, Αθήνα: Άγρα, 1998.

Δανιήλ Χάρμς, ΓΑΛΑΖΙΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΝΟ 10, «Περιστατικά», Αθήνα: Νεφέλη, 2009, σελ. 9.