ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ
Έλενα Πέγκα, «Σφιχτές ζώνες και άλλα δέρματα»
i. Περί τέχνης και ζωής στην εποχή των υβριδίων
Η Έλενα Πέγκα ασκεί την πεζογραφία της ώς μία συνέχιση του θεάτρου ως τέχνης ζώσας. Ευτυχώς, λοιπόν, εδώ έχουμε να κάνουμε με μία πεζογραφία που δεν φέρεται αυτιστικά (δηλαδή δεν προσηλώνεται ως συνήθως στα ομοειδή εργαλεία της ίδιας της πεζογραφίας), αλλά επεκτατικά (δηλαδή, διά του θεάτρου, εγκολπώνει τη φωνή, την ομιλούσα ποίηση, τη ζωγραφική, τη μουσική, το σκηνικό περιβάλλον κ.ο.κ.). Η πεζογραφία της Πέγκα –όπως και το θέατρό της–μοιάζει με έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο σκηνικό χώρο. Ακόμη περισσότερο, με ένα ανοιχτό environment ή installation μεταμοντέρνας ευαισθησίας. Μέσα εκεί, η Πέγκα χειρίζεται με συγκινητική ελευθερία όλα τα ζητήματα που τα τελευταία σαράντα τουλάχιστον χρόνια αφορούν αυτήν ακριβώς την ευαισθησία. Περίεργα, λοιπόν, υβριδικά χαρακτηριστικά για τη συχνά περιχαρακωμένη ελληνική μας πεζογραφία.
Επιπλέον, μέσα στο πλαίσιο του βιβλίου αυτού, η Έλεκα Πέγκα μπορεί να συμπλέκει μία αναφορά στον Michael Jackson με έναν πιθανό υπαινιγμό προς τον Thomas Mann. Να αντλεί ενδεχομένως θεματικά μοτίβα από Γάλλους συμβολιστές, αλλά και μετασουρεαλιστές και μαζί να παραπέμπει αισθητικά –στα μάτια μου τουλάχιστον– στους γιαπωνέζους στυλίστες. Κάπου κάπου να ενώνει τον Lewis Carroll με τον David Lynch, ή να περιγράφει ένα όνειρο σαν να πρόκειται για μια multi-media εγκατάσταση. Να ενθέτει στο κείμενό της πληροφορίες εγκυκλοπαιδικού τύπου. Να παλινδρομεί ανάμεσα στο υποτιθέμενα υψηλό και το υποτιθέμενα χαμηλό ή να χρησιμοποιεί κάποια από τα χαρακτηριστικά του (φωτο)ρομάντζου για να αναιρέσει το περιεχόμενό του.
Η Πέγκα γνωρίζει πως ο κόσμος είναι υβριδικός, κατακερματισμένος, ασυνεχής, ταυτοχρονικός. Και πως το σώμα αυτού του κόσμου μοιραία θα ονειρεύεται πάντα ένα είδος αλλοτινής καθαρότητας και ολότητας, έναν ενιαίο σκοπό και λόγο για την ύπαρξή του (είμαστε, άλλωστε, ακόμη αναπόφευκτα προσδιορισμένοι από τον Ρομαντισμό). Μα τούτο δεν σημαίνει πως θα κάνουμε και πως δεν καταλαβαίνουμε. Ο κόσμος μας είναι αυτός, όχι άλλος. Και ο κόσμος αυτός δεν ζει τον 19ο αιώνα, ούτε το πρώτο μισό του εικοστού, αλλά ονειρεύεται τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ού, πιασμένος πια σε άλλη, ασταθή, συνειρμική, απατηλή, ευμετάβλητη τροχιά.
Μέσα στα κείμενα αυτά, η φύση είναι εξορισμένη ή τεχνητή και ελεγχόμενη. Ακόμη και τα σώματα είναι “κατοικίδια”. Δεν υπάρχουν δάση με άγρια ζώα εδώ, μόνο κήποι, με τους θάμνους τους τριμαρισμένους για να μοιάζουν με θηρία. Ό,τι απομένει είναι το Παρόν τυλιγμένο από μια αστική στιλπνότητα, η οποία το προστατεύει σαν εύθραυστο δέρμα. Η στιλπνότητα αυτή, στην Πέγκα, δεν είναι παρά μια μέθοδος για να υπονοηθούν πράγματα περίεργα, όπως το βάθος μιας επιφάνειας. Αρκεί να μπει μια βελόνα μέσα στο στιλπνό δέρμα της επιφάνειας. Το υγρό που θα βγει από μέσα προς τα έξω είναι και πάλι ένα έντονο κόκκινο.
ii. Στο ψαχνό του βιβλίου
Και σε αυτό το βιβλίο της Έλενας Πέγκα η μετατόπιση και η διόγκωση των δεδομένων της πραγματικότητας είναι καταιγιστική, αποπροσανατολιστική, αλλά και το κάθε πλαίσιο αναφοράς χάνεται, διαρκώς διαφεύγει από εμάς. Μέχρι περίπου τα μέσα του βιβλίου (το οποίο χαρακτηρίζεται από τη συγγραφέα του ως μία νουβέλα αποτελούμενη από μικρές ιστορίες), έχουμε προλάβει να θεωρήσουμε πως τουλάχιστον το σταθερό σημείο αναφοράς για εμάς είναι ένα γυναικείο πρόσωπο, η αφηγήτρια. Είναι αυτή το μόνο εμφανές νήμα που διατρέχει τις πρώτες δεκαπέντε ιστορίες, ενόσω η ίδια μοιάζει να ανακαλεί τους σταθμούς ενός ταξιδιού ζωής, από τόπο σε τόπο, από πόλη σε πόλη. Μέσα στις πόλεις αυτές έρχεται κάθε φορά σε επαφή –τυχαία, παροδική, φευγαλέα, σπανίως άμεσα σεξουαλική– με ένα άλλο πρόσωπο, με έναν άλλον, ο οποίος μάλιστα χαρίζει και το όνομά του στον τίτλο τής κάθε ιστορία – άλλως: κεφαλαίου. Μαθαίνουμε μερικά πράγματα κάθε φορά για τα πρόσωπα αυτά, ποτέ πολλά, συνδεδεμένα με λεπτή, εύθραυστη κλωστή, σκόρπιες πληροφορίες που δεν συνέχουν τον κόσμο τους, αποκαλύπτοντας απλώς μερικές πλευρές του. Ωστόσο για το γυναικείο αυτό πρόσωπο –δηλαδή, ναι, ας το πω, για αυτή την περσόνα της ίδιας της συγγραφέα του βιβλίου– δεν μαθαίνουμε παρά ελάχιστα. Το πρόσωπο αυτό είναι μία υποχωρητική παρουσία, ένα είδος κενού, ευρύχωρου δοχείου, που γεμίζει από τις ημι-υπάρξεις των άλλων, των κάθε άλλων. Ωστόσο, κατά τα μέσα του βιβλίου, ακόμη και αυτή η σταθερή σημαδούρα υποχωρεί ή μεταλλάσσεται, και πάντως για μια-δυο φορές δίνει τη θέση της σε κάτι άλλο: σε ένα αγόρι, που μέσα στο αφήγημα «Κεφάλια» (σελ. 53), αρχίζει ξάφνου και αυτό να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, αφηγούμενο μάλιστα την ιστορία μιας παιδικής ηλικίας, που όχι, μοιάζει αδύνατον να ανήκει στη γυναίκα, την παρουσία της οποίας είχαμε μόλις κάπως συνηθίσει. Στα επόμενα διηγήματα, ο τόνος πάλι αλλάζει, η πύκνωση επικρατεί, και εκείνη η πιο αναγνωρίσιμη περσόνα της συγγραφέα επανέρχεται, μα αισθητά αλλαγμένη, λες κι έχει διαβεί ένα διάκενο του χρόνου ή έχει χαθεί στο απώτερο παρελθόν της ή στο μέλλον της. Μετά από όλη εκείνη την αναζήτηση στο Έξω του κόσμου (σε ένα εξωτερικό), το όλο πράγμα κατακάθεται στο Μέσα του κόσμου: σε ένα εσωτερικό (και ταυτόχρονα σε κάτι ελληνικό). Αρχίζουμε τώρα να διαβάζουμε απανωτά μικρά αφηγήματα φιλοσοφικού προβληματισμού, γεμάτα οντολογικές απορίες γύρω από το σώμα, το χρόνο, τη μνήμη, τη φύση, τον πολιτισμό, το ανήκειν. Ώσπου, προς το τέλος, τα πάντα πολλαπαπλασιάζονται με ήδη γνωστές ή άγνωστές μας φωνές, φαντασμαγορικότερες, επιθετικότερες, ειρωνικότερες, σαν επάλληλες γραφές πάνω σε κινούμενη άμμο, παραχωρώντας σου εσένα, του αναγνώστη, ένα καταλυτικό αίσθημα που μοιάζει με παραίσθηση. Είσαι πάνω σε ένα έδαφος υδάτινο. Όλα ανοίγουν και κλείνουν την ίδια στιγμή, σε ομόκεντρους κύκλους, σαν μία εκδοχή κάποιου ατελούς απείρου.
Τι είδους νουβέλα είναι αυτή; Και γιατί αυτό το «άπειρο» για το οποίο μόλις τώρα μίλησα, μου δίνει στο βιβλίο αυτό μία αίσθηση «σωματική»;
Η Έλενα Πέγκα είναι μία συγγραφέας του ρευστού σήμερα. Επιπλέον, ως κατά κύριο λόγο συγγραφέας θεατρική, έχει συνηθίσει να εξαφανίζεται μέσα από τον σχεδιασμό ρόλων, τους οποίους παίζουν άλλοι άνθρωποι και όχι η ίδια. Σε αυτή την πρώτη μετά από χρόνια συλλογή πεζών της κάνει στην πεζογραφική υπόθεση μία χάρη: της παραχωρεί μέσα από το θέατρο της ύπαρξης έναν εμπράγματο, μα και φασματικό, θίασο σωμάτων.
iii. Ο τίτλος ως δέρμα
Το βιβλίο αυτό είναι ένα ταξίδι στον μέσα-έξω κόσμο μέσα από 36 μινιατούρες. Τα πρόσωπα που κινούνται εδώ αντιλαμβάνονται τα πάντα κυρίως διά του σώματος και του δέρματος: της μόνης επιφάνειας που μας καλύπτει και μέσω της οποίας προσλαμβάνουμε τον κόσμο ως αύρα και ως σήμα. Αλλά, γιατί «Σφιχτές ζώνες και άλλα δέρματα»; Τι να σημαίνει αυτός ο κάπως αινιγματικός τίτλος;
Ας προσπεράσω γρήγορα τον συνειρμό ότι κάποιος θα μπορούσε ίσως και να διαβάσει –εκ παραδρομής;– «Σφιχτές ζωές», και ας μείνω καλόπιστα στο «ζώνες» και στο «δέρματα». Ασφαλώς, αυτό το «και άλλα δέρματα» έρχεται να αντικαταστήσει εκείνο που συνήθως έχουμε μάθει να αναμένουμε από τον τίτλο μίας συλλογής διηγήσεων: το «και άλλες ιστορίες». Γιατί, ναι, για την Πέγκα, το δέρμα ενός σώματος είναι πάντα η καταγραφή μιας ιστορίας, με έναν τρόπο αντίστοιχο του «Pillow Book» της Σέι Σοναγκόν, αλλά και του Peter Greenaway. Όσο για το «ζώνες», ας περιοριστώ να υποθέσω τη φετιχιστική, υπονοούμενη, έλξη προς το τεχνημένο, το artificial: Το κατεργασμένο ζώο που γίνεται ζώνη για να σφίξει (να συγκρατήσει; να αφαλίσει; να παραλύσει; να πνίξει;) την καθημερινή ζωή του ζώου «άνθρωπος» στην επίσης κατεργασμένη, εκπολιτισμένη, ενδεδυμένη εκδοχή του. Ή και στη γυμνή εκδοχή του –αν και τότε, αίφνης, αθέατος από κάθε βλέμμα αυτός ο άνθρωπος, προστατευμένος μέσα στο ασφαλές κουκούλι που τον ζώνει, μέσα στην τετραγωνισμένη μήτρα των τεσσάρων τοίχων της οικίας του. Είναι όμως και το άλλο: Στην Πέγκα, τα πάντα μοιάζουν να είναι containers, επιφάνειες επιφανειών, στρώσεις πραγμάτων το ένα πάνω από το άλλο. Μια ζώνη, ας πούμε, από δέρμα ζώου ή από πλαστικό, πάνω σε ένα ας πούμε φόρεμα, που τι άλλο είναι από μία πέτσα, η οποία έρχεται κατάσαρκα να τυλίξει μία πέτσα άλλη, τη δική μας, του δέρματός μας, αυτού που συγκρατεί ως περιτύλιγμα το έσω κόκκινο, μα και τα ίδια τα σπλάχνα μας, που και αυτά με τη σειρά τους στεγάζονται εν μέρει μέσα σε οστά, εκείνα ακριβώς που –απογυμνωμένα πλέον από τη μέσα-έξω σάρκα– θα έρθουν κάποτε, την ύστατη στιγμή, να αποκαλύψουν πως απλώς έκρυβαν ή προστάτευαν (καθόλου αεροστεγώς) το άθυρμα τού τι; Του νου, της ψυχής, του κάτι ή του τίποτα. Όπως και η σύχρονη ιστορία του Σώματος περίπου μάς διδάσκει.
Θα έλεγα, άρα, πως η επιφάνεια εδώ, στο βιβλίο της Έλενας Πέγκα, είναι ήδη ένα βάθος, είναι ήδη ουσία. Πιθανόν και να μην υπάρχει άλλη ουσία από τις επιφάνειες, μου φαίνεται πως λέει η Έλενα. Ή αν υπάρχει, μάλλον μέσα από την επιφάνεια θα φτάσουμε στο βάθος. Και όχι το αντίστροφο, όπως πριμοδότησαν αιώνες νοησιαρχικής, αντρικής, σκέψης.
iv. Περί τρόμου και αέναου παρόντος: Μία ένωση
Ας δώσω τώρα εγώ, κάπως εισβολικά, μα χάριν παιγνίου, στην ανώνυμη γυναίκα του βιβλίου το όνομά της Έλενας αντεστραμμένο: «Άνελε». Σαν ιδωμένο μέσα από τον καθρέφτη της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Λοιπόν, αυτή η «Άνελε» στο βιβλίο της Έλενας μιλά, όπως ήδη είπα, για τη συνάντησή της (ή και για την αφήγηση μιας επαφής που κάποιος άλλος είχε) με: Τον Μπεν, π.χ., στο Λος Άντζελες. Με κάποιον Αμερικανό της γείτονα στον ίδιον τόπο. Με έναν σχεδόν πιανίστα Θαλή στην Αθήνα (αν και ως μνήμη μέσα σε διάλογο που διαμείβεται στο Σαν Ντιέγκο). Με την Περσίδα Αρμένισσα Ανά που κατάφερε να γίνει γιατρός στην Αμερική, αλλά ονειρεύεται τις ιτιές. Με έναν Κινέζο παρενδυτικό στη Νέα Υόρκη. Με τον ταξιθέτη Μίκαελ στο Βόρειο Λονδίνο. Και πάει λέγοντας και ούτω καθεξής, ως ένα σώμα συνηρημένο, που κινείται στα μήκη και στα πλάτη: Το σώμα των ανθρώπων. Και επιπλέον, βέβαια, ένα σώμα που καταφεύγει πάντα σε ξένη χώρα, όχι μόνο γιατί ταξιδεύει κάπου για να βρει κάτι ή για να ξεφύγει από κάτι, μα επειδή η μόνη λέξη που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την απόσταση του κάθε ανθρώπου από τους άλλους μα και από τον εαυτό του είναι αυτή: ξενότητα. Ζούμε, λοιπόν, βουβοί και σαν υπνωτισμένοι, μέσα σε αυτό το ξένο δέρμα, το δικό μας: Ένα δοχείο και μαζί μια φυλακή. Ωστόσο, το μόνο που έχουμε πραγματικά δικό μας.
Αυτές οι μινιμαλιστικές, ελλειπτικές ιστορίες –συχνά μονοσέλιδες– μιλούν τις αδιάκοπες μικροϊστορίες των ανθρώπων μέσα από τις μπάμπουσκες των επάλληλων δερμάτων τους. Στυλιστικά, αποτελούν δείγματα μιας αριστοτεχνικής χρήσης της μικρής φόρμας, γραμμένες με μία καθαρότητα που τις καθιστά ανοίκειες, σχεδόν υπερ-ρεαλιστικές. Είναι ιστορίες απλές, κάποτε ακόμη και απλοϊκές, με έναν τόνο παιδικού θάμβους. Αλλού σύνθετες, πυκνές, περίπλοκες, ρεαλιστικές, υπόκωφες, ονειρικές, χιουμοριστικές, μα και δυσοίωνες. Αλλού αφελείς, αλλού ειρωνικές. Κάποτε διακατέχονται από πολιτική διάθεση, άλλοτε είναι βουτηγμένες στην ατομική ομφαλοσκόπηση. Είναι γραμμένες ταυτόχρονα σαν ντοκιμαντέρ, σαν ρεπορτάζ και σαν άηχος εφιάλτης. Εδώ, τα όρια της πραγματικότητας, τα είδη και οι τρόποι συνενώνονται εκ νέου, μα δυσαρμονικά. Ελλοχεύει από παντού ο μετεωρισμός, η εκκρεμότητα. Το κάθε αφηγούμενο γεγονός πολλαπλασιάζεται σαν ηχητικό σήμα που πλησιάζει, και πάνω στη διόγκωσή του διακόπτεται απότομα. Σε τέτοιες στιγμές, η Πέγκα μού θυμίζει κάτι από την αιχμηρή ευαισθησία της Μαργαρίτας Καραπάνου, αλλά αντεστραμμένα. Γιατί εδώ υπάρχει κάτι άλλο, πολύ ενδιαφέρον: Η απόσταση, μία αποταύτιση της αφηγήτριας από τα πράγματα. Προβάλλει μπροστά μας ένα είδος οντολογικής ανίας, που άλλοτε τείνει να μοιάζει με μία μπλαζέ απορία, άλλοτε πάλι με κοριτσίστικη απαλότητα. Νομίζω πως όλα αυτά είναι μία μέθοδος που δανείζει η Έλενα στην «Άνελέ» της, μία τεχνική που έρχεται να καλύψει προστατευτικά σαν εύθραυστη κρούστα, σαν πέτσα, σαν άμυνα, ένα βαθύτερο τρόμο.
Η Πέγκα ξέρει ότι υπάρχει κάτι, αν όχι απροσπέλαστο, τουλάχιστον μη διεισδύσιμο στον άνθρωπο. Ο φόβος της εγγύτητας, της άλωσης του ενός από τον άλλον (μολονότι ευκταία ως σύλληψη του νου) στην πράξη αποφεύγεται μέσα από την αέναη φυγή αυτής της «Άνελε». Αλλά ο τρόμος του κενού θεραπεύεται μέσα στο βιβλίο αυτό και με άλλους τρόπους. Ένας από αυτούς είναι η διακαής επίκληση στις τέχνες και στην συνεχή παρηγορητική παρουσία τους στη ζωή του ανθρώπου. Ένας άλλος, βασικός, είναι η διεύρυνση της έννοιας ενός ευδαιμονικού, ηδονικού Παρόντος. Γιατί στο βιβλίο αυτό, η αφηγήτρια «γίνεται» πάντα ένας κάθε φορά άλλος σε ένα κάθε φορά τώρα. Και πάλι, και ξανά, like there’s no tomorrow. But there is… Υποπτεύομαι πως, αργότερα, η Έλενα πλέον, για να αποκτήσει ξανά τα φευγαλέα αυτά θαύματα πρέπει να τα ξαναφέρει στη μνήμη, να τα ξαναεπινοήσει, να τα καταγράψει. Η «Άνελε» ξέρει πως δεν μπορεί να συλλάβει ούτε το σύνολο ούτε το βάθος ενός πολλαπλά κατακερματισμένου κόσμου. Τούτο όμως καθόλου δεν σημαίνει πως η Έλενα δεν θα καταγράψει διαδοχικές όψεις της επιφάνειάς του, προσδοκώντας τη δημιουργία μιας σύνθεσης που θα μοιάζει με κάτοψη. Σωματογραφία. Άλλωστε, ακόμη και μια αξονική τομογραφία δεν είναι παρά μια επιφάνεια, μια εικόνα. Ναι, αλλά μια εικόνα βαθιά.
Τελικά, η «Άνελε» εξαφανίζεται ως ρόλος πίσω από τους ανθρώπους, και έτσι κάπως «γίνεται» όλοι οι άνθρωποι. Με τον τρόπο αυτό, η Έλενα –πλέον– πολλαπλασιάζεται η ίδια ως πραγματικότητα, και μαζί γίνεται η κρούστα, το δέρμα που προστατεύει τα όντα της.
Όμως με αυτό που μόλις είπα νομίζω ότι βρισκόμαστε ήδη κοντά σε ένα μέρος της ουσίας ολόκληρης της καλλιτεχνικής διαδικασίας, τώρα και πάντα. Και ενδεχομένως κοντά στην κατάκτηση της συνείδησης πως, όταν είσαι συγγραφέας, έτσι μόνο είσαι ζωντανός μαζί με τον εαυτό σου, και το σώμα σου. Μεταξύ ζωής και γραφής. Μέσα και έξω από τον κόσμο. Μέσα και έξω από το σώμα σου, μα και από το σώμα και το δέρμα των άλλων.
Νοέμβριος 2011
(Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο Μ.Μ.Σ.Τ. της Θεσσαλονίκης, στις 18.11.2011)
|
Εικόνες, σώματα και θραύσματα:
Ένα ταξίδι με την Έλενα
Σάββας Πατσαλίδης
Η Έλενα Πέγκα δείχνει και είναι νέα, όμως στο θέατρο και γενικά στον κόσμο της γραφής, μετράει κάποια χρόνια. Εάν δεν απατώμαι πρέπει να είναι κοντά στα 25, εάν θεωρήσουμε το διήγημα «Αυτή θερινή» από τις εκδόσεις Άγρα, ως το επίσημο ντεμπούτο της στην ελληνική καλλιτεχνική σκηνή (το 1986).
Στο θέατρο κάνει αισθητή την παρουσία της λίγα χρόνια αργότερα, όταν επιλέγεται να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 7η Μπιενάλε Νέων Δημιουργών στη Λισαβώνα το 1994 με το έργο «Ένας βασιλιάς που ακούει» (πρώτη παράσταση στον Φούρνο). Και για να ‘μαι ειλικρινής τότε ακούω για πρώτη φορά το όνομά της. Τότε μαθαίνω κάποια πράγματα και για τη δημιουργική της πορεία στην Αμερική, όπου είχε δει ορισμένα από τα αγγλόφωνα έργα της να παίζονται από σχήματα του εναλλακτικού χώρου της Νέας Υόρκης, του Σαν Φρανσίσκο και του Λος Άντζελες, κάτι όχι ιδιαίτερα διαδεδομένο, δυστυχώς, ανάμεσα στoυς συγγραφείς μας, τους οποίους ακόμη πνίγει η απομόνωση και η έλλειψη επαφών με τη διεθνή σκηνή.
Το 1998 βλέπω για πρώτη φορά τη δουλειά της, όταν ανεβαίνει στο Αμόρε, που εκείνη την εποχή ήταν η κυψέλη της νέας ελληνικής δραματουργίας, το «Βαλς εξιτασιόν», έργο με τραγούδια & μουσική, που γράφτηκε σε ανάθεση του Θεάτρου του Nότου & του ΔHΠEΘE Bολου, σε σκηνοθεσία Γιάννη Xουβαρδά και Έφης Θεοδώρου. Ένα διονυσιακό πόνημα με μια ιδιαίτερη αύρα, θα τολμούσα να πω ξένη προς το ελληνικό θέατρο. Ένα σκηνικό καλειδοσκόπιο διεμβολισμένο από μια αλλιώτικη διάθεση και αισθητική κοπή, πιο κοσμοπολίτικη, ανοικτή, φιλόξενη σε σώματα, σε αισθήματα, εντάσεις, σε είδη και ιδέες, σώματα και δέρματα.
Στην πορεία άρχισε να με γοητεύει και να με «ιντριγκάρει» ταυτόχρονα, η ατίθασση γραφή της, η περίεργη ματιά της, ο μεταμοντέρνος υπερνατουραλισμός της (ναι, ακριβώς έτσι), η ροή της σκέψης της, τα σκαμπανεβάσματά των διαθέσεών της, η λοξή ματιά της στα γεγονότα, στα άλλα κείμενα, στις άλλες τέχνες (χορός, κινηματογράφος, φωτογραφία, εικαστικά), όλο αυτό το ατέρμονο, υβριδικό παιχνίδι μπροστά και πίσω από την ατάκα, μπροστά και πίσω από τα σώματα, αυτό το μπες βγες στους ρόλους, οι ανισόπεδες διαβάσεις, το συνεχές ζάπινγκ στη ζωή, το πονηρό κλείσιμο του ματιού στον θεατή, το «τώρα με βλέπεις τώρα όχι», η κοινωνική, η έμφυλη και πολιτική της ευαισθησία, όλη αυτή η επίμονη και επίπονη διελκυστίνδα ανάμεσα στο νόημα και την ακύρωσή του, ανάμεσα στο διάφανο και το σκοτεινό, το δράμα και την κωμωδία, το πρόσωπο και το προσωπείο. Όπως στη ζωή: φως και σκοτάδι ταυτόχρονα.
Είτε από τη θέση του θεατή είτε του αναγνώστη, μου αρέσει γενικά η γραφή που αρνείται να «κλείσει», να οριστικοποιήσει, που αρνείται να στρογγυλέψει τα μηνύματα, που αρνείται να μασήσει την τροφή της, που επιμένει να πορεύεται απορώντας. Μ’ αρέσει η γραφή που δοκιμάζει τις αναγνωστικές μου συνήθειες και προκαταλήψεις. Μ’ αρέσει η γραφή που εκδηλώνει διαρκώς την επιθυμία της να με ξεγελάσει με παρακαμπτηρίους, με υπόγειες διαδρομές, με παγίδες και απρόσμενες σημάνσεις. Είναι μια δημιουργική πρό(σ)κληση. Ένα ραντεβού στα τυφλά. Κι όπου βγάλει.
Βέβαια, δεν κλήθηκα εδώ να μιλήσω για τη θεατρική συγγραφέα, την Έλενα του «Η Νέλι βγάζει βόλτα τον σκύλο της», «Οι καινούριοι μας φίλοι», «Όταν χορεύουν οι Go Go Dancers, 2002», «Νάρκισσος, 2011», «Η γυναίκα του Γκόρκι, 2011», «3-0-1 ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ, 2000) κ.ά., αλλά για την Ελενα την πεζογράφο/διηγηματογράφο. Μόνο που εκτιμώ πως η Έλενα πεζογράφος δεν διαφέρει και πολύ από την Έλενα δραματική συγγραφέα, τουλάχιστον αν σταθεί κανείς στην πρόσφατη συλλογή διηγημάτων της με τον αποκαλυπτικό τίτλο «Σφιχτές ζώνες και άλλα δέρματα», που μόλις κυκλοφόρησε σε μια καλαίσθητη έκδοση από την πάντα προσεγμένη « Άγρα».
Τριάντα έξι συνολικά στάσεις, με τη θεατρική ορολογία θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για σκηνές ή ταμπλώ βιβάν, απαρτίζουν αυτό το τρελό οδοιπορικό, που σε μεταφέρει από την Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, τη Θάσο, τη Ρώμη, το Παρίσι, το Λονδίνο, την Κωνσταντινούπολη, τη Νέα Υόρκη, το Μόναχο, το Βελιγράδι, το Τορίνο, τη Δήλο, τη μια με τρένο, την άλλη με αεροπλάνο, με αυτοκίνητο, ποδήλατο, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η κίνηση, η συνεχής και ανελέητη και η καταγραφή εντυπώσεων. Μια καταγραφή που μοιάζει με ένα κομπολόι της ζωής από πολύχρωμες χάντρες που κρύβουν μέσα τους μικρές μικρές ωρολογιακές βόμβες που ενεργοποιούνται κάθε φορά που αρχίζουν να μετακινούνται πέρα δώθε. Εκεί που νομίζεις ότι ξεμπερδεψες, να ‘σου κι έρχεται η καλά προσχεδιασμένη έκρηξη από την πυροτεχνουργό-συγγραφέα-σκηνοθέτιδα που ακυρώνει τα συμπεράσματά σου, τη γραμμικότητα της σκέψης σου, τις βεβαιότητές σου και σε τραβάει αλλού, για να σε ξεγελάσει πάλι.
Ορίστε ένα σύντομο παράδειγμα από τη «Ζώνη» (σελ. 39):
…Βρίσκεσαι στο Τορίνο. Τριγυρνάς με ποδήλατο…. Με το ποδήλατο κάνεις βόλτες γύρω γύρω. ..Γυρίζεις γύρω γύρω αργά πολύ αργά σε ένα φλας μπακ μέσα. …Όλα έχουν παλιώσει. Δες τι πολλά φορέματα. Φόρεσέ τα όλα φόρεσέ τα. Το ένα πάνω στο άλλο. Ανέβα έτσι πάνω στο ποδήλατο. Συνέχισε. Δεν μπορείς να σταματήσεις. Φόρεσε τη ζώνη. Σφίξτην γύρω από τα φορέματα. Κάνε ποδήλατο γύρω από σένα από τα φορέματα γύρω από τη ζώνη. Σφίξτην. Κοίτα το ποτάμι. Σφίγγει την πόλη. Συνέχισε. Δεν μπορείς να σταματήσεις.
Λόγος κοφτός, χωρίς λιλιά, χωρίς φλυαρίες. Αυτός είναι ο λόγος της Έλενας, γενικά: ακριβής και συνάμα υπούλως ανακριβής. Ειδικός και συνάμα σκόπιμα γενικός. Λογικός και ταυτόχρονα παράλογος. Αυθεντικός και συνάμα εντελώς, μα εντελώς (και επιμελώς) υβριδικός. Άμεσος και συνάμα έξυπνα επαναληπτικός. Σαν τον μοντερνισμό της Γκέρτρουντ Στάιν. Αλλά και σαν τον μεταμοντερνισμό πολλών σύγχρονων Αμερικανών δραματικών συγγραφέων που άφησαν ευδιάκριτα τα ίχνη τους επάνω στη γραφή της.
Πώς ν’ ανέβεις σ’ αυτό το roller coaster που σε ταξιδεύει χωρίς κάποιο δίκτυ ασφαλείας; Σαν βαγονέτα φορτωμένα εικόνες που πάνε πέρα δώθε επάνω σε ράγες στρωμένες από λέξεις που απλώνονται ηδονικά μπροστά σου και φτιάχνουν το τοπίο της δράσης (και της απόδρασης); Πώς κουμαντάρεις τα ηχοχρώματα όλων αυτών των αισθήσεων και παραισθήσεων;
Μολονότι δεν ήταν στις προθέσεις μου, κατέληξα να διαβάσω το βιβλίο αυτό με καθαρά δραματικούς όρους. Ή, μάλλον θα έλεγα, πως οδηγήθηκα από τη συγγραφέα και σκηνοθετιδα (έχει σημασία) να το διαβάσω όπως αυτή ήθελε. Η ίδια η δομή, η διάρθρωση, η ματιά και η γενικότερη ατμόσφαιρα, μου επέβαλαν και το αναγνωστικό μου δρομολόγιο. Με έβαλαν στη θέση του θεατή. Με έκαναν να παρακολουθώ τα μικρά γεγονότα της ζωής κάποιων άλλων, του «Θαλή», του «Αριστοτέλη», της «Άγνωστης συγκάτοικου», κάποιου «Ρουμάνου», κάποιου «Σλοβένου ποιητή», να περνούν από μπροστά μου, να χαϊδεύουν την όραση και τ’ αφτιά μου και μετά να εξαφανίζονται στην ομίχλη του χρόνου, όπως ακριβώς γίνεται και στο θέατρο, που υπάρχει όσο υπάρχουν φώτα και ένα ζευγάρι μάτια να παρακολουθούν. Μόλις σβήσουν τα φώτα πεθαίνει, για να επανέλθει την επομένη, πάντα διαφορετικό και πάντα έτοιμο να μας ξανασυγκινήσει πριν ξαναπεθάνει. Όλα σε μια κατάσταση διαθεσιμότητας.
Διαβάζουμε στο «Γυναικείο γυμνό» (σελ. 42):
….Η τηλεόραση ανοιχτή. Παίζει γεγονότα καταστροφής και πολέμου. Δείχνει σκηνές. Πλάνα μακρινά, πλάνα κοντινά. …Νεκρά κορμιά. Αίμα.
Η γυναίκα έβγαλε τη μπλούζα της και το σουτιέν της, έβγαλε το στήθος της στη νύχτα, και κοιμήθηκε. Ονειρεύεται. Ένα μεγάλο πάρκο με μια λίμνη. Και πολλές πάπιες.
Μια πάπια ορμά πάνω σε μια άλλη, την καβαλικεύει την άλλη, την δαγκώνει απανωτά στο σβέρκο την άλλη. Την έχει βάλει κάτω και της ξεσκίζει τον λαιμό. Ώσπου τη σκοτώνει.
Απόλυτα ρεαλιστικά. Απόλυτα σουρεαλιστικά. Με μπόλικες στροφές, αλλά χωρίς περιστροφές.
Γι’ αυτό, αντί του τίτλου που επέλεξε να δώσει η συγγραφέας στο βιβλίο της, θα μπορούσε κάποιος να το τιτλοφορήσει, για δικούς του, καθαρά εγωιστικούς και αναγνωστικούς λόγους, «ταξιδεύοντας με την Έλενα». Εγώ συμπύκνωσα αυτό το ταξίδι σε τρεις λέξεις, που δίνουν και τον τίτλο στην ανακοινωσή μου: «Εικόνες, σώματα, θραύσματα». Τρεις λέξεις διόλου τυχαίες και διόλου αποκλειστικό σύμπτωμα της ανάγνωσης του παρόντος τόμου. Είναι οι πρώτες λέξεις που μου καρφώνονται στο μυαλό, κάθε φορά που διαβάζω ή παρακολουθω στη σκηνή κάποιο έργο της Έλενας. Νιώθω σαν κάποιος να με παίρνει σε ένα ταξίδι απρόβλεπτο, παιχνιδιάρικο, υβριδικό, γεμάτο κούρβες, λακκούβες, ανισόπεδες διαβάσεις, αλλά και επιθυμίες, ένα ταξίδι σε άγνωστα διαμερίσματα, σε πάρκα, πόλεις, δρόμους και στενοσόκακα, ένα πηγαινέλα κάπου εκεί πέρα, ένα απροσδιόριστο κάπου, δηλαδή παντού, δηλαδή πουθενά. Στη σκηνή του κόσμου. Ένα αστικό Theatrum mundi. Μεταμοντέρνο. Πολυπολιτιστικό. Επιτελεστικό.
Ορίστε ένα ακόμη απόσπασμα από το «Γαλλικό» (σελ. 48):
…στην εθνική οδό Αθήνας Θεσσαλονίκης…. Ξεχασμένα ντράιβ-ιν για κρυφούς έρωτες… Κανείς δεν μένει πάνω στην Εθνική οδό….Πάνω στον δρόμο, ίσως να μην αντιλαμβάνεται κανείς τη διάρθρωση του κόσμου όπως έχει. Στα σημεία που μας πηγαίνει ο αυτοκινητόδρομος ζούνε άνθρωποι πολλοί μαζί. Όλοι μαζί ζούμε την διάρθρωση του κόσμου όπως έχει.
Δεν είναι τυχαία όλα αυτά. Η Έλενα έμαθε, από την εμπειρία της στο θέατρο, τι πάει να πει παρακολουθώ, βλέπω, παρατηρώ, κοιτάω, αφουγκράζομαι. Ξέρει πώς λειτουργεί η αισθητική της κλειδαρότρυπας. Ανοίγει λιγάκι το διάφραγμα της κάμεράς της, ίσα ίσα να μπουν μέσα στο κάδρο κάποια θραύσματα, ζουμάρει επάνω τους ίσια ίσα για να προλάβουμε να τα δούμε και μετά τα αφήνει να χαθούν στην ομίχλη της ζωής. Και μετά σε πάει αλλού. Σε χώρους κλειστούς, σε χώρους ανοιχτούς, σε χώρους δημόσιους, σε χώρους ιδιωτικούς. Οπουδήποτε. Αυτή κάνει κουμάντο. Αυτή γράφει, διαγράφει, σκηνοθετεί. Δεν έχεις άλλη επιλογή. Είναι η πλοηγός σου, μια πλοηγός που κοιτάει τον κόσμο μέσα από τις ρωγμές του, τις συγκρούσεις, τις κλιμακώσεις και τις αναπάντεχες συνευρέσεις του. Μια πλοηγός που φλερτάρει διαρκώς με το φευγαλέο, το στιγμιαίο. Μια πλοηγός που βρίσκεται διαρκώς εν κινήσει, που διασχίζει πραγματικές και φανταστικές μεθορίους, για να φτιάξει την τοιχογραφία τη, με τα σώματα, τις πληγές, τους έρωτες, τις τυχαίες συναντήσεις, τις μνήμες, τα σοβαρά και ανάλαφρα συμβάντα, τα γελαστικά και περιπαιχτικά, τα καλλιτεχνικά και τα πεζά, τα πολύ δικά της και των ξένων. Σε κάθε στάση και μια εικόνα, ενα δρώμενο, ένα όνομα, κάποιο δέρμα, κάποιο παρατημένο κορμί, κάποιο ποδοπατημένο αίσθημα, κάποια ανάσα, κάποιο θέατρο μέσα στο θέατρο.
Μια πολύχρωμη ταπετσαρία της ζωής, με ανθρώπους άγνωστους αλλά και της διπλανής πόρτας και της φαντασίας, που μπαινοβγαίνουν στο κάδρο, κοντοστέκονται για λίγο και μετά φεύγουν, συνήθως μόνοι. Μοναδική συντροφιά η αδηφάγος ματιά της συγγραφέως που παρακολουθεί τα πάντα: σώματα ερωτευμένα. Πρόσωπα κλαμένα. Αισθήματα διασκορπισμένα, θρυμματισμένα. Πρόσωπα και προσωπεία σε έναν αέναο εναγκαλισμό. Δηλαδή, σε ένα θεατρικό παροξυσμό.
Διαβάζουμε στο Νύχτες στο Παρίσι (σελ. 31):
Στην Αθήνα, βγαίνω από το σπίτι μου στην Πλάκα και τα μικρομάγαζα, οι ταβέρνες, τα καφέ, οι φούρνοι τα ίδια τα κτήρια ανήκουν σε ηλικιωμένους, ακόμη και τα θέατρα στην Πλάκα, και τα ιδρύματα, διευθύνονται από ηλικιωμένους. Μα και σε κάποια στατιστική διάβασα πως μόνο 14 τοις εκατό στην Ελλάδα είναι παιδιά έως 14 χρονών. Το εντυπωσιακό όμως στην Ελλάδα είναι πως οι ηλικιωμένοι είναι ενεργοί…. Είναι έξω παντού και την ημέρα και την νύχτα….Μπροστά σε τόσους ηλικιωμένους δεν σου έρχεται να φιληθείς ούτε να κλάψεις.
Σαν γιαπωνέζικο χαϊκού. Ταμπλώ βιβάν. Πυκνό, ύπουλα στις ισάδες του επικίνδυνο στις στροφές και τις κούρβες. Αυτή είναι η γραφή της Έλενας: μια travelling camera που ζουμάρει κατά το δοκούν, κάνει κλικ και φεύγει τρέχοντας για να προλάβει το επόμενο επεισόδιο, τις επόμενες λέξεις και τα δέρματα που τις φιλοξενούν. Ένα ακούραστο ξεδίπλωμα της μνήμης, που αφήνει πίσω του, σαν δώρο, ένα χτυπητό φινάλε, το punch line, όπως λένε οι Άγγλοι ποιητές, που κουβαλά και όλη την ειρωνική, ενίοτε σαρκαστική και πάντοτε παιγνιώδη, διάθεση της συγγραφέως.
Οι «Διάδρομοι» (σελ. 40) είναι ένα κεντρικό κομμάτι νομίζω των προσανατολισμών του τόμου.
Τα αγάλματα, οι ναοί, τα σπίτια…. Διάδρομοι και διαδρομές. Και μνήμη. Και ξενοδοχεία….Διασχίζεις διαδρόμους αθόρυβα περνάς έξω από πόρτες. Έχει ζέστη…. Επιθυμείς να φτιάξεις μια σχέση με ωραίες εικόνες. Το προσπαθείς, καθώς διασχίζεις διαδρόμους. Η ψυχή έχει τον τρόπο της να μεταβολίζει τις πληροφορίες που της έρχονται από το σώμα και τον έξω κόσμο. .. Διάδρομοι. Επιθυμείς να σε οδηγήσουν πέρα. Έξω. Να βγεις κι εσύ σαν το γλυπτό που βγαίνει από το χώμα στο φως, σα μέσα στο γάντι…. Θα βγεις άραγε; Στο φως; Εσύ, που δεν είσαι πέτρα, αλλά σάρκα, που δεν είσαι νεκρή, αλλά ζωντανή;
Η συλλογή αυτή, όπως και τα θεατρικά της έργα, δεν έχει γραμμική διάταξη με αρχή, μέση και τέλος. Θα μπορούσε να τη δει κανείς σαν μια κερματισμένη αυτοβιογραφία, ένα επιδέξιο σλάλομ ανάμεσα στα μικρά και καθημερινά, που όμως κάθε άλλο παρά μικρά και καθημερινά είναι, μια και αποτελούν το αλατοπίπερο μιας ζωής, της δικής της και, κατά μια έννοια, και της δικής μας, του οποιουδήποτε. Ζωή με τις ροζ αποχρώσεις της, αλλά και τις γκρι κυλίδες.
Το ξαναλέω: αυτά τα σύντομα διηγήματα μυρίζουν από μακριά θέατρο. Και μόνο ως θέατρο μπορώ να τα διαβάσω. Το ένα δίπλα στο άλλο. Αφηγηματικά. Αλλά και δραματικά. Αποστασιοποιημένα. Αλλά και ρομαντικά. Όμως και κουλ. Απ’ όλα έχει ο μπαξές της φαντασίας της Έλενας. Σαν μια μεταμοντέρνα σαλατιέρα, όπου όλα τα συστατικά διατηρούν με ευδιάκριτο τρόπο την αυτονομία τους και παράλληλα, όλα μαζί, συμβάλουν ώστε να βγει η τελική γεύση, που είναι μία και πολύ σημερινή.
Kλείνω το σύντομο σχόλιό μου με ένα κομμάτι που, κατά τη γνώμη μου, φέρνει κάτω από την ίδια στέγη τα βασικά στοιχεία του συγγραφικού στυλ της Έλενας, ένα στυλ με καλή δοσολολογία χιούμορ, ειρωνείας και μελαγχολίας. Ένα στυλ όπου κυριαρχεί το κοφτό τέμπο, η ευθύβολη ατάκα και τα πονηρά στριφογυρίσματα.
Ένας κόσμος ιδωμένος μέσα από τα μάτια μιας θεατρίνας και δοσμένος με την ευαισθησία ποιητή. Ο τίτλος της εικόνας είναι «Με όλο το μαλλί» (σελ. 66).
Σαγιοναρα. Ιαπωνικος χαιρετισμος. Ειναι ενας χαιρετισμος στον ηλιο. Ειναι η παραδοση και ο χαιρετισμος στην παραδοση. Οι σαγιοναρες ερχονται απο την Ιαπωνια, και απο την παραδοση της. Μονο που στην Ιαπωνια ειναι ξυλινες. Εδω ειναι πλαστικες, και φτηνες. Ειναι συνδεδεμενες με το καλοκαίρι, την φιλοξενια, και την καλοσυνη.
Τις φορω, και μπαινω στο μαντρι της μεγαλης νυχτας. Το καλοκαίρι τα προβατα στέκονται ακινητα μεσα στο μαντρι. Με ολο το μαλλί τους πανω τους. Και οι ανθρωποι κάθονται ακινητοι, οικογενειες, ζευγαρια, παρεες, μαζεμενοι ολοι κατω απο μεγαλες ομπρελες για σκια. Οι παραλιες ειναι πολλες. Με άμμο. Κρυστάλινο νερό, και μικρά ψάρια. Σχεδόν ψεύτικες. Mικρές αναμνήσεις απο έναν επίγειο παράδεισο.
Φορουσα άσπρη κρέμα για προστασία απο τον ήλιο, και έμοιαζα με φάντασμα. Δεν έχω δει κανέναν άλλον να φορά τέτοια κρέμα. Eίδα άσπρα μάρμαρα, μαύρα δάση. Eίδα την Σταυρούλα στη ταβέρνα, μικρό κορίτσι που έμοιαζε μεγάλη κυρία, έμοιαζε και με μύγα. Mεγάλα μεταλικά γυαλιά, μεγάλα μεταλικά σκουλαρίκια.
Eνα αγόρι με όλο το μαλλί του όρθιο κρατούσε τις σαγιονάρες του στο χέρι και έτρεχε ξυπόλυτο πίσω απο τα αυτοκίνητα. Tο αγόρι ήθελε να τρώει μόνο πρωινό. Hθελε το κάθε γεύμα της ημέρας να είναι πρωινό. Γιατί, γιατί όλα τα καλά πράγματα, έλεγε, είναι λίπος, ζάχαρη, αλάτι.
Σκεφτομαι ενα μικρό χρυσόψαρο μέσα σε μια γυάλα, μέσα σε ένα σπίτι, που ο ιδιοκτήτης λείπει σε διακοπές. O ιδιοκτήτης επιστρέφει απο τις διακοπές, το ψάρι έχει πεθάνει.
Mε ολο το μαλλι μου να πλεει στο νερο, γυριζω αναποδα μεσα στη γυαλα και κλεινω τα ματια. Mπορω να δωσω ζωη. Mπορω να παρω ζωη. Eδω ειμαι. Mε ολο το μαλλι.
Πολλα συγχαρητήρια στην Έλενα γι’ αυτή τη δουλειά της και της εύχομαι και πολλές άλλες ανάλογες επιτυχίες στο μέλλον. Το ελληνικό θέατρο και η λογοτεχνία γενικότερα έχουν ανάγκη φωνές όπως η δική της, φωνές ελληνικές αλλά και «ξένες» ταυτόχρονα.
18/11/2011
Θεσσαλονίκη
Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης |
Για την Έλενα Πέγκα – για το βιβλίο “Σφιχτές ζώνες και άλλα δέρματα”
Γνώρισα την Έλενα Πέγκα το 1993 με ένα έργο της που παιζόταν τότε στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο (Θεσσαλονίκη), “Έλληνας Εξωγήινος”. Είχα πάει εκεί παρότρυνσης της φίλης μου της Καρολίνας, η οποία ήταν παιδική φίλη της Έλενας. Μία Αμερικάνα και μια Ελληνίδα στη σκηνή προσπαθούσαν να επικοινωνίσουν μιλώντας η καθεμιά τη γλώσσα της. Ενθουσιάστηκα. Ήθελα να συναντήσω τη συγγραφέα (και σκηνοθέτη σε εκείνο το έργο), να της πω όλα αυτά που με δόνησαν θετικά, αλλά δεν έβρισκα ευκαιρία γιατί τότε ζούσε εκτός Ελλάδας. Στο μέλλον είχα ευκαιρία να ρθώ σε επαφή με πολλά έργα της.
Το βιβλίο “Σφιχτές ζώνες και άλλα δέρματα” -το οποίο κλήθηκα να προσεγγίσω ως εικαστικός- το διάβασα από πίσω προς τα μπρος -όπως κάνω με τα περισσότερα βιβλία- και μετά από μπρος προς τα πίσω και πάλι προς τα μπρος. Απορροφήθηκα από τις μικρές ιστορίες που εκτυλίσσονται σε διάφορους τόπους και χρόνους, προκαλώντας χαοτικές καταστάσεις μέσα από απροσδιόριστες σχέσεις, από ακαθόριστες προθέσεις, από ξαφνιάσματα που μοιάζουν υπερρεαλιστικά, για να συγκρουστούν με την πλήξη που απειλούν τις ανθρώπινες συναλλαγές.
Αυτό το χάος μεταστοιχειώνει η Πέγκα σε τάξη, συγγραφική τάξη, κατορθώνοντας να διατυπώσει με λόγο σαφή και οικονομημένο αλλά “ανοιχτό”, ένα σύστημα σχέσεων και καταστάσεων που διατρέχει την καθημερινότητά μας διασώζοντάς την από την πλαδαρότητα.
Το χιούμορ αποκαλύπτεται διακριτικά, δεν είναι πρόθεση, δε λέει αστειάκια η Πέγκα. Διατυπώνει τα σοβαρά διλήμματα, τους προβληματισμούς της, την αγωνιώδη απελπισία της, τη ρίξη της με την ανοία, την ειρωνία της για την επισημότητα και τη σοβαροφάνεια με αστείο τρόπο. Με ύφος παιδιού. Με τακτ σοφού. Και εδώ, τώρα, σε αυτές τις ιστορίες, νομίζεις οτι η Πέγκα είναι τόσο αθώα σαν να βγήκε μόλις απ' το αυγό ή τόσο ώριμη σαν να χει κλειστεί στο αυγό, αυστηρός στοχαστής, με διαπεραστική ματιά και τολμηρή ανάστροφη θέση.
Διαβάζω μερικές από τις ιστορίες του βιβλίου, επιλέγοντας 2-3 καθοριστικές λέξεις απ' την καθεμία, οι οποίες είναι αρκετές για να κάνουν μια σφιχτή εικόνα.
ΜΠΕΝ
Τα γενέθλιά μου, μια τούρτα, άγρια παραλία, πούλια έφαγαν ολόκληρη την τούρτα. Γιορτάσαμε. Αυτός φόρεσε ένα μακρύ, πρασινο κιμονό ολομέταξο, σειρές από κολιέ και κόκκινες ψιλοτάκουνες γόβες.
Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Ήταν ένα όμορφο κτίριο art deco με ψηλά ταβάνια, με δύο χρυσές πελώριες σφίγγες δεξιά κι αριστερά. Είχε ένα ενυδρείο με χρυσόψαρα, δεν είναι αληθινά.
ΘΑΛΗΣ
Δυο φίλες, μέσα στο δωμάτιο καπνίζουν τσιγάρα και ακούν τις σονάτες του Μπετόβεν. Πολεμούν το συναίσθημα.
ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΞΕΝΗ ΧΩΡΑ
Το λέει στα κινέζικα. Βαριόμαστε γιατί δεν είμαστε ποιητές. Προσπερνούμε την κάθε στιγμή σα να είναι συνηθισμένη, ενώ δεν είναι.
MICKAEL
Ήταν ο ταξιθέτης στο βόρειο Λονδίνο. Δέχτηκα, το Hackney είναι κακή γειτονιά, φτωχή κι επικύνδυνη. Μπήκαμε σε έναν χώρο που έμοιαζε με κουζίνα. Του μίλησα τρυφερά όπως μου ζήτησε.
Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΣ
Μπάινοντας στο ξενοδοχείο είδες τη μεγάλη σκάλα. Κατέβηκες με τα πόδια τη μεγάλη σκάλα. Στάθηκες έξω από την πόρτα με το νούμερο 39.
Ο ΣΛΟΒΕΝΟΣ ΧΟΡΕΥΤΗΣ
Πήγα στο Βελιγράδι καλεσμένη. Οι Σέρβοι φίλοι μου ντυμένοι στα μαύρα σαν να πενθούν, κόμψοί και διανοούμενοι μου έιχαν δώσει την εντύπωση πως το Βελιγράδι είναι το Μανχάτταν των Βαλκανίων. Επισκέφτηκα το μουσείο μοντέρνας τέχνης. Ένα άλογο στεκόταν στο φανάρι. Το φανάρι άλλαζε από κόκκινο σε πράσινο, από πράσινο σε κόκκινο. Το άλογο στεκόταν. Πολύ κουρασμένο.
ΧΕΝΡΥ
Mίλλερ ή Τζέημς
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
Στο Παρίσι οι άνθρωποι κλαίνε μέσα στα ωραία πάρκα με τα δέντρα κομμένα σε γεωμετρικά σχήματα. Κλαίω κι εγώ όπως τόσοι άνθρωποι στο Παρίσι.
ΤΗ ΖΩΝΗ
Το Τορίνο είναι μπαρόκ πόλη. Ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα σε ένα κίτρινο ποτάμι. Βάρκες στο κίτρινο ποτάμι γλιστρούν ήσυχα, αργά, πολύ αργά. Κοίτα το ποτάμι. Σφίγγει την πόλη.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΓΥΜΝΟ
Βρέχει με βροντές και αστραπές. Δείχνει το στήθος της. Ο ντυμένος άντρας. Η τελεόραση ανοιχτή. Δείχνει σκηνές, κτίρια να καίγονται. Η γυναίκα ονειρεύεται. Ένα μεγάλο πάρκο με μια λίμνη. Και πολλές πάπιες.
ΨΑΡΙΑ
Τους ψαράδες τους μισώ. Αν σε πάρουνε μαζί τους για ΄ψαρεμα και πιάσουν πολλά ψάρια, τότε θέλουν να σε παίρνουν συνέχεια μαζί τους.
Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
Ποιά είναι η δική τους σχέση με το χρόνο; Περνώ τη μέρα μου στο μεγάλο τραπέζι με το πράσινο κάλυμμα. Θέλω να συνομιλήσω με το χρόνο.
ΜΕ ΟΛΟ ΤΟ ΜΑΛΛΙ
Το καλοκαίρι τα πρόβατα συέκονται ακίνητα μέσα στο μαντρί. Με όλο το μαλλί τους πάνω τους.
Η ΩΡΑΙΑ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΣ
Ξεντύνεται μπροστά στον καθρέφτη. Ένα μεγάλο υπνοδωμάτιο με λευκή μοκέτα. Οι μυρωδιές. Η ζάλη. Βλέπει το σώμα της μέσα στον καθρέφτη. Η δική της ομορφιά αποτελεί εξαίρεση. Πέφτει στο κρεβάτι πίνοντας βενζίνη. Το πρωι ξυπνά ανανεωμένη.
Ελένη Θεοφυλάκτου
εικαστικός
www.elenitheofilaktou.gr
|