Ομιλία Μαίρης Μικέ
Υποδειγματικές κριτικές σελίδες*
Δημ. Νικολαρείζης, Δοκίμια κριτικής, Ούγος Φώσκολος & Ανδρέας Κάλβος, επιμέλεια, σημειώσεις και επιλεγόμενα: Χ. Λ. Καράογλου, εκδόσεις Άγρα, 2011.
Η συγκεντρωτική για πρώτη φορά έκδοση όλου του κριτικού έργου του Δ. Νικολαρεϊζη, με επιμέλεια, σημειώσεις και επιλεγόμενα του Χ.Λ. Καράογλου προσφέρει μια πανοραμική εποπτεία αυτού που χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα φωτεινότερα μυαλά της γενιάς του 1930 με ευρύτατη παιδεία γύρω από τη διεθνή και ελληνική ποίηση, την πεζογραφία, το δοκίμιο, την τέχνη, την θεωρία της λογοτεχνίας.
Ο ίδιος αργότερα στο «Ένα ανέκδοτο γράμμα του Νίκου Καζαντζάκη» ως εξής ορίζει τη θητεία, τις οφειλές για της τέχνης του την περιοχή: «Της δικής μου πρώτης νιότης οι δάσκαλοι κι εμπνευστές από τους νεότερους – δε μιλώ για τους κλασικούς – υπήρξαν ο Μπωντλαίρ, ο Πόου, ο Βερλαίν, ο Ρεμπώ, ο Λαφόργκ, ο Μαλλαρμέ, ο Βαλερύ. Όχι, ποτέ ο Κλωντέλ. Αργότερα προστέθηκαν ο Άγγλος Έλιοτ και ο Ιταλός Μοντάλε. Και από τους πεζογράφους και τους φιλοσόφους την ευαισθησία και την σκέψη μου μόρφωσαν ο Φρόυντ, ο Μπερξόν, ο Τιμπωντέ κι ο Αλαίν, μαζί με τον Ζιντ και τον Προυστ». (330)
Υπερασπίζεται από τα πρώτα του γραπτά με θέρμη την (αναγκαία) αποστολή της κριτικής, αποφεύγει έναν από τους πλέον επικίνδυνους σκοπέλους της, τον ιμπρεσσιονισμό, διακηρύσσει με τόλμη την ανεξαρτησία της από την πρόσδεση στο άρμα της εξουσίας – και μάλιστα παρά το γεγονός ότι αυτά γράφονται σε νεαρή ηλικία στρέφονται με τόλμη ενάντια στις διακηρύξεις του Γκαίμπελς για τον ρόλο της κριτικής στην περαίωση των στόχων του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος – και αναγνωρίζει στην κριτική έναν επιτελικό ρόλο: εκτός από την συμπτωματική ενασχόληση με το έργο τέχνης, έργο της κριτικής είναι η γραμματολογική θεώρηση, η ταξινόμηση, η υπακοή σε μια ώθηση εσωτερική, η ανάλυση και το ξεκαθάρισμα συγκεχυμένων εντυπώσεων, η διαβάθμιση, η αξιολόγηση του νέου, η σχέση με την παράδοση, η ανταλλαγή σχέσεων έξω από στενά εθνικά όρια. Συνεπώς «η περιγραφή της τέχνης» αποκόπτει ζωτικά μέλη από το σώμα της κριτικής Υπερασπίζεται τους κριτικούς, αναγνωρίζει το πρόσωπό τους,
Μ’ ένα έξοχο δοκιμιακό ύφος ο Ν., εκδηλώνοντας από νωρίς την έφεσή του και χαράσσοντας έγκαιρα τα όρια στην περιοχή της τέχνης του, ξεκινά από το συμβατικό και συνάμα εμβληματικό όριο του 1930 με το έργο του Ζιντ. Ξεχωρίζει – κι επιμένω σ’ αυτό γιατί θα αποτελέσει μια από τις σταθερές μεθόδους προσέγγισης του Ν. – την επιμονή του «αληθινού» ποιητή να μην κατατρίβεται στην επιφανειακή ζωή, να συλλαμβάνει ή να μαντεύει πίσω από το όραμα του αισθητού κόσμου το αρχέτυπο, να ξεχωρίζει το ατελές και φθαρτό περίβλημα της ιδέας και να την ξαναπλάθει με τα μέσα της τέχνης ή του πνεύματος και να της δίνει μορφή αιώνια. Οι απόψεις αυτές φυσικά, με οφειλές στον Πλάτωνα, τους νεοπλατωνικούς βρίσκουν στα μεσοπολεμικά χρόνια έδαφος γόνιμο στον συμβολισμό. Η πειθαρχία και η ισορροπία της μορφής αποτελούν, κατά τον Ν., επίμοχθο έργο του ποιητή (και συνεπώς και του Ζιντ) που καλείται να τιθασεύσει την μεγαλόστομη παθητική τεχνητή συγκίνηση που ακκίζεται σε φραστικούς ακροβατισμούς. Αντίθετα η μετρημένη έκφραση με σύντομες και σίγουρες μονοκοντυλιές, κατά το παράδειγμα της ζωγραφικής, μπορεί να οδηγήσει (τον αναγνώστη) σε μονοπάτια αυτογνωσίας μακριά από ερωτήματα με γνώριμες απαντήσεις. Αυτήν ακριβώς την αναγνωστική ανησυχία θεωρεί ο Ν. καρποφόρα.
Τα παραπάνω προϋποθέτουν την καταβύθιση στις απροσμέτρητες εσωτερικές αβύσσους, «το εσωτερικό βάραθρο», την ενδοσκόπηση, την ανάθεση μιας προνομιακής θέσης στη μνήμη, μια μνήμη σπειροειδή με απότομες και απροειδοποίητες εκτινάξεις στη δραματική εμπλοκή της με τον Χρόνο, ως θεματοφύλακα του νεκρού χρόνου. Μέσα από αυτή την οπτική ο Ν. δεν μπορεί παρά να πριμοδοτεί την μποντλαιρική νοσταλγία μιας παραδείσιας αρμονίας, την λειτουργία της ανάμνησης, για παράδειγμα, στον Μαλλαρμέ και τον Προυστ «ο τελευταίος επίγονος του ρομαντισμού! Προικισμένος με καταπληκτική μνήμη». Η μόνωση, η εσωτερική ένταση, η απομάκρυνση από την τύρβη της κοινωνικής ζωής αποκαλύπτουν την δύναμη και την διεισδυτικότητα της όρασης όπως πλέον αποτυπώνεται στο έργο τέχνης.
Η πιο συστηματική λοιπόν ενασχόληση με τη ζωγραφική είναι αναμενόμενο να οδηγήσει τον Ν. σε κείνα τα κινήματα που αποστρέφονται τον πραγματισμό, ανιχνεύουν το εσωτερικό αποτύπωμα, επιδίδονται στην ανάλυση του φωτός, θρυμματίζουν την ύλη και αποδιαρθρώνουν το σχέδιο, το περίγραμμα ως το νοητικό στοιχείο, το διαβατήριο της λογικής και πριμοδοτούν όχι τη φύση αλλά την απάντηση που δίνει η ανθρώπινη συνείδηση στη φύση.
Ο ρομαντισμός μοιάζει στη σκέψη του Ν. να αποτελεί τη μήτρα για τις εκβλαστήσεις της νέας ευαισθησίας. Όχι όμως ως απευθείας απόγονος «αλλά έξω απ’ αυτή σ’ ένα σημείο που μόλις το άγγιξε σβήνοντας το ρομαντικό κύμα».
Τα δύο δοκίμιά του για τον Καβάφη, εξαίρετα δείγματα υφολογικής ανάλυσης, προτείνουν τα εξής: από τον «Ηδονισμό στην ποίηση του Καβάφη» - μια θέση που σήμερα φαντάζει περίπου αυτονόητη – ο Ν. ξεχωρίζει την αποταμίευση του αισθησιασμού στην διανοητική επεξεργασία της ποίησης. Όταν η αίσθηση μετασχηματιστεί σε ανάμνηση και πολιτογραφηθεί στις ποιητικές δέλτους, τότε η απομάκρυνση από τις περιοχές του «ασεβούς ηδονισμού» και η είσοδος στην περιοχή της ποίησης γίνεται αυτόματα. Όσο για το δεύτερο «Η διαμόρφωση του καβαφικού λυρισμού», ο Ν. παρακάμπτει την μέθοδο που ζητά να γνωρίσει το πρόσωπο του ποιητή χρησιμοποιώντας το κείμενο και καταφεύγει στην κρίση του ποιητικού έργου με τα αφηρημένα μέτρα που σου «αποκρυστάλλωσε η σπουδή του λογοτεχνικού γένους. Στην περίπτωση αυτή, όπου η συγκριτική υποβαστάζει τη σκέψη, το αντικείμενο είναι η τεχνική κατασκευή του έργου, όχι το περιεχόμενό του. Η ανάλυση τότε περισφίγγει την ποιητική μέθοδο, όχι το άτομο του ποιητή». (230) Εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους η εντύπωση, η συγκίνηση, το αίσθημα διαμορφώνονται σε ποίημα.
Αν για την ποίηση ο Ν. είχε την ευκαιρία να εκφραστεί σε πολλά δοκίμιά του – άλλωστε η ποίηση κατέχει την πρώτη θέση στην αξιολογική του κλίμακα – για τον πεζό λόγο και ειδικότερα για το μυθιστόρημα εκτίθεται στο «Μυθιστόρημα των νέων και η παράδοση του εσωτερισμού». Οι επιλογές των συγγραφέων και των έργων (με εστίαση στους συγγραφείς της Θεσσαλονίκης Γ. Δέλιο, Στ. Ξεφλούδα, Αλκ. Γιαννόπουλο) – με άλλα λόγια καθώς οι ερμηνείες ερμηνεύουν και τον ερμηνευτή – προκαθορίζονται από τα όσα μέχρι στιγμής έχουν κατατεθεί. Οι επινοημένες περιπέτειες, η ανεπαίσθητη συμπλήρωση του βίου με την καθοριστική παρέμβαση της φαντασίας και της μνήμης, η υπονόμευση του τεχνάσματος της αληθοφάνειας, ο καταλυτικός ρόλος για την διαμόρφωση της νέας πεζογραφικής – αυτή τη φορά – ευαισθησίας αποδίδει στο «Φθινόπωρου» του Χατζόπουλου τα οφειλόμενα. Η φιλάργυρη επεξεργασία του γλωσσικού υλικού, η ανάδειξη της μουσικότητας της φράσης αποτελούν για τον Ν. ασφαλή κριτήρια.
Το ενδιαφέρον του για την πρόσληψη και τις συγκριτικές οσμώσεις ο Ν. το έδειξε πολύ νωρίς. Περίτρανα αποκαλύπτεται στο δοκίμιο του 1947 για την «Παρουσία του Ομήρου στη νεοελληνική ποίηση». Του δίνεται έτσι η ευκαιρία να συνδυάσει την βαριά σκιά του Ομήρου όχι μόνο με τη μνήμη πολλών ποιητών της νέας Ελλάδας, (όπου και πέφτει το κέντρο βάρους του δοκιμίου) αρχής γενομένης από τον Σολωμό, για να ακολουθήσουν ο Σικελιανός, ο Καζαντζάκης, ο Σεφέρης και ο Ελύτης αλλά και με το 1821, το 1922, το 1940.
Όχι μόνο. Αν για τον Ν. ένα μεγάλο έργο βλαστάνει και ριζώνει στη γλώσσα και τις παραδόσεις ενός λαού σχηματίζοντας τον γερό κορμό της παράδοσης («αυτός που αρχίζει από το δημοτικό τραγούδι, περνά από τον Ερωτόκριτο και το Κρητικό Θέατρο και οδηγεί στον Σολωμό των αποσπασμάτων», πού, κατά την κρίση του τοποθετείται ο Καβάφης και ο Κάλβος; Mε μια τοποθέτηση που απηχεί σεφερικούς αντίλαλους, «Ο Κάλβος και ο Καβάφης θα μείνουν έξω από την κοίτη του ποιητικού μας ποταμού,σα δυο παράμερα στημένες υδρίες, θαυμάσια σκαλισμένες».
Με τον Κάλβο ο Ν. ασχολήθηκε όχι μόνο στο (εξαντλημένο) αυτοτελές δοκίμιό του, που εδώ, σ’ αυτή την έκδοση γνωρίζουμε αλλά και στα Δοκίμια κριτικής «Λίγα για το ύφος του Κάλβου». Η μέθοδος της «υπαρξιακής ψυχανάλυσης του ύφους» οδηγεί τον Ν. στην ένταξη της καλβικής ποίησης σε μια κατηγορία – σπάνια εξαίρεση αυτό – που διακρίνεται για το υψηλό της φρόνημα και παραμένει στις υψηλές κορυφογραμμές της τραγικής ανθρώπινης μοίρας.
Ο κανόνας του Ν. για την ποίηση συμπληρώνεται από τις απαντήσεις που δίνει στην έρευνα των Μακεδονικών Ημερών το 1938. Η πινακοθήκη συμπληρώνεται από τον Καρυωτάκη, τον Ρίτσο, τον Ράντο (Καλαμάρη), τον Σαραντάρη,τον Άγρα και τον Αν. Δρίβα (άλλος λησμονημένος αυτός).
Όλο λοιπόν αυτό το πλούσιο υλικό είχε την τύχη να πάρει την οριστική του μορφή σε μια άψογη τυπογραφική εμφάνιση των εκδόσεων «Άγρα» με την γνωστή ποιότητα αλλά και να το επιμεληθεί ο Χ.Λ. Καράογλου, γνωστός όχι μόνο για την ακόρεστη δίψα της περιοδικοφαγίας αλλά και για τις τύχες και τους μετασχηματισμούς της νεοελληνικής κριτικής.
Ο Καράογλου, στα Επιλεγόμενα (απαρτίζονται από το κείμενό του «Ο Δ.Ν. και η κριτική της κριτικής», σημειώσεις, χρονολογική σειρά δημοσίευσης, την ανατύπωση των κειμένων των κριτικών Β. Βαρίκα και Α. Ζήρα, μια κίνηση του εκδότη που φανερώνει θαρρώ την οφειλή στους προγόνους και, τέλος, ευρετήριο ονομάτων) υπομνηματίζει παραδειγματικά, καταθέτει πραγματολογικά δεδομένα, λύνει απορίες και κομίζει ένα πλούσιο γραμματολογικό υλικό. Συνήθως αυτές οι ενασχολήσεις δεν αποκαλύπτουν ποτέ τον πραγματικό τους μόχθο που παραμένει επιμελώς και πεισματικά κρυμμένος ανάμεσα στις γραμμές. Κάθε προσεκτικός αναγνώστης ωστόσο, αυτός ο τύπος δηλαδή του αναγνώστη που πριμοδοτείται και από τον Ν. (και όχι μόνο) – μπορεί να εκτιμήσει την εμβρίθεια, την σχολαστικότητα ως προς την διασταύρωση των πηγών.
Δεν θα μπορούσε όμως να κλείσει αυτή η σύντομη περιδιάβαση χωρίς μια εκτενέστερη αναφορά στο κείμενο του Καράογλου για τον «Δ.Ν. και την κριτική της κριτικής».
Ο επιμελητής εστιάζει, θα έλεγε κανείς, το ενδιαφέρον του σε μια ποιητική της κριτικής και επιμένει στον σχολιασμό εκείνων των κειμένων του Ν. όπου κατατίθενται απόψεις για την κριτική, τη λειτουργία της, τους ρόλους της. Δεν αρκείται ωστόσο σ’ αυτό. Ξεκινώντας από το desideratum για την ιστορία της νεοελληνικής κριτικής τοποθετεί ερωτήματα, καταθέτει ερεθιστικά δεδομένα και με την άνεση που του προσφέρει η πολύχρονη ενασχόληση με τον περιοδικό λογοτεχνικό τύπο ανοίγει τους ορίζοντές του και παρουσιάζει καίρια –χρονίζοντα ωστόσο –θέματα για ξετύλιγμα: «Από πότε η νεοελληνική λογοτεχνική κριτική αποκτά συνείδηση του εαυτού της; Aπό πότε άρχισε να αναρωτιέται τι είναι κριτική, ποια η αποστολή της, ποια η σχέση της με τη λογοτεχνία, ποια η σχέση της «δημοσιογραφικής κριτικής» με άλλες ανώτερες μορφές κριτικής; Για τον Ξενόπουλο, ας πούμε, ο Ν. «είναι έξοχος αισθητικός δοκιμιογράφος». Ποια η σχέση νεοελλήνων κριτικών, όπως είδαμε στην περίπτωση του Ν., με ευρωπαϊκές παρακαταθήκες; O Kαράογλου υποδεικνύει πρόσωπα-σταθμούς, όχι όμως με την έννοια της φιλοτέχνησης κάποιων πορτρέτων αλλά – κι εδώ κατά την κρίση μου βρίσκεται το σημαντικό – ενταγμένα σε ένα δίκτυο σχέσεων, τεχνολογιών, συγκρούσεων (κατά τον τρόπο του λογοτεχνικού πεδίου του Bourdieu), διαμάχης ανάμεσα στο παλιό και το νέο.
Η καταληκτική λοιπόν προσωπική μου ευχή στον φίλο συνάδελφο (ακολουθώντας την διάκριση που προτείνει ο ίδιος και έχοντας ήδη στις αποσκευές μου το διαβατήριο της συμπερίληψης στους φίλους και τις φίλες του) είναι να εργαστεί με όλες τις ακμαίες δυνάμεις του προς αυτή την υποδειχθείσα δύσβατη αλλά πολλαπλώς ενδιαφέρουσα οδό με τα έργα και τις ημέρες της νεοελληνικής κριτικής.
Μαίρη Μικέ
Το παρόν κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, στις 27.1.2012.
|