events image  
Επικοινωνία



invitation front
invitation back
 
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ "Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ-ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ"
ΑΡΧΕΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ "ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ"
 
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ "Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ"
 


Ομιλία tου Νίκου Σιγάλα στον Ιανό

Οι δυσκολίες της ιστορίας του Ελληνικού υπερρεαλισμού
Μια εισαγωγή στις μελέτες του Μιχάλη Χρυσανθόπουλου και του Νίκου Σιγάλα για τον Ελληνικό υπερρεαλισμό


Το κείμενο που ακολουθεί έχει σαν αφορμή την ταυτόχρονη έκδοση από τις Εκδόσεις Άγρα δύο μελετών για τον ελληνικό υπερρεαλισμό, της μελέτης του Μιχάλη Χρυσανθόπουλου, «Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι». Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η κατασκευή της παράδοσης και της μελέτης μου, Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η ιστορία του Ελληνικού υπερρεαλισμού ή Μπροστά στην αμείλικτη αρχή της πραγματικότητας. Πρόκειται για δύο βιβλία εκ πρώτης όψεως διαφορετικά, μια φιλολογική και μια ιστορική μελέτη, που έχουν εντούτοις αρκετά κοινά στοιχεία : αναφέρονται στη δεκαετία του τριάντα· εξετάζουν τη σχέση του ελληνικού υπερρεαλισμού με τα διεθνή συμφραζόμενα του κινήματος· εστιάζουν στην από κοινού προσπάθεια των ελλήνων υπερρεαλιστών (του Εμπειρίκου κυρίως και του Καλαμάρη) να θεμελιώσουν τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα με όρους κινήματος και στους λόγους για τους οποίους η προσπάθεια αυτή δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί. Με λίγα λόγια και τα δύο αυτά βιβλία μελετούν τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα σαν ένα ρεύμα που διεκδίκησε τη θέση του στα ελληνικά γράμματα, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄30, χωρίς να καταφέρει να επιβληθεί, τόσο συγχρονικά (κατά τη στιγμή που εμφανίστηκε) όσο και διαχρονικά (στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως αυτή γράφτηκε στη συνέχεια).
Σε αυτήν την ύστερη περιπέτεια του ελληνικού υπερρεαλισμού, στη δυσκολία του να συσταθεί ως ιστορικό υποκείμενο στο πλαίσιο της ιστοριογραφίας της ελληνικής λογοτεχνίας (του συνόλου των προσπαθειών γραφτεί η ιστορία της εν λόγω λογοτεχνίας), θα ήθελα να αναφερθώ στο σύντομο αυτό κείμενο. Αντί παρουσίασης των δύο βιβλίων, λοιπόν, θ’ αποπειραθώ να σκιαγραφήσω τις δυσκολίες που αυτά είχαν να αντιμετωπίσουν προκειμένου να δημιουργήσουν το χώρο τους στο πεδίο της μελέτης της ελληνικής λογοτεχνίας. Με άλλα λόγια θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημα: γιατί εβδομήντα χρόνια από το τέλος της δεκαετίας του ΄30 η ιστορία του ελληνικού υπερρεαλισμού συνεχίζει να αποτελεί ακόμα διακύβευμα;
Θα αρχίσω από μια απλή διαπίστωση. Την απουσία – μέχρι πρότινος τουλάχιστον – μιας ιστορίας του Ελληνικού υπερρεαλισμού , μια ιστορίας με την κυριολεξία της έννοιας: βασισμένης σε πηγές, αρχειακές και αφηγηματικές ή μάλλον στην αντιπαράθεση αφηγηματικών και αρχειακών πηγών (καθώς οι αφηγήσεις αποτελούν αναδιαπραγματεύσεις του παρελθόντος και το αρχείο μας βοηθά να ξεκλειδώνουμε τις αφηγήσεις, ανακαλύπτοντας τις στρατηγικές τους, τις αποκρύψεις ή τις σιωπές τους : το αρνητικό, κατά κάποιον τρόπο, των φωτογραφιών που οι αφηγήσεις αποτελούν). Αντί ιστορίας, μιας ή περισσοτέρων αφηγήσεων, είχαμε στη διάθεσή μας απλά μερικά στιγμιότυπα, σπαράγματα αφηγήσεων, που δεν κατάφερναν να εντάξουν τις νέες πηγές που ήρθαν, την τελευταία δεκαετία κυρίως, στην επιφάνεια, τις οποίες έτειναν μάλλον να απωθούν.
Όποιος έχει ασχοληθεί με την ιστοριογραφία γνωρίζει ότι ο κατακερματισμός της αφήγησης, όταν δεν οφείλεται απλά στην απουσία ιστορικών μαρτυριών, είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας σύστασης του υποκειμένου της αφήγηση. Η δε αδυναμία αυτή οφείλεται με τη σειρά της στον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται άλλες αφηγήσεις, ανταγωνιστικές ή κυρίαρχες στο πεδίο στο οποίο ανήκει  η εν λόγω κατακερματισμένη αφήγηση και όπου τα σπαράγματά της παραμένουν ασύνδετα. Πρόθεση, ρητή ή υπόρητη,  των δύο νεοεκδοθεισών μελετών, ήταν να απεγκλωβίσουν τα σπαράγματα της ιστορίας του ελληνικού υπερρεαλισμού, τα λίγα στιγμιότυπα της ιστορίας αυτής που ήταν γνωστά, να τα συνδυάσουν με άλλα, άγνωστα ή απωθημένα από την κριτική και την ιστοριογραφία, που είτε τα έλκουν, ξετυλίγοντας την κουβαρίστρα της αφήγησης, είτε τα απωθούν, αφήνοντας χώρο για νέα στιγμιότυπα. Με άλλα λόγια, οι δύο μελέτες δεν φιλοδοξούν να πλάσουν ένα ενιαίο ιστορικό υποκείμενο και, συνεπώς μια γραμμική αφήγηση, αλλά να απελευθερώσουν τα στοιχεία του παρελθόντος που μελετούν, τις ιστορικές πηγές και κυρίως τα ποιητικά κείμενα που βρίσκονται στο κέντρο του παρελθόντος αυτού: να συμβάλουν στην απελευθέρωση των αναγνώσεων. Με τον τρόπο αυτό τόσο η φιλολογία όσο ή η ιστορία γίνονται ένα είδος βαλλιστικής μηχανής, μηχανής πολέμου κατά των σκληρών – και αυταρχικών στο χώρο που ελέγχουν – φιλολογικών ή ιστοριογραφικών σχημάτων, τα οποία, επιβάλλοντας  τους όρους τους στο πεδίο της ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας, οδήγησαν στην αδυναμία του ελληνικού υπερρεαλισμού να οργανωθεί σε ιστορικό υποκείμενο.
Θ’ αναφερθώ συγκεκριμένα σε τρεις τόπους της ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας σε σχέση με τον ελληνικό υπερρεαλισμό, οι οποίοι πρωτοεμφανίζονται στο έργο ενός σημαντικού μελετητή, του Μάριο Βίττι, και οι οποίοι, λόγω της σημασίας του έργου του τελευταίου, αναπαράγονται στη συνέχεια από μεταγενέστερους ερευνητές, αυξάνοντας κάθε φορά το κύρος τους. Σε αυτούς τους τόπους προσκρούουν όσοι ασχολούνται με τον ελληνικό υπερρεαλισμό, σαν σε ένα είδος υφάλους. Ας σημειωθεί πάντως ότι η πρόθεσή μου δεν είναι να μειώσω τη συμβολή του Βίττι, ο οποίος εξάλλου αποτίμησε θετικά τον ρόλο του υπερρεαλισμού στα ελληνικά γράμματα. Οι τόποι που ο Βίττι εισήγαγε στη μελέτη του ελληνικού υπερρεαλισμού εξετάζονται εδώ κυρίως επειδή αποτέλεσαν εφαλτήριο μιας σειράς θέσεων που απαξιώνουν τον ελληνικό υπερρεαλισμό.
Θ’ αρχίσω από τον πιο απλό από τους τρεις τόπους, τον λιγότερο θεωρητικό. Δεν πρόκειται για ένα ερμηνευτικό σχήμα αλλά για μια αφηγηματική τακτική. Όμως οι αφηγηματικές τακτικές έχουν συχνά μεγαλύτερη σημασία από τα εκπεφρασμένα θεωρητικά σχήματα, επειδή είναι υπόρητες και διαφεύγουν την κριτική.
Αν πάρει κανείς στα χέρια του το βιβλίο του Βίττι για τη γενιά του ΄30 και εξετάσει ποιοι αναφέρονται σε αυτό ως έλληνες υπερρεαλιστές, συναντά τον Εμπειρίκο, τον Ελύτη και τον Εγγονόπουλο. Αν μάλιστα γυρίσει λίγες σελίδες προς τα πίσω, πριν φτάσει στον υπερρεαλισμό, θα βρει μια εκτενή αναφορά στον Νίκη Καλαμάρη, όχι όμως ως υπερρεαλιστή. Ο Καλαμάρης δεν εντάσσεται στους έλληνες υπερρεαλιστές, ίσως απλά από λάθος : καθώς ο Βίττι θεωρεί, λανθασμένα, ότι ο Καλαμάρης φεύγει από την Ελλάδα το ΄36. Παρότι ο Καλαμάρης συμμετείχε σε μια σειρά εκδοτικές προσπάθειες με υπερρεαλιστικό χαρακτήρα μέχρι τις αρχές του ΄38 (έκδοση του Συμβολαίου με τους Δαίμονες, συμμετοχή στο περιοδικό Νέα φύλα και στον τόμο Υπερεαλσμός Α΄). Στα εκδοτικά αυτά γεγονότα αναφέρεται εξάλλου την ίδια εποχή ο Αλέξανδρος Αργυρίου .
Αποσυσχετισμός λοιπόν του Κάλας από τους άλλους  Έλληνες υπερρεαλιστές, στο έργο του Βίττι. Η αφηγηματική αυτή τακτική δεν θα αποτελούσε ζήτημα αν δεν είχε υιοθετηθεί στη συνέχεια από την πλειοψηφίας των ερευνητών, οι οποίοι δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να την τεκμηριώσουν. Ενώ, όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του 20ου αιώνα, ο αποσυσχετισμός παίρνει τη μορφή αντιπαράθεσης του Κάλας στους άλλους τρεις έλληνες υπερρεαλιστές. Υιοθέτηση απλά της αφήγησης του Βίττι; και γιατί όχι του Αργυρίου, που έφερνε στο φως περισσότερα τεκμήρια; Ίσως γιατί ο Βίττι διατύπωνε ένα ολοκληρωμένο σχήμα ενώ ο Αργυρίου – πιο συνετός από ιστοριογραφική άποψη – διατύπωνε κάποιες ιστορικές απορίες, την αδυναμία απάντησης των οποίων, κατά τη δεδομένη στιγμή, απέδιδε στην πενία των εκδεδομένων πηγών .
Γιατί όμως ο αποσυσχετισμός του Καλαμάρη από τους υπόλοιπους Έλληνες υπερρεαλιστές αποτέλεσε τροχοπέδη για τη σύσταση του ελληνικού υπερρεαλισμού σε ιστορικό υποκείμενο; Διότι, αν συνθέσουμε τα σχετικά με την ιστορία αυτή στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας, η εικόνα που προκύπτει είναι εντελώς διαφορετική : Μια ιστορία που αρχίζει με τη συνάντηση των δύο το ΄33, με τη στενή φιλία τους (που τεκμηριώνουν γραπτά αφιερώσεις, επιστολές και αφηγήσεις, οι οποίες καλύπτουν την περίοδο μεταξύ 1933 και 1941), και την όλο και πιο συστηματική προσπάθειά τους να εκδώσουν υπερρεαλιστικό περιοδικό και να συστήσουν  υπερρεαλιστική ομάδας στην Ελλάδα. Η δε προσπάθεια αυτή, παρά κάποιες διακυμάνσεις και αποστασίες (όπως φερειπείν οι διακυμάνσεις του Ελύτη  και η «αποστασία» του Δημαρά), φτάνει στο αποκορύφωμά της  στις αρχές του ΄38, με την έκδοση του Υπερεαλισμός Α΄. Πρωτεργάτες της προσπάθειας, υπήρξαν καθ’ όλη τη διάρκεια ο Εμπειρίκος και ο Καλαμάρης, που προσπάθησαν, τόσο ιδιωτικά (μεταξύ φίλων και γνωστών), όσο και δημόσια (με τη διάλεξη του ’35 και την Υψικάμινο, ο Εμπειρίκος, με την αρθρογραφία του στα Νέα Φύλα και το Συμβόλαιο με τους δαίμονες,ο Καλαμάρης, μεταξύ άλλων), να προσηλυτίσουν το μικρό, αλλά ικανό για σύσταση υπερρεαλιστικής ομάδας, πυρήνα των ανθρώπων που συμμετέχουν στον Υπερρεαλσισμός Α΄. Μπορούμε να μιλήσουμε για την ιστορία, όχι μιας ομάδας, αλλά μιας προσπάθειας, για μια τροχιά.
Εν τέλει, ο αποσυσχετισμός μας απαγορεύει ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί αυτή η τροχιά διεκόπη. Καθώς η απάντηση βρίσκεται στην απωθημένη, και από τους ίδιους και από την κριτική, ρήξη μεταξύ των δύο. Η δε ρήξη αυτή έχει πολλές και ενδιαφέρουσες διαστάσεις που σχετίζονται με το περιεχόμενο της ιστορίας του ελληνικού υπερρεαλισμού. Η κατανόηση της ρήξης όμως προϋποθέτει την μελέτη της σχέσης και της συνοδοιπορίας, που απωθήθηκε από την κριτική. Κατά περίεργο λοιπόν τρόπο, η κριτική απώθησε ακριβώς αυτό που θα έπρεπε να αναλύσει, αν την ενδιέφερε η ιστορία του Ελληνικού υπερρεαλισμού· και έτσι η ιστορία αυτή κατέστη αδύνατη χωρίς τη συστηματική αμφισβήτηση της εν λόγω κριτικής. Δεν ήταν βέβαια ο μόνος λόγος.
Προσκόμματα στη συγγραφή μιας ιστορίας του ελληνικού υπερρεαλισμού, έθετε ένας άλλος τόπος, που οργανώνει τον τρόπο με τον οποίο τέθηκε το όλο ζήτημα της μελέτης της δεκαετίας του ΄30 κατά τη μεταπολίτευση· ήδη από το άρθρο που δημοσιεύει ο Βίττι στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Ο Πολίτης, το 1976, με τίτλο, «Οι δύο πρωτοπορίες στην ελληνική ποίηση » . Καθώς είναι η δεύτερη από τις δύο πρωτοπορίες, ο μη υπερρεαλιστικός μοντερνισμός, με κεντρική φιγούρα το Γιώργο Σεφέρη, που κρίνεται γενικά ωριμότερη από τους μελετητές της μεταπολιτευτικής περιόδου, συμπεριλαμβανομένων και μάλιστα πρωτοστατούντων των αριστερών. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο η αριστερή μελέτη της λογοτεχνίας υιοθετεί τον «ξένο» σε αυτήν  Σεφέρη, δίνοντάς του έναν παράλληλο ρόλο με αυτόν που έδωσε η αριστερή ιστοριογραφία της εποχής στο Δημαρά (τα δύο αυτά ζητήματα όμως ζητούν περαιτέρω έρευνα, που δεν έχει πραγματοποιηθεί και έτσι περιορίζομαι εδώ στην αναφορά σε αυτά). Εν ολίγοις, η μελέτη της μίας πρωτοπορίας (της υπερρεαλιστικής) ατόνησε λόγω της σημασίας που αποδόθηκε, μέσα από πολυάριθμες και σοβαρές μελέτες, στην άλλη, και ιδιαίτερα στην κυρίαρχη φυσιογνωμία της, το Γιώργο Σεφέρη. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς πως στο πεδίο της μελέτης της ελληνικής λογοτεχνίας αναπτύχθηκε ένα είδος άρρητου ανταγωνισμού, μεταξύ των, πολλών, μελετητών του Σεφέρη (κάποιοι μιλούν για «σεφερισμό») και των, λιγότερων, μελετητών του ελληνικού υπερρεαλισμού, και ιδιαίτερα του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου. Ο Κάλας, που δε θεωρήθηκε μέρος του Ελληνικού υπερρεαλισμού, δεν κινητοποιήθηκε σε αυτήν την άμιλλα παρά, από έναν άλλο δρόμο (σαν πολεμοφόδιο, κατά κάποιον, τρόπο μιας μηχανής πολέμου κατά του Ελληνικού υπερρεαλισμού).
Το παράδοξο μάλιστα της μεταπολιτευτικής αντιπαράθεσης των «δύο πρωτοποριών» είναι ότι συσκοτίζει τον τρόπο με τον οποίο έλαβε χώρα στην πραγματικότητα ο ανταγωνισμός τους, στη δεκαετία του ΄30. Καθώς, όπως μας δείχνει σήμερα η μελέτη του Μιχάλη Χρυσανθόπουλου, ένας τέτοιος ανταγωνισμός έλαβε πράγματι χώρα με κέντρο το περιοδικό Νέα φύλα και την κριτική του Καλαμάρη προς τον Τσάτσο με τίτλο «Ο κύριος Τσάτσος κριτικός». Τα δε στοιχεία που φέρνει στο φως ο Χρυσανθόπουλος από το αρχείο του Κάλας, δείχνουν πως μετά τη δημοσίευση του άρθρου, το περιβάλλον των Νέων Γραμμάτων προσπάθησε με κάθε τρόπο να σταματήσει την έκδοση των Νέων Φύλων που τα θεωρούσε πλέον όργανο του Εμπειρίκου και του Καλαμάρη ή τουλάχιστον ν’ αλλάξει τον προσανατολισμό του περιοδικού, ασκώντας αφόρητη πίεση στον νεαρό εκδότη του Θαλή Ρητωρίδη. Αφενός, τα Νέα φύλα κλείνουν και αφετέρου, ο Σεφέρης υποκαθιστά τον Καλαμάρη στο ρόλο του υπερασπιστή της νέας ποίησης, στο συμβολικό διάλογο με τον Τσάτσο, εκδιώκοντας ουσιαστικά τον «θερμόαιμο νεαρό». Κεντρικό ρόλο στον ανταγωνισμού μεταξύ των «δύο πρωτοποριών» έχει επίσης ο προσεταιρισμός του Ελύτη από τα Νέα Γράμματα, που στοίχισε σαφώς την εποχή εκείνη στους Εμπειρίκο και Καλαμάρη.
Είναι λοιπόν ενδιαφέρον ότι  η έρευνα αναπαράγει συχνά, σα φάρσα, εντάσεις και διακυβεύματα που δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο που μελετά· τα οποία αντί να αποκωδικοποιεί τα «στοιχειώνει», κατά κάποιον τρόπο, καθιστώντας τα θεμέλια της αυθεντίας της. Με άλλα λόγια, πολύ συχνά – και η παρατήρηση αυτή είναι πολύ γενικότερη του ζητήματος που πραγματεύομαι – οι μελετητές πέφτουν στην παγίδα των στρατηγημάτων μέσω των οποίων τα δρώντα υποκείμενα της ιστορίας που μελετούν καταφέρνουν να ελέγξουν μια συγκυρία, συγχρονικά, τη στιγμή που συμβαίνει, ή διαχρονικά, μέσα από τις αφηγήσεις τους.
Τρίτος τόπος ή τρίτος «σκόπελος» : ο «αστισμός». Το επιχείρημα εισάγεται και πάλι από το Βίττι και έχει τρία σκέλη. Το πρώτο είναι ένα αξιολογικό, από μαρξιστική σκοπιά, επιχείρημα : οι Έλληνες υπερρεαλιστές ήταν αστοί (ισχύει για τον Εμπειρίκο και τον Ελύτη, για τον Κάλας, που ο Βίττι δεν κατατάσσει στους Έλληνες υπερρεαλιστές, και εν μέρει για τον Εγγονόπουλο). Δεύτερο σκέλος, που έχει θέση συνέπειας του πρώτου: ως αστοί που ήταν, οι Έλληνες υπερρεαλιστές έφεραν στην Ελλάδα έναν κολοβό υπερρεαλισμό, αποκομμένο από το πολιτικό του περιεχόμενο: έναν υπερρεαλισμό της πρώτης φάσης, της λεγόμενης « ενατένισης» (contemplation). Τρίτο σκέλος: για το λόγο αυτό υπήρξαν απρόθυμοι να παραγάγουν θεωρητικά κείμενα. Το δε επιχείρημα αυτό «κλειδώνει» τον υπόρητο αποσυσχετισμό του Κάλας από τους έλληνες υπερρεαλιστές, καθώς ο Κάλας είναι γνωστός για τις πολιτικές του πεποιθήσεις.
Το επιχείρημα περί αστισμού, συνυφασμένο με τον αποσυσχετισμό Κάλας-Ελλήνων υπερρεαλιστών έμελε να έχει μακρύ βίο, υπήρξε κυρίαρχο στην ελληνική λογοτεχνική κριτική, και ενέπνευσε πλήθος μελέτες με καταγγελτικό, ή τουλάχιστον απαξιωτικό, ως προς τον ελληνικό υπερρεαλισμό, χαρακτήρα. Και ας ο Αργυρίου έγραφε από τις αρχές τις μεταπολίτευσης (απαντώντας στο Βίττι) ότι δεν ξέρουμε καν τι έλεγε ο Εμπειρίκος στη Διάλεξη του ΄35 . Προς τα τέλη του αιώνα, η καταγγελία πήρε ένα χαρακτήρα τόσο ισχυρό, που οι λίγοι που της αντιτάθηκαν χλευάστηκαν. Μια μικρή, αλλά όχι ικανή, ανακοπή αυτού του ρεύματος αποτέλεσε η έκδοση από τον Άγγελο Ελεφάντη στον Πολίτη αρκετών ανέκδοτων κειμένων του Εμπειρίκου με πολιτικό περιεχόμενο.
Σε αυτό το κλίμα, ο ελληνικός υπερρεαλισμός αμφισβητείτο πια σαν υποκείμενο, μπαίνοντας σε εισαγωγικά. Το κλίμα αυτό δεν άλλαξε παρά με την έκδοση της Διάλεξης του 35, που έδειχνε καθαρά πως ο υπερρεαλισμός «εισήχθη» στην Ελλάδα από τον Εμπειρίκο με απόλυτη σαφήνεια ως προς τον πολιτικό του χαρακτήρα – και μάλιστα σε μία περίοδο έντονων τριβών μεταξύ υπερρεαλιστών και Τρίτης Διεθνούς, που θα κατέληγε, λίγους μήνες αργότερα, στην οριστική ρήξη (με το Συνέδριο για την υπεράσπιση της κουλτούρας). Όχι απλά λοιπόν ο ελληνικός υπερρεαλισμός δεν υπήρξε σε διαφορά φάσεις με τον διεθνή, αλλά εισαγόταν με τα πολιτικά του συμφραζόμενα στην Ελλάδα σε μια δύσκολη περίοδο, ρήξης με τα επίσημα κομουνιστικά κόμματα.  Το ζήτημα αυτό, της σχέσης του υπερρεαλισμού με την Επανάσταση, πραγματεύεται ο Εμπειρίκος σε ένα μακρύ κείμενο του στα Ελληνικά και τα γαλλικά, που βρέθηκε μαζί με τη Διάλεξη του ΄35 και όπου εκτίθενται και τα θεμέλια της μεταψυχολογικής του θεωρίας. Το ίδιο κείμενο μας επιτρέπει να εμβαθύνουμε στο περιεχόμενο της ρήξης μεταξύ Εμπειρίκου και Καλαμάρη (το οποίο, είχε όπως γράφει ο πρώτος στον τελευταίο, από το Παρίσι το 1939, ένα πολύπλοκο ψυχαναλυτικό περιεχόμενο). Άλλωστε αυτά που γράφονται από τον Εμπειρίκο για την επανάσταση, το ασυνείδητο και το υπερεγώ το 1935 είναι αντιδιαμετρικά αντίθετα στη θεωρία του επαναστατικού σαδισμού που αναπτύσσει στη συνέχεια ο Κάλας στο Εστίες πυρός (όπως είχε ήδη διαγνώσει ο Σάβας Μιχαήλ , πριν βρεθεί η διάλεξη και το εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο στο οποίο αναφέρομαι). Η δε αλληλογραφία τους μας δείχνει ότι συζητούσαν με πάθος τα παραπάνω ζητήματα και κατέληξαν να διαφωνούν έντονα γύρω από αυτά.
Αυτόν τον πλούσιο διάλογο απωθούσαν, μεταξύ άλλων, οι τόποι στους οποίους αναφέρθηκα και οι μελέτες βασίστηκαν σε αυτούς, οι οποίες, αντί να ζητούν το περιεχόμενο της ιστορίας του ελληνικού υπερρεαλισμού εκεί όπου βρισκόταν (στη σχέση του με την επανάσταση, την ψυχανάλυση, στην επεξεργασία ειδικών ποιητικών τρόπων από τους έλληνες υπερρεαλιστές), τον περιόριζαν στα στενά όρια που άφηναν σε αυτόν άλλα ρεύματα. Γιατί είναι ο πλούτος του Ελληνικού υπερρεαλισμού που τον κάνει ενδιαφέροντα. Ο τρόπος, φερειπείν, με τον οποίο ο Εμπειρίκος, ο Καλαμάρης και ο Εγγονόπουλος, αντιμετώπισαν, ο καθένας διαφορετικά, την πρόκληση της παρανοϊκή κριτικής του Νταλί, κάτι που ξέφυγε εντελώς από την ελληνική κριτική, που γι’ αυτό δεν κατάλαβε το πόσο υπερρεαλιστικά και πόσο πρωτότυπα στα πλαίσια του υπερρεαλισμού είναι το Μην Ομιλείτε εις τον Οδηγόν, τα «Πρόσωπα και Έπη» και οι «Μυθιστορίες» των Γραπτών και ο τρόπος με τον οποίο, σαν «παρανοïκός κριτικός», ο Κάλας  προσπαθεί να επανεισάγει στον υπερρεαλισμό την εξόριστη από αυτόν κριτική, στις Εστίες πυρός. Ο τρόπος, επίσης, με τον οποίον ο Εμπειρίκος και ο Κάλας αντιμετώπιζαν, ο καθένας τους διαφορετικά, το ζήτημα της επαναστατικής βίας, που ο πρώτος εντόπιζε στην απελευθέρωση του υποκειμένου από το υπερεγώ και ο δεύτερος απέδιδε στον επαναστατικό σαδισμό.
Σε αυτό το «χαμένο» περιεχόμενο του ελληνικού υπερρεαλισμού εστιάζουν οι δύο μελέτες, αναλύοντας φερειπείν την σχέση του με την ψυχανάλυση, που αν και δεδομένη στο πλαίσιο του διεθνούς υπερρεαλισμού, πήρε μια ειδική τροπή στον ελληνικό υπερρεαλισμό, κυρίως μέσω της μεταψυχολογικής θεωρίας του Εμπειρίκου (ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος μιλά για μεταψυχαναλυτική ουτοπία) και της αντιπαρατιθέμενης σε αυτή μεταψυχολογικής θεωρίας του Κάλας. Ακόμα περισσότερο για τον Εμπειρίκο, η μεταψυχολογική αυτή θεωρία (ο πυρήνας της οποίας εντοπίζεται ήδη από το ΄35 στο κείμενο που βρέθηκε μαζί με τη Διάλεξη) γίνεται μες στα Γραπτά ένα πρόταγμα, μια ουτοπία (όπως λέει ο Χρυσανθόπουλος), στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η αναίρεση του οιδιπόδειου (που προοιωνίζεται ήδη στο κείμενο του ΄35 μέσω της αντίθεσης στο υπερεγώ).
Για να αντλήσουν το περιεχόμενο του ελληνικού υπερρεαλισμού, η κάθε μια από τις δυο μελέτες χρησιμοποιεί άλλα εργαλεία. Ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος μιλά για την  «κατασκευή της παράδοσης» από τους έλληνες υπερρεαλιστές, μιας παράδοσης που πλάθεται από αυτούς έκκεντρα σε σχέση με την σεφερική «ελληνικότητα» (την οποία προσεταιρίζεται και ο Ελύτης), επιτρέποντας ιδιότυπους συσχετισμούς με ανατρεπτικό περιεχόμενο. Όπως, για παράδειγμα, ο συσχετισμός από τον Εγγονόπουλο του Σίμωνα Μπολιβάρ με τον αιρετικό ήρωα «μιας εθνεγερσίας», Οδυσσέα Ανδρούτσο («που ήταν και με τους Έλληνες, ήταν και με τους Τούρκους»). Η δε έκκεντρη αυτή κατασκευή της παράδοσης είναι που τους οδηγεί εν τέλει, από διαφορετικούς δρόμους, στην Αμερική: μετανάστευση του Κάλας, Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, Αργώ, «Πρόσωπα και Έπη» και εντέλει Μέγας Ανατολικός του Εμπειρίκου.
Ενώ η δική μου μελέτη τείνει προς τη μικροïστορία, εστιάζοντας στα πρόσωπα, τις μεταξύ τους σχέσεις και τον τρόπο με τον οποίο τα πρόσωπα και οι σχέσεις τους επηρεάζονται από τα πολυτάραχα γεγονότα της εποχής: τον Ισπανικό Εμφύλιο και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που αφήνουν το στίγμα τους τόσο στις ιδέες, όσο και στην ποιητική τους.
Πως ένα εννοιολογικό περιβάλλον (εν προκειμένω ο υπερρεαλισμός) πλέκεται μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις, σε έναν τόπο και σε μια γλώσσα; Και πως αυτό το εννοιολογικό περιβάλλον διαρρηγνύεται, σα συνέπεια της διάρρηξης των σχέσεων, της πικρίας και της απογοήτευσης που αυτή προκαλεί; Πως εντέλει τα γεγονότα, με το βάρος τους, μεταμορφώνουν τις σχέσεις και τις αντιλήψεις τον ανθρώπων και επιδρούν καταλυτικά στο εννοιολογικό περιβάλλον που τους συνδέει;
Αυτό είναι το πλαίσιο της ιστορία του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, καθώς επίσης του υπερρεαλισμού –  και πολλών άλλων κινημάτων – στη Γαλλία και αλλού. Γιατί τι άλλο είναι ένα κίνημα από ένα εννοιολογικό περιβάλλον που μοιράζονται, με διαφορετικού τρόπους, μια ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούν, μεμονωμένα και από κοινού, να διευρύνουν το περιβάλλον αυτό «πραγματώνοντάς» το, τρέποντας το σε υποκείμενο της ιστορίας;
Τις προσπάθειες «πραγμάτωσης» του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, από μια μικρή ομάδα ανθρώπων, που υπήρξαν όλοι τους σημαντικοί ποιητές και διανοητές, εξετάζουν, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο, οι δυο μελέτες, ξεπερνώντας τους σκοπέλους της προγενέστερης λογοτεχνικής κριτικής, που είτε αγνόησε αυτές τις προσπάθειες και το ιστορικό υποκείμενο που θέλησαν να πραγματώσουν είτε αντιμετώπισε και αυτές και αυτό αποσπασματικά.


Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στις εκδηλώσεις-παρουσιάσεις των δύο μελετών και του Ανθολογίου του Μεγάλου Ανατολικού (που επιμελήθηκε ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης) που οργάνωσαν οι Εκδόσεις Άγρα στις 7 Φεβρουαρίου 2012 στην αίθουσα του βιβλιοπωλείου Ιανός στην Αθήνα και στις 9 Μαρτίου 2012 στην αίθουσα του βιβλιοπωλείου του ΜΙΕΤ στη Θεσσαλονίκη.

Ενώ καθένας από τους ποιητές αυτούς υπήρξε αντικείμενο πολλών και σοβαρών μελετών, το ίδιο δεν συνέβη και για το κίνημα το οποίο εκπροσωπούσαν στην Ελλάδα. Με ορισμένες σημαντικές εξαιρέσεις : Τα κείμενα για τον ελληνικό υπερρεαλισμό του Νάνου Βαλαωρίτη (Για μια θεωρία της γραφής Β΄. Κείμενα για τον υπερρεαλισμό, Εκδόσεις Ηλέκτρα, Αθήνα, 2006)· τη μεταπτυχιακή εργασία του Μιχάλη Χρυσανθόπουλου, «The Emergence of Greek Surrealism (Literary and Intellectual Origins)», M.A. Degree thesis, University of Birmingham, Faculty of Arts, School of Hellenic and Roman Studies, 1979· τη διδακτορική διατριβή της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, LesurréalismeentantquecourantpoétiqueenGrèce (Thèse de doctorat de 3ème cycle à l’INALCO, Paris III), ιδιωτική έκδοση, Παρίσι, 1980· τη μελέτη του Βίκτωρα Ιβάνοβιτς, Υπερρεαλισμός και «υπερρεαλισμοί». Ελλάδα-Ρουμανία-Ισπανόφωνες χώρες, Εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα, 1996 ·την πρόσφατη μεταπτυχιακή εργασία του Evan Jones, «Surrealism in Greece 1935-1941: Cultural Nationalism, Myth & Hybridity» που υποστηρίχθηκε το 2009 υπό τη διεύθυνση του David Lomas στο School of Arts, Histories and Cultures του πανεπιστημίου του Manchester. Οι εξαιρέσεις αυτές όμως έμειναν στο περιθώριο της κυρίαρχης τάσης της ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας.

MarioVitti, Η γενιά του 30. Ιδεολογία και μορφή (1979), Ερμής, Αθήνα, 2006.

Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ο ελληνικός υπερρεαλισμός υπήρξε ανάπηρος;», Διαβάζω, τευχ. 120, 5/6/1985, σσ. 33-42.

Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ένας ποιητής του αυτοσχεδιασμού» (Ηριδανός, τευχ. 4, Φεβρ.-Μάρτ. 1996), στο του ίδιου, Διαδοχικές αναγνώσεις ελλήνων υπερρεαλιστών, Εκδόσεις Γνώση, 1983, σσ. 89-114.

Mario Vitti, «Οι δύο πρωτοπορίες στην ελληνική ποίηση· 1930 με 40», Ο Πολίτης, τεύχ. 1, 1976, σσ. 72-79.

Αλέξανδρος Αργυρίου, «Ένας ποιητής του αυτοσχεδιασμού», όπ π.

Σάββας Μιχαήλ, «Sade Breton Τρότσκι Κάλας. Τόποι ενός μεσημβρινού», στο του ίδιου, HomoPoëticus, Άγρα, 2006, σσ. 225-243.