Δοκίμια Κριτικής
του Δ. Νικολαρεΐζη
Πριν απ’ όλα, θέλω να ευχαριστήσω τον Σταύρο Πετσόπουλο που μου πρότεινε να συμμετάσχω στην αποψινή παρουσίαση και να πω κι εγώ δυο λόγια για έναν συγγραφέα τον οποίον εκτιμώ βαθύτατα. Ξαναδιαβάζοντας την καινούρια έκδοση των δοκιμίων του Νικολαρεΐζη, σκέφτηκα πως εξακολουθούν να ισχύουν ορισμένες αρχές φιλολογικής δικαιοσύνης. Μέσα στον καταιγισμό πληροφοριών, εκδόσεων, ιδεών και τεχνολογικής προόδου που μας κατακλύζουν κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η παρουσία της μορφής και του έργου του Νικολαρεΐζη βρίσκουν και πάλι, έστω μετά από τόσα χρόνια, τη θέση που τους αξίζει στην εντελώς σύγχρονη πνευματική μας ζωή. Συγκεντρωμένο πια ολόκληρο το δοκιμιακό του έργο και με στοργή φροντισμένο από τον Χ.Λ. Καράογλου στον τόμο που παρουσιάζουμε, επαναφέρει στην προσοχή, κυρίως των νεότερων γενεών, αλλά θυμίζει και στους παλαιότερους, τη σημαντική προσφορά στα Γράμματά μας ενός ανθρώπου που δεν επεδίωξε όσο ζούσε τον θόρυβο και τις τυμπανοκρουσίες. Και ίσως, αυτή η ηθική στάση του δεν είναι το μικρότερο στοιχείο που μπορούμε να κρατήσουμε από την περίπτωσή του.
Από τον χρονολογικό πίνακα συγγραφής καθενός δοκιμίου, που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου ο Χ.Λ. Καράογλου, φαίνεται καθαρά πως το εκτενέστερο και σημαντικότερο μέρος της παραγωγής του Νικολαρεΐζη εμφανίζεται στην δεκαετία του 1930. Η παρατήρηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αν σκεφτούμε πως ο συγγραφέας μας βρισκόταν τότε σε πολύ νεαρή ηλικία, μεταξύ 20 και 30 ετών. Η οξύτητα των κρίσεών του, η καλλιέπεια του λόγου του και η συνολική παιδεία του, που δεν περιορίζεται αποκλειστικώς σε θέματα λογοτεχνίας (ενδεικτικό στο σημείο αυτό το δοκίμιό του «Το παράδειγμα της ζωγραφικής»), αποδεικνύουν πως ο Νικολαρεΐζης κατεβαίνει στον στίβο της κριτικής με ικανότατα, με σπάνια θα έλεγα, αποθέματα παιδείας και αποτελεί μάλλον εξαίρεση για την εποχή του. Αν αφήσουμε προσώρας στην άκρη τις σεφερικές Δοκιμές, στις οποίες ο νομπελίστας ποιητής υπερασπίστηκε, ανέλυσε και πρόβαλε τις προσωπικές του ιδέες για την ποίηση, και ειδικότερα για την δική του ποίηση, η γενιά του ’30 δεν έχει να επιδείξει πιο ολοκληρωμένον, πιο πειστικό και αποκλειστικά ασχολούμενον με το δοκίμιο εκπρόσωπο από τον Νικολαρεΐζη. Δίπλα του, αλλά με άλλους ορίζοντες ιδεολογικών αναζητήσεων, μόνον ο Ζήσιμος Λορεντζάτος μπορεί να σταθεί, χωρίς να παραγνωρίζω ή να μειώνω την προσφορά άλλων –υπαινίσσομαι τις κάποτε μαχητικές δοκιμιακές παρεμβάσεις του Γιώργου Θεοτοκά.
Αισθάνομαι πως πρέπει να δώσω κάποια παραδείγματα, προκειμένου να αιτιολογήσω τις παρατηρήσεις μου. Στο πρώτο κιόλας δοκίμιο του βιβλίου, που επιγράφεται «Το έργο του André Gide», γραμμένο το 1930, σε μιαν εποχή που τα έργα του Γάλλου συγγραφέα (όσο γνωρίζω τουλάχιστον) δεν είχαν ακόμη μεταφραστεί στην Ελλάδα, ο Νικολαρεΐζης αναλύει στοχαστικά την έως τότε παραγωγή τού Gide. Παραθέτω εδώ ένα μικρό δείγμα της γραφής του, της καλλιέπειας του λόγου του –όπως την χαρακτήρισα προηγουμένως: «Ο Gide ερευνά τον άνθρωπο όχι σαν φαινόμενο κοινωνικό, αλλά σαν άτομο απομονωμένο˙ και τον ερευνά έξω από τον κύκλο της κοινότητας, -στις σχέσεις του με τον γνήσιο εαυτό του. Ανατέμνει τότε κατακορύφως˙ εισχωρεί στο ζοφερό υπόγειο όπου αναδεύονται συγκεχυμένες και αντίξοες οι πρωτόγονες ροπές, τα αποδιοπομπαία ένστικτα, τα λακτισμένα από τους νόμους, εκεί που έχουν τις βαθιές διακλαδώσεις τους τα μυστικά φύτρα της ζωής. Ακροάζεται τον ενδόμυχο μονόλογο που τραυλίζουν οι τραγικές αλήθειες… Ψαύει τη ζωή στα νευραλγικά της σημεία, που είναι ακριβώς τα κλειδιά των ουσιωδών της αρθρώσεων. Αντικρίζει το δράμα του ατόμου, στις εσωτερικές φάσεις του, στις θρησκευτικές και ηθικές αγωνίες, στις αόρατες πλεκτάνες του Δαίμονα» (σελ. 61-62)
.
Αντλώ ένα δεύτερο παράδειγμα από τα δύο δοκίμιά του για τον Καβάφη, υπενθυμίζοντας και πάλι πως πρόκειται για κείμενα γραμμένα το 1931 και 1933. Τούτο σημαίνει από τη μια πως ο συγγραφέας μας ήταν στα 23 και 25 χρόνια του, αντιστοίχως, και, από την άλλη, πως ο Αλεξανδρινός ήταν ακόμη αμφισβητούμενο πρόσωπο –και όχι μόνον στην Αθήνα. Ο Νικολαρεΐζης δεν σχολιάζει απλώς τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, αλλά τα εντάσσει στην ευρύτερη και γενικότερη επιγραφή του ηδονισμού, χαρακτηρισμός που, αν δεν κάνω λάθος, για πρώτη φορά διατυπώνεται με σαφήνεια. Λίγα χρόνια αργότερα, την ίδια ακριβώς λέξη θα χρησιμοποιήσει και η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ στο δικό της δοκίμιο για τον ποιητή. Είναι γνωστό πως οι ποικίλες παρεξηγήσεις και οι αντιδράσεις που είχαν δημιουργηθεί γύρω από αυτού του τύπου τα καβαφικά ποιήματα, αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα της αντικαβαφικής κριτικής στα χρόνια εκείνα, ενώ παράλληλα, όπως έχει αποδείξει σε παλιότερο σχετικό μελέτημά του ο Χ.Λ. Καράογλου, την ίδια εποχή είχε επικρατήσει μια επιφανειακή μόδα γραφής ερωτογενών ποιημάτων από αδέξιους μιμητές. Οι παρατηρήσεις και οι απόψεις που διατυπώνει ο Νικολαρεΐζης και στο δεύτερο καβαφικό δοκίμιό του «Η διαμόρφωση του καβαφικού λυρισμού» ακούγονται για πρώτη φορά τόσο αποδεικτικά και με τέτοιο σώφρονα τρόπο. Δώδεκα χρόνια αργότερα, σ’ ένα κείμενό του που δεν έχει περιληφθεί στους τόμους των δικών του δοκιμίων, δημοσιευμένο στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση το 1945, ο Ελύτης θα επιγράψει τον τίτλο του με τα ονόματα των πέντε κορυφαίων Ελλήνων λυρικών: Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός.
Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά ακόμη παραδείγματα ή να μνημονεύσω κάποιες ερεθιστικές απόψεις του Νικολαρεΐζη για την κριτική, π.χ., ή για τη νεότερη ποίηση, όπως διατυπώνονται στα σχετικά δοκίμιά του. Κάτι τέτοιο, όμως, ξεφεύγει από τα χρονικά περιθώρια της σημερινής (και μάλιστα πολυπρόσωπης) παρουσίασης. Δεν αποφεύγω, πάντως, τον πειρασμό να σημειώσω εν τάχει δύο παρατηρήσεις από δύο διαφορετικά κείμενα του τόμου. Για την πρώτη, μου παρέχει την ευχέρεια η πρώιμη βιβλιοκρισία του για τον Κολοσσό του Μαρουσιού του Χένρυ Μίλλερ, κείμενο γραμμένο εν θερμώ το 1942, (το βιβλίο του Μίλλερ είχε κυκλοφορήσει μόλις έναν χρόνο πριν), ένα βιβλίο που παρέμεινε σε κατάσταση νεκροφάνειας για την ελληνική γλώσσα επί δεκαπέντε χρόνια από τότε, έως ότου το μετέφερε στα καθ’ ημάς από γαλλική μετάφραση ο Αντρέας Καραντώνης. Ορισμένες επιφυλάξεις που εκφράζονται στην κριτική για το γενικό ύφος και την ιδιαιτερότητα της ελληνικής ματιάς του Μίλλερ, δεν εμποδίζουν τον Νικολαρεΐζη να αποφανθεί τελειώνοντας: «Στο μέλλον κάποτε όμως, Ο Κολοσσός του Μαρουσιού ίσως ν’ αποδειχθεί βιβλίο προφητικό για την Ελλάδα –παρά τις ελλείψεις του, τις αντιφάσεις του και το επιθετικό πνεύμα που επρυτάνευσε στη σύλληψή του».
Σχολιάζοντας, τέλος, ένα γράμμα που του είχε στείλει το 1939 ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Νικολαρεΐζης προβαίνει σ’ έναν θαρραλέο απολογισμό και σε μια καταγραφή των δικών του, των προσωπικών του αισθητικών αξιών˙ αποκαλύπτει, θα έλεγα, την αισθητική γενεαλογία του, όπως αυτή διαφαίνεται και όπως διατρέχει το σύνολο των δοκιμίων του τόμου. Ο απολογισμός αυτός εκτείνεται σε 5-6 σελίδες του βιβλίου, απρόσφορος για ανάγνωση τούτη την ώρα. Πάντως, καλύπτει τις σελίδες 330-334 και θα συνιστούσα να ξεκινήσει απ’ αυτές τις σελίδες ο αναγνώστης, πριν περάσει στα επιμέρους δοκίμια. Είναι τα τίμια διαπιστευτήρια, ενός πολύ έντιμου ανθρώπου.
Δημήτρης Δασκαλόπουλος |
Λίζυ Τσιριμώκου
Μια σαϊτιά πρὸς τὸ μέλλον…
Έρχονται, πάλιν έρχονται
χαράς ημέραι, ω Σάμος·
το προμηνύουν οι θρίαμβοι
πολλοί και θαυμαστοί,
που σε δοξάζουν.
Ανδρέας Κάλβος, «Εις Σάμον»
… Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαϊτα πάνω στο σκουτάρι…
Γ. Σεφέρης, από τον «Βασιλιά της Ασίνης»
Ένα κάστρο, θάλασσα, μια σπηλιά, μυκηναϊκές αναμνήσεις,
μορφές αβέβαιες, σκιές από πανάρχαιους θρύλους, ο ποιητής
με την αφή στις πέτρες που αγάπησε, η Ελλάδα που πλέει πέρα
από το χρόνο, μια σπηλιά, μια νυχτερίδα, ο ήλιος, η ζωή και
ο θάνατος… Ολόκληρος ο Σεφέρης.
Δ. Νικολαρεϊζης, «Αποχαιρετισμός στον ποιητή» (νεκρολογία, Ακρόπολις, 26. 9. 1971)
H λογοτεχνία είναι συνάρτηση των φυσικών ιδιοτήτων. Οι φυσικές ιδιότητες είναι συνάρτηση των σπουδών. Οι φυσικές ιδιότητες και οι σπουδές, στη λογοτεχνία, είναι συνάρτηση των αναγκών της κοινωνίας. Οι ανάγκες της κοινωνίας, στη λογοτεχνία, είναι συνάρτηση της αλήθειας. Η λογοτεχνία ειναι συνάρτηση της γλώσσας. Η γλώσσα είναι συνάρτηση του ύφους και το ύφος συνάρτηση των διανοητικών δυνάμεων του κάθε ατόμου.
Τα παραπάνω έξι βασικά αξιώματα ανήκουν στον Ugo Foscolo, πεφιλημένο ποιητή (μαζί με τον Ανδρέα Κάλβο) του Δημήτρη Νικολαρεΐζη· ανήκουν στο πρώτο μάθημα του ιταλοθρεμμένου ποιητή, αμέσως μετά τον εναρκτήριο λόγο, όταν δίδαξε για λίγο στο πανεπιστήμιο της Παβίας, το 1809.
«Όπως βλέπουμε (υπογραμμίζει ο Νικολαρεΐζης), στην κορυφή της πυραμίδας μπαίνει το ύφος: υπέρτατη έκφανση, στον τομέα της λογοτεχνίας, της ανθρώπινης διάνοιας, και καρπός και αποτύπωμα, κατεξοχήν, της ατομικότητας». Είναι λόγια του κριτικού που γράφονται σε επιφυλλίδα του στην Καθημερινή (5 Νοεμβρ. 1961), χρονιά όπου ο ίδιος ασχολείται επισταμένως με τον Κάλβο – άλλωστε αυτή του η επιφυλλίδα φέρει τον τίτλο «Λίγα για το ύφος και για τον Κάλβο».
Ξεκινώ με αυτούς τους στοχασμούς του Νικολαρεϊζη περί ύφους επειδή ο ίδιος το θεωρεί πρωταρχικό αναγνωριστικό στοιχείο στη «γεωδαισία» (δικός του ο όρος) του έντεχνου (τεχνουργημένου, θα έλεγε ο ίδιος) λόγου. Στην έναρξη, λοιπόν, αυτού του κειμένου, παίζοντας άμα και σπουδάζοντας, παραθέτει τρεις διαφορετικές υφολογικά παραλλαγές μιας αποστροφής του Φόσκολο, εγκατεστημένου πλέον στο Λονδίνο, σε Αγγλίδα κυρία που ήθελε να αλληλογραφεί μαζί του στα ιταλικά, για να μάθει και να εξασκηθεί σε αυτή τη γλώσσα.
Απαντά στην αίτηση της κυρίας ο Φόσκολο:
Μακάρι να ήθελε ο Θεός να έγραφα κι εγώ τ’ αγγλικά, όπως σείς, Κυρία μου, γράφετε τα ιταλικά!... μα, αλίμονο! είμαι πια τώρα γέρος, και δεν μπορώ να μάθω άλλες γλώσσες· και μη μπορώντας να κάνω τον αξιαγάπητο μαθητή, θ’ αρκεστώ να σας κάνω τον ανιαρό σχολαστικό. Αλλά για να γίνει η σχολαστικότητά μου πιο αναιδής και συνάμα πιο ωφέλιμη, θα μεταγράψω μια παράγραφό σας, ξαναγράφοντάς τη κατόπιν σύμφωνα με τη γραμματική και διατυπώνοντας κατόπιν τις ιδέες της σε ύφος εξ ολοκλήρου ιταλικό:
1. «Θέλετε να μου γράψετε στη γλώσσα σας ; Θα μου έκανε μεγάλη ευχαρίστηση. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σας καταλάβω – αλλά γραψετε· και θα κάμω ό,τι μου είναι δυνατό για να διαβάσω την επιστολή σας. Έχω την πιο μεγάλη επιθυμία να μιλώ, να γράφω και να καταλαβαίνω τα ιταλικά – αλλά φοβούμαι ότι δε θα το κάμω ποτέ καλά όσο το θέλω. Μπορώ να καταλάβω κανένα συγγραφέα, αλλά όχι όλους – και βρίσκω πως οι ποιητές σας δε μοιάζουν μεταξύ τους».
(είναι τα ιταλικά της Λαίδης Φλιντ – έτσι λεγόταν η κυρία. Μεταφράζει από τα ιταλικά ο Νικολαρεΐζης)
2. «Θα θέλατε σεις να μου γράψετε ιταλικά ; Θα μου έκανε αληθινά ευχαρίστηση: δεν ξέρω αν θα καταλάβαινα – αλλά γράψετε, και για να διαβάσω την επιστολή σας θα κάνω ό,τι μπορέσω. Έχω μέγιστη επιθυμία να καταλαβαίνω, να μιλώ και να γράφω την ιταλική. (Εδώ, κυρία μου, είχατε άδικο να βάλετε τα ρήματά σας κατ’ αντίθετη τάξη· γιατί πρώτα
γ ί ν ε τ α ι κ α τ α λ η π τ ή, έπειτα μ ι λ ι έ τ α ι και τέλος γ ρ ά φ ε τ α ι μια γλώσσα). Αλλά φοβούμαι ότι δε θα το κατορθώσω όπως θα ήθελα. Καταλαβαίνω μερικούς συγγραφείς: όχι όμως όλους· και βρίσκω πως οι ποιητές σας δε μοιάζουν μεταξύ τους».
(Ιταλικά σύμφωνα με τη γραμματική, αλλά χωρίς καλαισθησία ύφους, παρατηρεί ο Foscolo – μεταφράζει πάντα ο Νικολαρεΐζης)
3. «Θα σας πείραζε να μου γράψετε ιταλικά; θα το ήθελα τόσο! Γράψετε πάντως, και θα καταφέρω να σας καταλάβω. Φλέγομαι να γνωρίσω κατά βάθος τους συγγραφείς σας· – αλλά θα θελήσω και δε θα μπορέσω: καταλαβαίνω ένα βιβλίο, και όχι το άλλο· και οι ποιητές σας είναι αναμεταξύ τους ανόμοιοι».
(Ιταλικά κατά τη δική μου καλαισθησία, υπογραμμίζει ο Foscolo)
«Στο πρωτότυπο (διευκρινίζει ο Νικολαρεΐζης) οι διαφορές ανάμεσα στις τρεις συντάξεις είναι, ίσως, πιο χτυπητές, όπως είδα όμως – και γι’ αυτό αποφάσισα να χρησιμοποιήσω εδώ αυτά τα κείμενα – και στην ελληνική τους μετάφραση, όπου προσπάθησα όσο μπόρεσα να τα προσαρμόσω στη γλώσσα μας, γίνεται, νομίζω αρκετά αισθητή η πρόοδος από το πρώτο ώς το τελευταίο, και ιδίως από το δεύτερο στο τρίτο.
Εννιά μόνο μικρές προτάσεις μιας μαθητευόμενης στα ιταλικά κυρίας, με απλά, από τα κοινότερα, διανοήματα ! Και όμως άρκεσαν στον Φώσκολο για να δώσει ένα πρακτικό και νοητότατο μάθημα γλώσσας και ύφους. Ήδη στη δεύτερη παραλλαγή παρατηρούμε ότι εξαλείφεται η πλαδαρότητα, φεύγουν οι κοινοτοπίες· η κυριολεξία αποκαθίσταται· μπάινει η έντεχνη στίξη· το κείμενο ανορθώνεται, αποκτά νεύρο. Η τρίτη παραλλαγή προχωρεί πιο μακριά : φανερώνει μια μέθοδο κατασκευής, δίνει ένα μάθημα ύφους· εισάγεται, όπου πρέπει, η έμφαση· η μέριμνα για τη συντομία και τη γοργότητα, σημάδι από τ’ αλάνθαστα του κλασικίζοντος συγγραφέα, βλέπουμε ότι εδώ κορυφώνεται (στα ιταλικά το κείμενο της Αγγλίδας έχει 67 λέξεις, το πρώτο τοτ Φώσκολου 57, το δεύτερό του 46)· για να εξοβελιστεί το μη απαραίτητο παραλείπεται και ολόκληρη η φράση για την επιθυμία της κυρίας να καταλαβαίνει, να μιλεί και να γράφει τα ιταλικά – γιατί ήταν έκφραση αρητόρευτη ενός απλού προσωπικού αισθήματος, και γιατί υπερακοντίζεται λογικά, άρα αχρηστεύεται, από τη μεγαλύτερης περιεκτικότητας, στην ίδια σειρά ιδεών, φράση που αφορά την επιθυμία της να γνωρίσει κατά βάθος τους Ιταλούς συγγραφείς· η φράση αυτή τώρα αυξάνει σε δύναμη αρχίζοντας με το ρήμα “φλέγομαι”· τέλος, τα αντιθετικά σχήματα που υπήρχαν γίνονται επάλληλα, σφιχτότερα».
Αφού σημειώσουμε ότι στο παραπάνω κείμενο του Νικολαρεϊζη δεσπόζει ως σημείο στίξης η άνω τελεία υπογραμμίζουμε το σχόλιό του για τη φωσκολική γραφή : «Διαχυτικός, καταρρακτώδης, ευφραδής, πολύλογος και πολυγράφος [ο Φώσκολος, 1778-1827], τα λογοτεχνικά του κείμενα τα βασάνιζε πριν τους δώσει την οριστική τους μορφή· προ πάντων συντόμευε, περιέκοβε. Είναι γνωστό ότι οι Χάριτες [Le Grazie, 1848], το έργο της ζωής του, δεν είδαν το φως της δημοσιότητας παρά αφού πέθανε· έμειναν επάνω στον τόρνο ώς το τέλος».
*
Έκανα όλον αυτό τον αλλόγυρο, μπαίνοντας στον ιδιορυθμό του Νικολαρεΐζη μέσω του συγκεκριμένου περί ύφους κειμένου του για να προτείνω μιαν υπόθεση εργασίας συγκριτολογικού ενδιαφέροντος. Γαλλοθρεμμένος όσο και ιταλοθρεμμένος καθ’ ομολογία του, διαβάζει Φώσκολο μαζί με … Raymond Queneau. Παραπέμπουμε βεβαίως στις πασίγνωστες Ασκήσεις ύφους (Exercices de style, 1947) του Γάλλου συγγραφέα, που ασκώντας και αυτός το serio ludere, τη σοβαρότητα του παιγνίου, ξεδιπλώνει σε 99 παραλλαγές ύφους μια απλή, κοινότοπη φράση. Ενήμερος για την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παραγωγή, ιδιαίτερα τη γαλλική (το αντιλαμβάνεται ο επαρκής αναγνώστης από τις συχνές-πυκνές αναφορές του, λόγου χάριν, στον υπερρεαλισμό), ενδέχεται να είχε διαβάσει τον ρηξικέλευθο πειραματιστή Κενώ, κάποια στιγμή μέσα στη δεκαπενταετία που χωρίζει περίπου τη στιγμή εμφάνισης των υφολογικών ασκήσεων και τη στιγμή όπου σχολιάζει ο ίδιος τις σχετικές παραλλαγές ύφους του Φώσκολου και τις συνδέει με το ύφος του Κάλβου. Θυμίζω ότι ολόκληρο σχεδόν το 1961, με την εκπνοή του έτους Κάλβου, τον απασχολεί η «Φωσκολιάδα», η περίφημη διαμάχη του με τον καθηγητή Γεώργιο Θ. Ζώρα (και εν μέρει με τον Νικόλαο Β. Τωμαδάκη) γύρω από τις συγγένειες, τις οφειλές, τα δάνεια και τα χρέη, τις επιδράσεις ή αντιδράσεις, ομολογημένες και ανομολόγητες, της φωσκολικής με την κάλβεια γραφή: μια (ακόμη) διένεξη περί διακειμενικότητας, θα λέγαμε σήμερα, ή μια αντιπαράθεση συγκριτολογικού, οπωσδήποτε, ενδιαφέροντος, όπου διαξιφίζονται συνεχώς το γράμμα και το πνεύμα των ποιητικών ρημάτων, οραμάτων και παροραμάτων. Θυμίζω επίσης πως η γενιά στην οποία ανήκει ο Νικολαρεΐζης, η περιβόητη γενιά του ’30 (όπως άλλωστε και κάθε άξια λόγου λογοτεχνική γενιά) αρεσκόταν σε παρόμοια λεκτικά τεχνοπαίγνια: αναφέρω, δείγματος χάριν, τα ληρικά (εκ του Άγγλου Lear) ποιημάτια του Σεφέρη ή τα οπτικοποιημένα «καλλιγραφήματά» του (κατά τα calligrammes του Apollinaire), που ακροβατούν μεταξύ σοβαρού και αστείου, σε μια καλλιτεχνική σκανδαλιά, στοιχηματίζοντας στην άσκηση και στον πειθαρχημένο, τον γυμνασμένο νου.
Ενδεχομένως, λοιπόν, ο βυθισμένος αυτή την εποχή στα φωσκολικά και κάλβεια κείμενα Νικολαρεΐζης να προβάλλει αυτή τη «δολιόφρονα» (rusée) υφολογική ανάγνωση: Κενώ μ α ζ ί με Φώσκολο και μ α ζ ί με Κάλβο· και, αν όχι, δικαιούται ο σημερινός (του 21ου αιώνα) επαρκής αναγνώστης να το αποπειραθεί, μετατονίζοντας λίγο προς το υπερρεαλιστικότερον τα φωσκολικά και τα κάλβεια μέτρα και σταθμά.
Θυμίζω την κατακλείδα της επιφυλλίδας του Νικολαρεϊζη για τον Κάλβο, στιγματισμένη πάντα από την άνω τελεία – να το θεωρήσουμε στοιχείο του προσωπικού του ύφους; άνω και όχι τελεία στιγμή· ανοικτές προτάσεις, επιδεχόμενες αναθεώρηση, επανεκτίμηση, επαναξιολόγηση, όχι τελεσίδικες, τετελεσμένες, περατωμένες και πεπερασμένες:
Υπάρχει ποίηση καταλυτική και ποίηση ανορθωτική· ποίηση που φρονηματίζει, γιατί στηρίζεται σε υψηλό φρόνημα, και ποίηση που αποθαρρύνει· ποίηση τόνου και ποίηση ατονίας· ποίηση που είναι κατάφαση και ποίηση που είναι άρνηση της ζωής, πεισιθάνατη· ποίηση φεγγοβόλος, μαρμαίρουσα, και ποίηση σκοτεινή σε διαθέσεις και σε χρώμα· ποίηση που μένει στις κορυφογραμμές της ανθρώπινης μοίρας και ποίηση που πλανιέται στα χαμηλά της επίπεδα, ζωγραφίζοντας την αθλιότητα και δίνοντας φωνή σε κατώτερα πάθη. Αισθητικά η ποίηση της μιας κατηγορίας μπορεί να είναι ισάξια με την ποίηση της άλλης . Όμως πιστεύω πως η κριτική που υπακούει σε ροπές «ζωτικής ορμής», με τη σημασία που έχει ο όρος μέσα στο φιλοσοφικό σύστημα του Μπερξόν, η κριτική που βάζει το πνεύμα πάνω από την ύλη, οφείλει να δώσει την προτίμησή της στην ποίηση της πρώτης κατηγορίας […].
Είναι δύσκολο ένα μεγάλο ποιητικό έργο, όταν μάλιστα είναι πολύχορδο, δηλαδή έχει πλούσια και πολύπτυχη εσωτερική σύνθεση, να μπορεί να καταταχθεί ολόκληρη στην ποίηση της πρώτης ή της δεύτερης κατηγορίας, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις. Το έργο του Κάλβου, κι εδώ ήθελα να καταλήξω, είναι μια από τις σπάνιες αυτές εξαιρέσεις· γιατί μπαίνει νομίζω, αναμφισβήτητα, ολόκληρο, στην ποίηση της πρώτης κατηγορίας.
Ίσως μερικοί που έγραψαν για τον ποιητή της Λύρας να μη συμμεριστούν τη γνώμη μου Αλλά ελπίζω, αν καταπιαστώ ποτέ μ’ αυτό το θέμα – και λογαριάζω να το επιχειρήσω μέσα σ’ ευρύτερα πλαίσια – , να μπορέσω να υποστηρίξω τη γνώμη μου με επιχειρήματα πειστικά, προχωρώντας περισσότερο στην ανάλυση του ύφους του Κάλβου, εφαρμόζοντας δηλαδή σε μεγαλύτερο βάθος και σε μεγαλύτερη έκταση τη μέθοδο […] της «υπαρξιακής ψυχανάλυσης του ύφους», την οποία , όπως είπα στο πρώτο κεφάλαιο, θεωρώ από πολλά χρόνια ως μια από τις πιο καρποφόρες που δοκιμάστηκαν ποτέ στην κριτική της λογοτεχνίας.
Mε αυτή τη μέθοδο, λοιπόν, ή αυτό το υφολογικό «κλειδί» μπορεί κανείς να αναγνώσει όλα σχεδόν τα δοκίμια που συγκεντρώνει ο παρών τόμος. Κριτικά δοκίμια που συνδυάζουν την αυστηρή φιλολογική επάρκεια και τη συγκριτική προσέγγιση, τη συνανάγνωση, με τη διαύγεια και το στοχαστικό βλέμμα του «εσωτερικού ματιού που είναι η ευλογία της μοναξιάς».
Καταλήγοντας, παρόλο που θα είχε πολλά κανείς να προσθέσει στα παραπάνω και να τα τεκμηριώσει καλύτερα, θέλω να καταθέσω ότι προσωπικά γνώριζα τον Νικολαρεΐζη ως συγγραφέα μόνον από το δοκίμιό του για την παρουσία του Ομήρου στη νέα ελληνική ποίηση. Χάρη σε τούτη τη συγκεντρωτική έκδοση των δοκιμίων του, τον κάματο της οποίας ανέλαβε και έφερε με επιτυχία εις πέρας ο συνάδελφος Μπάμπης Καράογλου, μου δόθηκε η ευκαιρία να διατρέξω το σύνολο δοκιμιογραφικό έργο του Νικολαρεϊζη και να ανακαλύψω ένα ακόμη άξιο τέκνο εκείνης της αείμαχης δρακογενιάς του 1930. Τα δοκίμιά του είναι συγκριτολογικά (ή «κοσμοπολίτικα» μπορεί κανείς να τα πει: οπωσδήποτε διεθνικής ματιάς) και συνάμα «ελληνικά» (με τον τρόπο του Καβάφη), δηλαδή στοχαστικά, λειτουργικά, αγκυρωμένα γερά σε ένα χθες που, παραδόξως, ισχύει και σήμερα και καλοβλέπει και εις τήν αύριον.
Ας κλείσω, λοιπόν, με μια ευχή: είθε να δούμε γρήγορα δημοσιευμένη την τόσο ενδιαφέρουσα και χρήσιμη, όπως φαίνεται, αλληλογραφία του Νicolas που ξεκλειδώνει κάμποσα μυστήρια – και μέ ένα επίγραμμα, όχι και τόσο «τραγικό» ή «υψηλόν» του Κάλβου, στον οποίο αφιέρωσε τόσο χρόνο και κόπο ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης:
Πληγωμένος απ’ ύβριν
Ελληνικών στομάτων
αν ήθελες εκδίκησιν –
η καλυτέρα εκδίκησις
είναι η συμπάθεια.
Θεσσαλονίκη, 27 Ιανουαρίου 2012
Αθήνα, 23 Φεβρουαρίου 2012
Δημήτρης Νικολαρεΐζης: «[Η τέχνη]: ένας σπόρος άπλαστης ζωής, μια σαϊτιά προς το μέλλον». Πρβλ. «Μια συνέντευξη» (τον Φεβρουάριο του 1938 στον Γ. Μυλωνογιάννη γιά τα εβδομαδιαία Νεοελληνικά Γράμματα του Δ. Φωτιάδη, τεύχ. 63 (12 Φεβρ. 1938)). Tώρα, Δοκίμια κριτικής (επιμ. Χ. Λ. Καράογλου), Άγρα, 2011, σελ. 376.
«Λίγα για το ύφος και για τον Κάλβο», [Καθημερινή, 5, 7 και 8 Νοεμβρίου 1961], Δοκίμια κριτικής, Άγρα, ό.π., σσ. 346-347.
Μιλώντας για τον Καζαντζάκη, «Η παρουσία του Ομήρου στη νέα ελληνική ποίηση» [Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1947], Δοκίμια…, Άγρα, σελ. 309 .
… Δοκίμια. Άγρα, σσ. 343-344.
πρβλ. «Μια συνέντευξη», αυτ., σσ. 375 κ.ε.: «Γύρω στα δεκαπέντε πέρασα μια περίοδο περιπλανήσεων στους κόσμους της φαντασίας. Διάβαζα άτακτα ό,τι τύχαινε. Ρώσους μυθιστοριογράφους, Γάλλους όπως τον Ανατόλ Φρανς, τον Λοτί και τον Μπουρζέ (αυτοί ήταν κιόλας οι πρώτοι ξένοι που διάβασα στο πρωτότυπο). Πρωτομεταφράζει άλλωστε. σε ηλικία δεκαεπτά ετών, ποίηση του Alphonse Daudet σε λογοτεχνικό περιοδικό της Σάμου. Λίγο παρακάτω, στην ίδια συνέντευξη αναγνωρίζει τις οφειλές του στην Ιταλία, και δή στη Φλωρεντία, κοιτίδα της δαντικής γραφής.
Το κάλβειο επίθετο από την «Εις θάνατον» (τρίτη) ωδή της Λύρας (1824), λβ΄ στροφή: «Εγώ τώρα εξαπλώνω / ισχυράν δεξιάν / και την άτιμον σφίγγω / πλεξίδα των τυράννων / δολιοφρόνων». Ανδρέα Κάλβου Ωδαί, κριτική έκδοση Filippo Maria Pontani, Ίκαρος 1970, σελ. 49.
Ο όρος [υπαρξιακή ψυχανάλυση ύφους]αποδίδεται στον γαλλόφωνο, ομότεχνο του Νικολαρεΐζη, διπλωμάτη-συγγραφέα Manuel de Diéguez (1922-), ο οποίος προώθησε την αποκαλούμενη από τον ίδιο «δημιουργική κριτική» ως «κριτική της αύριον» (ο λόγος γίνεται στα 1961: πρβλ. επιφυλλίδα στην Καθημερινή της 6ης Αυγούστου 1961 και σχολιασμό του Νικολαρεΐζη στον παρόντα τόμο, Δοκίμια…, Άγρα, σσ. 349-352). Ο Νικολαρεΐζης σημειώνει βέβαια πως «οι σκέψεις που περιέχονται σ’ αυτά τα λόγια [του ντε Ντιεγκιέζ] δεν είναι κατά βάθος νέες· πάντως, όχι όλες· κι ας έχουν ντυθεί μ’ εκφράσεις που δίνουν την εντύπωση του πρωτότυπου και του ρηξικέλευθου και ανοίγουν, πράγματι, δρόμους γόνιμους στο στοχασμό». Ενδιαφέρον έχει ότι ο σχολιαστής των παραπάνω δεν παρακολουθεί τη συγκαιρινή του γαλλική (ας την πούμε παρισινή) δοκιμιογραφία, π.χ, την μπαρτική (Roland Barthes) πού ήδη από τη δεκαετία του 1950 διακηρύσσει παρόμοιες απόψεις· ασπάζεται φρονίμως τις κατοχυρωμένες από την έγκριτη Καθημερινή αντιλήψεις του συναδέλφου του, διπλωμάτη ντε Ντιεγκέζ. Άλλωστε, μέσω της Καθημερινής καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 1961 διεξάγεται η πείσμων διαμάχη του με τον Γ. Ζώρα. Έτερος λόγος (τελευταίος, αλλά διόλου έσχατος), η λόγω επαγγελματικής ιδιότητάς του απουσία από το γαλλικό-παρισινό terrain: ο πρόλογος στο βιβλίο του περί Φώσκολου και Κάλβου που αναπαράγει τα της «Φωσκολιάδας» και που εκδίδει ο Ίκαρος (1961) χρονοθετεί εύλογα τα γραφόμενα: Βελιγράδι, Απρίλιος 1961, εποχή δηλαδή που ο Νικολαρεΐζης είναι πρεσβευτής στο Βελιγράδι (1960-1964). Και τα πρεσβευτικά, λοιπόν, και τα πανεπιστημιακά καθήκοντα βαραίνουν εξίσου (πρβλ. Δοκίμια κριτικής, ό.π., 464-465).
«Αποχαιρετισμός στον ποιητή» (νεκρολογία για τον Γ. Σεφέρη, δημοσιευμένη στην εφημερίδα Ακρόπολις, 26 Σεπτεμβρίου 1971), Δοκίμια…, ό.π., σελ. 400.
Έτσι τον αποκαλούν στην αλληλογραφία τους οι δυο Γιώργηδες, ο συνάδελφός του στο υπουργείο των Εξωτερικών Σεφέρης και ο «αρχηγός» Κατσίμπαλης.
Ανδρέα Κάλβου Ωδαί, ό.π., σελ. 154.
|