Ομιλία του Κρίτωνα Ηλιόπουλου
Παρουσίαση 2666
Πραγματικά δύσκολο να παρουσιάσεις ένα βιβλίο που μιλάει σχεδόν για τα πάντα. Πολύ περισσότερο ένα βιβλίο χείμαρρο, ένα βιβλίο λαβύρινθο, ένα βιβλίο «σκοτεινό», θα έλεγα, όπως το 2666. Δεν θα επιχειρήσω να ερμηνεύσω πλευρές του βιβλίου, δεν φιλοδοξώ να ρίξω φως στις σκοτεινές πλευρές του, ούτε νομίζω ότι μπορώ να το κατατάξω οριστικά κάπου, ελπίζω να φανεί τι εννοώ. Θα περιοριστώ σε ορισμένες σκέψεις που έκανα καθώς το μετέφραζα αλλά και μετά.
Δύο είναι οι κεντρικοί άξονες της πλοκής, της «υπόθεσης».
Ένας διάσημος συγγραφέας, μυστηριώδης, που δεν τον έχει δει κανένας και οι εκατοντάδες δολοφονίες γυναικών σε μια πόλη του Μεξικού στα σύνορα με τις ΗΠΑ, δολοφονίες φρικτές που είναι πραγματικότητα, συνεχίζονται ακόμα και μέχρι σήμερα δεν έχει εξιχνιαστεί ούτε ένα απ’ αυτά τα εγκλήματα.
Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι αμέτρητοι, οι ιστορίες αναρίθμητες ενώ καμία δεν έχει ένα επεξεργασμένο τέλος, μια ολοκλήρωση. Όλες αφήνουν ένα κενό, ένα ερωτηματικό. Και μάλλον δεν πρόκειται για την έλλειψη χρόνου του συγγραφέα που πεθαίνοντας δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, να στρογγυλέψει το έργο. Πιθανότατα υπάρχει κι αυτή η πλευρά, αλλά πιστεύω ότι κυρίως έχει γίνει εκ προθέσεως. Είναι αρκετά μελετημένο έτσι, για να τονίσει την άποψη ότι στη ζωή οι ιστορίες των ανθρώπων δεν έχουν ένα «λογοτεχνικό» τέλειο τέλος (καλό ή κακό, αναμενόμενο ή μη), δεν συνδέονται πάντα, δεν δίνουν εύκολα συμπεράσματα και ηθικά διδάγματα, δεν προκύπτει εύκολα απάντηση στο ερώτημα «τι σημαίνει αυτό;» ή «γιατί γίνεται αυτό;»
Ιστορίες
Οι ιστορίες του 2666 είναι Ιστορίες μέσα στις ιστορίες, σαν τους πίνακες του Αρτσιμπόλντο, εικόνες που αποτελούνται από εικόνες.
Στο τετράδιο του Άνσκυ εμφανίζεται, και είναι η πρώτη φορά που ο Ράιτερ διαβάζει κάτι γι' αυτόν, πολύ προτού δει δικό του πίνακα, το όνομα του Ιταλού ζωγράφου Αρτσιμπόλντο, Τζουζέππε ή Τζόζεφ ή Τζοσέφο ή Τζόζεφους Αρτσιμπόλντο ή Αρτσιμπόλντι ή Αρτσιμπόλντους, που γεννήθηκε το 1527 και πέθανε το 1593. (σελ. 947)
Η τεχνική του Μιλανέζου τού φαινόταν η προσωποποίηση της χαράς. Το τέλος των επιφάσεων. Η Αρκαδία πριν από τον άνθρωπο. Όχι όλα, φυσικά, αλλά για παράδειγμα «Το Ψητό», ένας ανάποδος πίνακας που αν τον κρεμάσεις μ' έναν συγκεκριμένο τρόπο είναι πράγματι ένα μεγάλο μεταλλικό πιάτο με ψητά κρέατα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζεις ένα γουρουνόπουλο κι ένα κουνέλι, και κάτι χέρια, μάλλον γυναικεία, ή χέρια κοπέλας έφηβης, που προσπαθούν να σκεπάσουν το κρέας για να μην κρυώσει, και αν τον κρεμάσεις από την άλλη μεριά δείχνει το μπούστο ενός στρατιώτη, με κράνος και πανοπλία, και ένα ικανοποιημένο και τολμηρό χαμόγελο όπου λείπουν μερικά δόντια, το τρομερό γέλιο ενός γέρου μισθοφόρου που σε κοιτάζει, και το βλέμμα του είναι ακόμα πιο μοχθηρό από το χαμόγελό του, σαν να ξέρει πράγματα για σένα, γράφει ο Άνσκυ, που εσύ ούτε καν υποπτεύεσαι, του φαινόταν ένας πίνακας τρόμου. «Ο Νομομαθής» (ένας δικαστής ή ένας ανώτατος κρατικός λειτουργός με το κεφάλι του γεμάτο μικρά θηράματα κυνηγιού και το σώμα του γεμάτο βιβλία) επίσης του φαινόταν ένας πίνακας τρόμου. Όμως οι πίνακες των τεσσάρων εποχών ήταν σκέτη χαρά. Τα πάντα μέσα στα πάντα, γράφει ο Άνσκυ. Λες και ο Αρτσιμπόλντο είχε μάθει μόνο ένα μάθημα, αλλά αυτό ήταν ύψιστης σημασίας. (σελ. 954)
Με άλλα λόγια επιδιώκει να παράγει ανώτερη τέχνη από ευτελή, καθημερινά υλικά ακριβώς σαν τα μυθιστορήματα του Αρτσιμπόλντι που περιγράφονται στο 2666, με φύκια, ποταμούς της Ευρώπης …
Ας δούμε ορισμένα από τα «Υλικά» του 2666.
Θα απαριθμήσω απλώς:
Ιστορίες που διαδραματίζονται στην Ισπανία, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, στο Μεξικό, στη Χιλή, στην Αργεντινή, σε δημοσιογραφικά γραφεία της Νέας Υόρκης, σε φτωχογειτονιές μαύρων, στην Αριζόνα, στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης και στην περίοδο του Στάλιν, στην Πολωνία, στην Τρανσυλβανία, στην Πρωσία και στη Βόρεια Θάλασσα, σε τρελοκομεία, σε μουσεία, σε πανεπιστήμια, λογοτεχνικά συνέδρια, σε στρατόπεδα αιχμαλώτων, σε τόπους εκτέλεσης Εβραίων από τους Ναζί, σε νεκροταφεία, νεκροτομεία, πολλά νεκροταφεία, πολλά νεκροτομεία.
Έκανα τη σκέψη ότι στα νεκροταφεία του 2666 βρίσκονται θαμμένα τα βιβλία, τα βιβλία είναι οι νεκροί, είναι θαμμένη η νεκρή λογοτεχνία, σε αντίθεση με τη ζωή, και ανατέμνεται σε κρύες αίθουσες νεκροτομείων.
Καταρχάς έχουμε «Το νεκροταφείο του 2666» που αναφέρει στο Φυλαχτό και το οποίο οι επιμελητές του βιβλίου συσχετίζουν με τον τίτλο.
Έπειτα:
Η Λόλα, η πιο ρομαντική από τα πρόσωπα του βιβλίου, που αναζητά έναν τρελό ποιητή, που ζει μέσα στην ποίηση, κοιμάται σ’ ένα νεκροταφείο, απλώνει την μπουγάδα της και κάνει έρωτα ανάμεσα στους τάφους. Η Λόλα αρνείται τη ζωή της για την ποίηση, για την τέχνη που οραματίζεται. Είναι «ζωντανή» ή «νεκρή» αυτή η τέχνη; Τι έχει να της προσφέρει;
Σε άλλο σημείο του 2666
Όταν άνοιξα την πόρτα, μια πνοή παγωμένου αέρα με χτύπησε στο πρόσωπο. Στο βάθος του θαλάμου, δίπλα σ' ένα φορείο, ένας άντρας προσπαθούσε ν' ανοίξει ένα από τα ντουλάπια για να τοποθετήσει εκεί μέσα το πτώμα, όμως όσο κι αν προσπαθούσε, το ντουλάπι ή θυρίδα δεν άνοιγε με τίποτα. Χωρίς να κουνηθώ από εκεί που βρισκόμουν, δίπλα στην πόρτα, τον ρώτησα αν ήθελε βοήθεια. Ο άνθρωπος σηκώθηκε –ήταν πολύ ψηλός– και με κοίταξε μ' ένα βλέμμα που εμένα τότε μου φάνηκε απαρηγόρητο. Ίσως αυτή η εντύπωση απελπισίας στα μάτια του να με ενθάρρυνε να πάω κοντά του. Καθώς πήγαινα, ανάμεσα σε πτώματα, άναψα ένα τσιγάρο για να χαλαρώσουν τα νεύρα μου και όταν έφτασα δίπλα του, το πρώτο που έκανα ήταν να του προσφέρω ένα τσιγάρο, ίσως νιώθοντας μια συντροφικότητα που δεν υπήρχε.
Ο υπάλληλος του νεκροτομείου μόνο τότε με κοίταξε και μου φάνηκε ότι είχα γυρίσει πίσω στο χρόνο. Τα μάτια του ήταν ακριβώς ίδια με τα μάτια του σπουδαίου συγγραφέα του οποίου τις διαλέξεις είχα παρακολουθήσει σαν προσκυνητής στην Κολονία. Σας ομολογώ ότι για λίγα δευτερόλεπτα μάλιστα νόμισα πως είχα τρελαθεί, ή τρελαινόμουν τη στιγμή εκείνη. Μ' έβγαλε από τη δύσκολη θέση η φωνή του υπαλλήλου του νεκροτομείου, που δεν έμοιαζε καθόλου με τη γλυκιά φωνή του σπουδαίου συγγραφέα. Είπε: Εδώ δεν επιτρέπεται το κάπνισμα.
Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Πρόσθεσε: Ο καπνός βλάπτει τους νεκρούς. Γέλασα. Έδωσε μια επεξηγηματική υποσημείωση: Ο καπνός βλάπτει τη συντήρησή τους. Έκανα ένα νεύμα που δεν με δέσμευε σε τίποτα. Αυτός προσπάθησε για τελευταία φορά: Μίλησε για κάτι φίλτρα, μίλησε για την υγρασία, πρόφερε τη λέξη καθαρότητα. Εγώ του πρόσφερα πάλι τσιγάρο και υποχωρώντας μου απάντησε ότι δεν κάπνιζε. Τον ρώτησα αν δούλευε καιρό εκεί. Με απρόσωπο τόνο και μια τσυριχτή φωνή είπε ότι δούλευε στο πανεπιστήμιο πολύ πριν από τον πόλεμο του ’14.
«Πάντα στο νεκροτομείο;» τον ρώτησα.
«Δεν έχω δει άλλο μέρος» μου απάντησε.
«Είναι παράξενο» του είπα «αλλά το πρόσωπό σας, ειδικά τα μάτια σας, μου θυμίζουν τα μάτια ενός μεγάλου Γερμανού συγγραφέα». Του είπα το όνομα του συγγραφέα.
«Δεν έχω ακούσει ποτέ γι' αυτόν»ήταν η απάντησή του.
Σε άλλη εποχή η απάντησή του θα με είχε ταράξει, όμως δόξα τω θεώ εγώ ζούσα πια μια νέα ζωή. Σχολίασα ότι η δουλειά του στο νεκροτομείο σίγουρα θα τον οδηγούσε σε εύστοχους ή τουλάχιστον πρωτότυπους συλλογισμούς σχετικά με τη μοίρα του ανθρώπου. Με κοίταξε σαν να τον είχα ειρωνευτεί ή σαν να του είχα μιλήσει γαλλικά. Επέμεινα. Εκείνο το πλαίσιο, είπα ανοίγοντας τα μπράτσα μου, δείχνοντας όλο το νεκροθάλαμο, ήταν κατά κάποιον τρόπο το ιδανικό μέρος για να σκεφτεί κανείς πόσο σύντομη είναι η ανθρώπινη ζωή, πόσο άγνωστο είναι το πεπρωμένο των ανθρώπων, τη ματαιότητα των ανθρώπινων ασχολιών.
Μ' ένα ρίγος τρόμου ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι του μιλούσα σαν να ήταν ο μεγάλος Γερμανός συγγραφέας και εκείνη η κουβέντα μας δεν έγινε ποτέ. Δεν έχω πολύ χρόνο, μου είπε. Τον κοίταξα πάλι στα μάτια. Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία, τα μάτια του ήταν τα μάτια του ειδώλου μου. Και η απάντησή του: Δεν έχω πολύ χρόνο. Πόσες πόρτες άνοιγε εκείνη η απάντηση! Πόσοι δρόμοι άνοιγαν ξαφνικά, ολοκάθαροι, ορατοί, μετά την απάντηση εκείνη.
Δεν έχω πολύ χρόνο, πρέπει να κουβαλήσω πτώματα από επάνω κάτω. Δεν έχω πολύ χρόνο, πρέπει να ανασάνω, να φάω, να πιω, να κοιμηθώ. Δεν έχω πολύ χρόνο, πρέπει να κινηθώ στο ρυθμό των γραναζιών. Δεν έχω πολύ χρόνο, ζω. Δεν έχω πολύ χρόνο, πεθαίνω. Όπως καταλαβαίνετε, δεν υπήρχαν πια άλλες ερωτήσεις. (σσ. 1025-1027)
Γιατί η ομοιότητα του ανθρώπου στο νεκροτομείο με τον συγγραφέα τρομάζει τον αφηγητή; Ποια είναι η απάντηση που παίρνει και «δεν υπήρχαν πια άλλες ερωτήσεις»; Σημειωτέον ότι ο αφηγητής είναι επίσης συγγραφέας.
Και σε άλλο σημείο, τώρα ο θάνατος και ο χρόνος:
…και ο Σίσυφος πρόδωσε τον Δία, ο οποίος έξαλλος από θυμό του έστειλε αμέσως τον Θάνατο που όμως δεν κατάφερε να τα βγάλει πέρα με τον Σίσυφο γιατί μ' ένα αριστοτεχνικό στρατήγημα που δεν αντέφασκε ούτε με το χιούμορ του ούτε με τη διάνοιά του, ο Σίσυφος συνέλαβε και αλυσόδεσε τον Θάνατο, άθλος για ελάχιστους, αληθινά για πολύ ελάχιστους, και για πολύ καιρό κρατούσε τον Θάνατο αλυσοδεμένο και για όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν πέθανε κανένας άνθρωπος πάνω στη Γη, μια χρυσή εποχή για τους ανθρώπους, που χωρίς να πάψουν να είναι άνθρωποι ζούσαν δίχως το φόβο του θανάτου, δηλαδή χωρίς την πίεση του χρόνου, διότι ο χρόνος ήταν περισσός, και πιθανότατα αυτό είναι που διακρίνει μία δημοκρατία, η περίσσεια χρόνου, η υπεραξία χρόνου, χρόνος για να διαβάσεις και χρόνος για να σκεφτείς, ώσπου τελικά ο Δίας αναγκάστηκε να επέμβει αυτοπροσώπως και ο Θάνατος απελευθερώθηκε και τότε ο Σίσυφος πέθανε. (σσ. 1067-1068)
Σε άλλο σημείο, ένας ιατροδικαστής της Σάντα Τερέσα, όπου γίνονται οι αμέτρητες δολοφονίες γυναικών:
Ήταν άθεος και εδώ και πολλά χρόνια δεν διάβαζε πια κανένα βιβλίο, παρότι στο σπίτι του είχε μια αξιοπρεπέστατη βιβλιοθήκη για θέματα της ειδικότητάς του, κι επίσης βιβλία Φιλοσοφίας, ιστορίας του Μεξικού, και ορισμένα μυθιστορήματα. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι δεν διάβαζε πια ακριβώς επειδή ήταν άθεος. Ας πούμε ότι η αποφυγή της ανάγνωσης ήταν το ανώτατο σκαλοπάτι της αθεΐας ή τουλάχιστον μιας αθεΐας όπως εκείνος την αντιλαμβανόταν. Εφόσον δεν πιστεύεις στον Θεό, γιατί να πιστέψεις ένα κωλοβιβλίο; σκεφτόταν. (σελ. 716)
Αλλά και το Πανεπιστήμιο της Σάντα Τερέσα είναι ένα νεκροταφείο, ένα καταπληκτικό υποκεφάλαιο, τρεις αράδες όλο κι όλο το περιγράφει.
Το Πανεπιστήμιο της Σάντα Τερέσα έμοιαζε νεκροταφείο που ξαφνικά άρχισε να σκέφτεται ματαίως. Επίσης έμοιαζε με άδεια ντισκοτέκ. (σελ. 247). Τέλος του υποκεφαλαίου.
Πρόσωπα
Οι πρωταγωνιστές, τα πρόσωπα, οι χαρακτήρες είναι επίσης αμέτρητοι, απροσδόκητοι, ατελείς, φαινομενικά ασύνδετοι.
Πιο κεντρικά πρόσωπα ίσως είναι οι πρωταγωνιστές των αντίστοιχων κεφαλαίων.
- Οι τέσσερις ακαδημαϊκοί καθηγητές-κριτικοί, ερευνητές που αναζητούν τον Αρτσιμπόλντι αλλά αν τον έβρισκαν τι θα έκαναν μ’ αυτόν; Είναι πολύ κωμικές οι απαντήσεις που δίνουν σε μία παράγραφο. Οι ακαδημαϊκοί είναι πολύ χαμηλά στην υπόληψη του συγγραφέα, κάνουν ζωή τη λογοτεχνία και όταν συνειδητοποιούν το λάθος τους δεν ξέρουν πια να ζήσουν.
2 Ο Αμαλφιτάνο, ένα καθηγητής Φιλοσοφίας σ’ ένα πανεπιστήμιο στη μέση της ερήμου (το νεκροταφείο που σκέφτεται ματαίως) και καταρρέει μέρα με τη μέρα, έρμαιο του φόβου για τη μοναχοκόρη του.
3 Ο Φέητ, ένας μαύρος δημοσιογράφος σ’ ένα εναλλακτικό περιοδικό που απευθύνεται στη μαύρη κοινότητα των ΗΠΑ
4. Ο Αρτσιμπόλντι, ο πρώην άγνωστος χαμένος συγγραφέας, που προσφάτως έχει γίνει εξαιρετικά διάσημος, και ιδιαίτερα στους ακαδημαϊκούς κύκλους και μέσω αυτών.
Στο τμήμα του βιβλίου με τα εγκλήματα, τα πρόσωπα είναι αμέτρητα. Η δημοσιογραφική περιγραφή σε ουδέτερο ύφος εκατοντάδων δολοφονιών, η περιγραφή της ζωής και του θανάτου κοριτσιών με ψυχρό ύφος αστυνομικού δελτίου στην αρχή σε σοκάρει, σου προκαλεί σειρά συναισθημάτων, έπειτα κούραση και συνήθεια, «Ένας νεκρός είναι έγκλημα, χιλιάδες είναι στατιστική». Κάπως έτσι δεν γινόμαστε αναίσθητοι στη βία, στην αδικία, στις συμφορές των άλλων;
Η αστυνομία είναι ο χειρότερος πρωταγωνιστής αυτού του κεφαλαίου. Η επικρατούσα άποψη για τη γυναίκα – ο ηθικός αυτουργός των εγκλημάτων. Και φυσικά οι ναρκοέμποροι, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, ακόμα και οι φιλόσοφοι ή οι καθηγητές του Πανεπιστημίου.
Αλλά ας απαριθμήσω ορισμένα από τα αμέτρητα άλλα πρόσωπα:
Ένας Πακιστανός ταξιτζής, ένας ζωγράφος που κόβει το χέρι του προς χάριν της τέχνης, μια ηλικιωμένη φιλότεχνη και οι αναμνήσεις της από τον μικρό γκάουτσο στην Αργεντινή, μια μετανάστρια πόρνη στη Γαλλία, μια Μεξικάνα ιθαγενής με τον αδερφό της, ο γιος του πρύτανη, οι έμποροι ναρκωτικών, βουλευτές, δημοσιογράφοι, πυγμάχοι και οι προπονητές τους, οι Μαύροι Πάνθηρες και ο Μπάρρυ Σήμαν, η διευθύντρια ενός ψυχιατρείου, ένας ομοφιλόφυλος ποιητής κλεισμένος σε τρελοκομείο, ένας σερίφης της Αριζόνα, αρκετοί στρατιώτες της Βέρμαχτ, διοικητικοί υπάλληλοι του ναζιστικού καθεστώτος, μεθυσμένα παιδιά που εκτελούν Εβραίους, ένας Πολωνός φασίστας στρατηγός, μία βαρόνη, ο εκδότης, συγγραφείς, μάντισσες (τουλάχιστον δύο), ποιητές της σοβιετικής τέχνης, ο Γκόρκι, ο Στάλιν, ο Κουρμπέ….
Συνδέονται όλα αυτά; Έχει ειπωθεί ότι οι λαβύρινθοι του Μπολάνιο μοιάζουν με τους λαβυρίνθους του Μπόρχες. Πιθανόν. Σίγουρα όμως υπάρχει μια διαφορά. Ο Μπόρχες απευθύνεται κυρίως στη λογική, στον εγκέφαλο του αναγνώστη, και επίσης δουλεύει κυρίως με τη λογική, ενώ ο Μπολάνιο κυρίως δουλεύει με συναισθήματα, με τη συναισθηματική νοημοσύνη θα λέγαμε, με το υποσυνείδητο, το ένστικτο, και περισσότερο στοχεύει στη συναισθηματική πλευρά του αναγνώστη παρά στην αναλυτική του σκέψη και φυσικά μάλλον αδιαφορεί για το φορμαλιστικό αισθητικό αποτέλεσμα.
Δεν θα βρούμε περιγραφές χώρων ή τοπίων, δεν θα βρούμε αρμονία. Ο μόνος λυρισμός που υπάρχει είναι σαρκαστικός.
Το διάβασμα του τελευταίου την έκανε να φύγει τρέχοντας. Στην τετραγωνισμένη αυλή έβρεχε, ο τετραγωνισμένος ουρανός έμοιαζε γκριμάτσα ενός ρομπότ ή ενός θεού κατ' εικόνα και ομοίωσή μας, στο γρασίδι του πάρκου οι πεπλατυσμένες σταγόνες της βροχής γλιστρούσαν κι έπεφταν κάτω, αλλά το ίδιο θα ήταν αν γλιστρούσαν προς τα πάνω, κι έπειτα οι πεπλατυσμένες (σταγόνες) γίνονταν στρογγυλές (σταγόνες) και τις κατάπινε η γη που έτρεφε το γρασίδι, το γρασίδι και η γη έμοιαζαν να μιλούν, όχι, όχι να μιλούν, να καβγαδίζουν, και τα ακατανόητα λόγια τους ήταν σαν κρυσταλλωμένοι ιστοί αράχνης ή σαν κρυσταλλωμένα ξερατά εμετών συντομότατης διάρκειας, ένα τρίξιμο που μόλις ακουγόταν λες και η Νόρτον αντί για τσάι είχε πιει ρόφημα από πεγιότε εκείνο το απόγευμα.
Η αλήθεια όμως ήταν ότι μόνο τσάι είχε πιει και ένιωθε αποχαυνωμένη, λες και μια φωνή τής επαναλάμβανε στο αυτί μια τρομερή προσευχή, της οποίας τα λόγια θόλωναν καθώς απομακρυνόταν από το κολέγιο και η βροχή τής μούσκευε την γκρίζα φούστα, τα οστεώδη γόνατα και τους όμορφους αστραγάλους και άλλα λίγα ακόμα, διότι η Λιζ Νόρτον είχε ξεχάσει να πάρει την ομπρέλα της. (σελ. 25)
Μια άλλη συγκλονιστική περιγραφή:
Η φωνή είπε: Πρόσεχε, όμως το είπε σαν να βρισκόταν πολύ μακριά, στο βάθος μιας χαράδρας όπου ξεφύτρωναν κομμάτια ηφαιστειακών πετρωμάτων, ριολίτες, αντεσίτες, φλέβες ασημιού και χρυσού, λιμνούλες απολιθωμένες σκεπασμένες με μικροσκοπικά αυγουλάκια, ενώ στον ουρανό που ήταν μπλάβος σαν το δέρμα Ινδιάνας μαυρισμένης στο ξύλο μέχρι θανάτου, έκαναν κύκλους αρπακτικά πουλιά με κόκκινη ουρά. (σελ. 279)
Εκτός από τα συναισθήματα το βιβλίο ξυπνά προβληματισμό. Ο καθένας θα βγάλει τα συμπεράσματά του, όχι πάντως αβασάνιστα. Σίγουρα δεν είναι βιβλίο για παθητικούς αναγνώστες-δέκτες, είναι βιβλίο που απαιτεί την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη.
Κατά την προσωπική μου αντίληψη, ένα βασικό νήμα που συνδέει τις ιστορίες και τα πρόσωπα είναι η σχέση Πραγματικής ζωής με την Τέχνη, και κυρίως τη λογοτεχνία, και ίσως πιο ειδικά η σχέση της κοινωνικής βίας με την τέχνη αλλά και την επιστήμη ή τη φιλοσοφία.
Μπορεί τελικά η ορθολογική σκέψη, η επιστήμη ή η φιλοσοφία να καταπολεμήσει την ανορθολογική βία, την παράκρουση, τη μη σκέψη; Η τέχνη μπορεί να δώσει απαντήσεις ή λύσεις ή απλώς περιγραφές για εγκλήματα τόσο μεγάλα, τόσο αδιανόητα μεγάλα, από τις δολοφονίες της Σάντα Τερέσα ως τη βία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και την εξόντωση των Εβραίων από τους Ναζί;
Ο φιλόσοφος Αμαλφιτάνο, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Σάντα Τερέσα, είναι στα πρόθυρα της τρέλας, εξαιτίας του φόβου για τη μοναχοκόρη του. Πηγαίνει σ’ ένα μπαρ με το γιο του πρύτανη, τυπικό παράδειγμα ένοπλου μάγκα της εύπορης μεσαίας τάξης. Πίνουν το μεσκάλ «Οι Αυτόχειρες»:
Δεν το φτιάχνουν πια, είπε ο Μάρκο Αντόνιο, όπως και τόσα άλλα πράγματα σ' ετούτη την κωλοχώρα. Και ύστερα από λίγο, κοιτάζοντας στα μάτια τον Αμαλφιτάνο, είπε: Πάμε κατά διαόλου, φαντάζομαι θα το έχετε αντιληφθεί, ε δάσκαλε; Ο Αμαλφιτάνο απάντησε ότι η κατάσταση δεν ήταν για καμπανοκρουσίες αλλά δεν εξήγησε τι εννοούσε ούτε μπήκε σε λεπτομέρειες. Η χώρα διαλύεται, είπε ο Μάρκο Αντόνιο Γκέρα. Οι πολιτικοί δεν ξέρουν να κυβερνήσουν. Η μεσαία τάξη το μόνο που σκέφτεται είναι να φύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και συνέχεια έρχονται περισσότεροι να δουλέψουν στις μακιλαδόρες . Ξέρετε τι θα έκανα εγώ; Όχι, είπε ο Αμαλφιτάνο. Ε λοιπόν θα έκαιγα μερικές. Θα καίγατε τι ακριβώς; Μερικές μακιλαδόρες. Α, μάλιστα, είπε ο Αμαλφιτάνο. Επίσης θα κατέβαζα τον στρατό στους δρόμους, δηλαδή όχι στους δρόμους, στις εθνικές οδούς για να πάψουν να έρχονται όλοι αυτοί οι ψωριάρηδες. Ελέγχους στους αυτοκινητόδρομους εννοείτε; είπε ο Αμαλφιτάνο. Ναι, βέβαια, αυτή είναι η μόνη λύση που βλέπω. Μπορεί να υπάρχουν κι άλλες, είπε ο Αμαλφιτάνο. Ο κόσμος έχει χάσει κάθε σεβασμό, είπε ο Μάρκο Αντόνιο Γκέρα. Σεβασμό για τους άλλους και σεβασμό για τον εαυτό τους. Ο Αμαλφιτάνο κοίταξε προς τον πάγκο. Τρεις σερβιτόροι κουβέντιαζαν σιγανά κοιτάζοντας προς το τραπέζι τους. Νομίζω ότι είναι καλύτερα να φύγουμε, είπε ο Αμαλφιτάνο. Ο Μάρκο Αντόνιο Γκέρα πρόσεξε τους σερβιτόρους και τους έκανε μια πρόστυχη χειρονομία με το χέρι. Μετά γέλασε. Ο Αμαλφιτάνο τον έπιασε από το μπράτσο και τον τράβηξε προς το πάρκινγκ. Είχε νυχτώσει πια και μια τεράστια φωτεινή επιγραφή κι ένα κουνούπι με μακριά πόδια έλαμπαν πάνω σ' έναν μεταλλικό σκελετό. Νομίζω ότι οι τύποι αυτοί έχουν κάτι εναντίον σας, είπε ο Αμαλφιτάνο. Μην ανησυχείτε, δάσκαλε, είπε ο Μάρκο Αντόνιο Γκέρα, είμαι οπλισμένος». (σσ. 286-287)
Σε άλλο σημείο, στο στρατόπεδο Γερμανών αιχμαλώτων πολέμου ο στρατιώτης Ράιτερ (Αρτσιμπόλντι) ακούει με φρίκη την αφήγηση του Ναζί κυβερνήτη μιας πολωνικής πόλης που περιγράφει τη μαζική δολοφονία 500 Εβραίων, μιλώντας για το πόσο κοπιαστική δουλειά ήταν, τι προβλήματα του δημιούργησε και πόσο καλός ήταν τελικά. Ήταν απλώς ένα υγειονομικό μέτρο:
Τότε μου ήρθε μια νέα διαταγή: Έπρεπε να αναλάβω μια ομάδα Εβραίων που έρχονταν από την Ελλάδα. Νομίζω ότι έρχονταν από την Ελλάδα. Μπορεί να ήταν Εβραίοι της Ουγγαρίας ή Εβραίοι Κροάτες. Δεν νομίζω όμως, γιατί οι Κροάτες σκότωναν μόνοι τους τους δικούς τους Εβραίους. Ίσως να ήταν Σέρβοι Εβραίοι. Ας υποθέσουμε ότι ήταν Έλληνες. Μου έστειλαν ένα τρένο γεμάτο με Έλληνες Εβραίους. Σ' εμένα! Που δεν είχα τίποτα έτοιμο για να τους παραλάβω. Ήταν μια διαταγή που μου ήρθε ξαφνικά, χωρίς καμία προειδοποίηση. Ο οργανισμός μου ήταν πολιτικός οργανισμός, δεν ήταν ούτε στρατιωτικός ούτε των Ες-Ες. Εγώ δεν είχα ειδικούς στο ζήτημα, εγώ μόνο έστελνα ξένους εργάτες στα εργοστάσια του Ράιχ. Τι θα τους έκανα εγώ τόσους Εβραίους; Τέλος πάντων, υπομονή, είπα και ένα πρωί πήγα στο σταθμό να τους περιμένω. Πήρα μαζί μου τον αρχηγό της τοπικής αστυνομίας και όλους τους αστυνομικούς που κατάφερα να συγκεντρώσω την τελευταία στιγμή. Το τρένο που ερχόταν από την Ελλάδα σταμάτησε στη νεκρή γραμμή. Ένας αξιωματικός μου έδωσε να υπογράψω χαρτιά σύμφωνα με τα οποία μου παρέδιδε πεντακόσιους Εβραίους, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Υπέγραψα. Μετά πλησίασα στα βαγόνια και η μπόχα ήταν ανυπόφορη. Απαγόρευσα να τα ανοίξουν όλα. Μπορούσε να δημιουργηθεί μια τεράστια εστία μόλυνσης, σκέφτηκα. Έπειτα τηλεφώνησα σε κάποιον φίλο, που μ' έφερε σ' επαφή μ' έναν τύπο που ήταν διευθυντής σε στρατόπεδο Εβραίων κοντά στο Τσέλμνο. Του εξήγησα το πρόβλημά μου, τον ρώτησα τι μπορούσα να κάνω τους Εβραίους μου. Πρέπει να πω ότι σ' εκείνο το πολωνικό χωριό δεν υπήρχαν πια Εβραίοι, μόνο μεθυσμένα παιδιά, μεθυσμένες γυναίκες και γέροι που όλη τη μέρα κυνηγούσαν τις ετοιμοθάνατες ακτίνες του ήλιου. Ο τύπος από το Τσέλμνο μου είπε να του τηλεφωνήσω σε δύο μέρες γιατί κι αυτός, παρότι εγώ δεν το πίστεψα, είχε προβλήματα καθημερινά που έπρεπε να τα λύσει. (σσ. 977-978)
Ήμουν δίκαιος διοικητής. Έκανα καλά πράγματα, λόγω του χαρακτήρα μου, και κακά πράγματα αναγκασμένος από τη μοίρα του πολέμου. Τώρα, όμως, οι μικροί μεθυσμένοι Πολωνοί ανοίγουν το στόμα τους και λένε ότι εγώ τους κατέστρεψα την παιδικότητά τους, είπε ο Ζάμμερ στον Ράιτερ. Εγώ τους κατέστρεψα την παιδικότητά τους! Αυτές οι άμυαλες και τεμπέλες μανάδες τους κατέστρεψαν τα παιδιά τους! Όχι εγώ.
«Αν ήταν άλλος στη θέση μου», είπε ο Ζάμμερ στον Ράιτερ, «θα είχε σκοτώσει με τα χέρια του όλους τους Εβραίους. Εγώ δεν το έκανα. Δεν είναι στο χαρακτήρα μου». (Σελ. 996)
Τελικά, ο Μπολάνιο στο 2666 μάλλον δείχνει απογοητευμένος από το επάγγελμα του συγγραφέα όπως το περιγράφει ο ζητιάνος του Λονδίνου στον Μορίνι, που πρώτα έφτιαχνε φλιτζάνια ώσπου έπαψε να του αρέσει.
Το συγγραφικό έργο είναι αδύναμο, ανίκανο να τα βάλει με κανέναν, ανίκανο να σώσει κάποιον είτε από τη φυλακή είτε να κάνει κάτι για τις δολοφονίες γυναικών.
Οφείλω να μιλήσω για τη μετάφραση.
Συνήθως η αναφορά στον μεταφραστή γίνεται με 3 τρόπους. Ο πρώτος είναι η παντελής αγνόηση, ο μεταφραστής ούτε υπάρχει ούτε αναφέρεται, είναι αόρατος.
Ο δεύτερος είναι ένα εγκώμιο στο τέλος μιας παρουσίασης ή μια καταδίκη. «Άψογη η μετάφραση» ή «Άθλια η μετάφραση»
Ο τρίτος τρόπος μπορεί να παρατηρηθεί όταν κάποιος θέλει να εξοντώσει τον μεταφραστή. Επειδή κανένας δεν είναι αλάνθαστος και παντογνώστης, εκτός ίσως από τον Θεό που κατάφερε μάλιστα να εμπνεύσει στους Εβδομήκοντα μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης ακριβώς την ίδια μετάφραση (αν και δεν το έχω εξακριβώσει ακόμα αυτό), πιάνεις ένα βιβλίο και βρίσκεις λάθη του μεταφραστή. Σε ΟΛΑ υπάρχουν και έχουν πλάκα. Δεν εννοώ τυπογραφικά ή ορθογραφικά αλλά νοηματικά.
Όμως αυτά δεν συνιστούν από μόνα τους αποτυχία της μετάφρασης, τα λάθη είναι αναμενόμενα, όπως και στο πρωτότυπο. (Αν και κάποιο παραστράτημα του συγγραφέα μπορεί να θεωρηθεί ιδιοτροπία ή λογοπαίγνιο.) Π.χ. έχει τύχει σε πρωτότυπο να μη συμπίπτουν ονόματα προσώπων, να υπάρχουν εσφαλμένες ιστορικές πληροφορίες, λανθασμένες χρονολογίες κ.λπ. Υπάρχει κι ένα αντίστοιχο κεφάλαιο στο 2666, που έχει αρκετή πλάκα, με κοτσάνες γνωστών συγγραφέων, όπως συλλέγονται σ’ ένα βιβλίο με τίτλο Μουσείο Λαθών. Δεν κρίνεται από αυτό το έργο.
Φυσικά εγώ δεν πρόκειται να πω εδώ «άψογη η μετάφρασή μου» ή «άθλια η μετάφρασή μου» (έστω κι αν έχω τέτοια γνώμη, δεν θα σας την πω), ούτε φυσικά θα σας πω τις κοτσάνες μου, διαφήμιση είπαμε να κάνουμε όχι δυσφήμιση.
Μόνο μία –ζητώντας συγνώμη από τον εκδότη και τους εξαιρετικούς επιμελητές.
Κι εδώ οφείλω να εγκωμιάσω την εκδοτική πολιτική που εκτιμάει το έργο του μεταφραστή, επιλέγοντας μεταφραστές ώστε να μη χρειάζονται έπειτα επεμβάσεις στις επιλογές τους και με επιμέλειες το βιβλίο να γίνεται αγνώριστο.
Θα αναφέρω δύο - τρία παραδείγματα για το πώς θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να γίνεται η αξιολόγηση μιας μετάφρασης.
Το κυριότερο κριτήριο, πιστεύω, ότι είναι οι ΕΠΙΛΟΓΕΣ της μετάφρασης και οι Δυσκολίες του λόγου που περνούν απαρατήρητες, όχι οι «ορατές δυσκολίες».
Είδα πρόσφατα ένα βιβλίο ενός αγαπημένου μου συγγραφέα, στα ελληνικά. Ένα πρόσωπο που εγώ θα το μετέφραζα νταβατζής ή σωματέμπορος το μετάφρασε μαστροπός. Είναι απόλυτα σωστό. Ωστόσο η δική μου επιλογή θα ήταν άλλη και θα έδινε άλλο ύφος στο κείμενο, χωρίς να υποστηρίζω ότι σώνει και καλά η δική μου είναι η «σωστή»· δεν υπάρχει σωστό ή λάθος.
Ορισμένα κλειδιά στο λόγο κάθε συγγραφέα πιστεύω (απαρατήρητα στον αναγνώστη, ίσως και στον ίδιο τον συγγραφέα που μπορεί και να το κάνει ασυνείδητα) έχουν σημασία για το τελικό αποτέλεσμα του κειμένου.
Ο μεταφραστής ερμηνεύει το κείμενο, το κατανοεί και το ξαναγράφει σε άλλη γλώσσα. Όμως το κατανοεί και το ερμηνεύει με τον προσωπικό του τρόπο. Και τι γίνεται όταν το πρωτότυπο χωράει πολλές ερμηνείες; Και πάντα συμβαίνει αυτό, ακόμα και στην πιο ασήμαντη φράση. Έχει πάντα σημασία η μία ή η άλλη ερμηνεία; Τις περισσότερες φορές. Κι αν το πρωτότυπο θέλει να μείνει σκοτεινό και αμφίσημο, η μετάφραση πρέπει να το ερμηνεύσει; Να το εξηγήσει; Και πού ξέρουμε με βεβαιότητα ότι είναι εσκεμμένη η αμφισημία; Αυτά είναι μερικά από τα διλήμματα της μετάφρασης. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ο νεαρός Πελετιέ αγνοούσε τότε ότι το μυθιστόρημα εκείνο ανήκε σε μία τριλογία (αποτελούμενη από τον Κήπο, με θέμα αγγλικό, τη Δερμάτινη μάσκα, με θέμα πολωνικό, ενώ το D’Arsonval είχε, προφανώς, θέμα γαλλικό) (σελ. 17).
Τι σημαίνει «θέμα αγγλικό;» Η υπόθεση διαδραματιζόταν στην Αγγλία; Είχε να κάνει με Άγγλους; Με την αγγλική ιστορία;
Ορισμένες πλευρές της μετάφρασης του 2666
Η φαινομενικότητα. «Φαινόταν σαν να», «έμοιαζε να» είναι σε συχνότατη χρήση που ο αναγνώστης ίσως δεν το παρατηρεί. Ο μεταφραστής το διαπιστώνει λόγω δυσκολιών στη σύνταξη. Μάλιστα σε κάποιο σημείο ο Μπολάνιο ξεκαθαρίζει τη σχέση της λογοτεχνίας με την Επίφαση. Παρότι δεν το παρατηρεί ο αναγνώστης, η μετάφραση οφείλει να σεβαστεί τα πολλά «ήταν σαν να», «έμοιαζε σαν… Φαινόταν σαν» παρ’ όλες τις συντακτικές δυσκολίες.
Άλλο χαρακτηριστικό του συγγραφέα είναι η απαρίθμηση συνωνύμων επιθέτων αλλά και η απαρίθμηση ουσιαστικών. Κι εδώ οι επιλογές της μετάφρασης είναι ουσιαστικές.
Επίσης υπάρχουν οι απροσδόκητοι χαρακτηρισμοί (νεκροταφείο που σκέφτεται ματαίως ή τα «πούστικα σύννεφα του Μποντλέρ» όπου πάλι η μετάφραση δείχνει το «χαρακτήρα της».
Ένα πραγματικά ουσιαστικό και ιδιόμορφο χαρακτηριστικό του έργου είναι το χιούμορ, η ειρωνεία και ο σαρκασμός. Χιούμορ, ειρωνεία και σαρκασμός που επιτυγχάνονται συχνά με υπονοούμενα ανάμεσα στις αράδες και στις λέξεις, φτιαγμένα με ειδικά σημάδια του λόγου όπου ο μεταφραστής αναγκάζεται να αναπλάσει, να αυτοσχεδιάσει για να βγει το καλαμπούρι και μάλιστα να είναι αστείο «χωρίς να φανεί», έτσι όπως το θέλει ο συγγραφέας. Κι εδώ ο κάθε μεταφραστής κάνει τις δικές του επιλογές, ακόμα και επεμβάσεις.
Τελειώνοντας εδώ, δεν θα μπω στον πειρασμό να χαρακτηρίσω το 2666 ως αριστούργημα ή όχι, έπος του 21ου αιώνα ούτε και το αντίθετο, και τα λοιπά. Οφείλω όμως να πω ότι είναι ένα βιβλίο που κάνει μια τολμηρή τομή, αρκετά διαφορετικό απ’ όσα έχετε διαβάσει ως τώρα. Αξίζει να διαβαστεί και σίγουρα θα αφήσει αποτύπωμα στην ιστορία της λογοτεχνίας.
|