|
ΜΠΛΑΝΣΟ ΜΩΡΙΣ - Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Παρουσίαση
Μοναχικό και υπόγειο μέχρι πείσματος, το έργο του Maurice
Blanchot είναι από τα πλέον γοητευτικά της μεταπολεμικής περιόδου.
Τα αφηγήματά του είναι το καθένα κι από μία δοκιμή όπου το κειμενικό
τεχνουργείο τίθεται σε δοκιμασία για να θέσει ερωτήματα στην
ίδια του την θεμελίωση. Ωθούν την λογοτεχνία έως εκείνη την
ζώνη όπου η ίδια αυτοδιαλογίζεται αυτοδαπανώμενη, αυτοκαταστρέφεται
και αυτοαναλώνεται από την δική της εσωτερική κίνηση.
Έπειτα από συγγραφείς όπως ο Valery ή ο Bataille, ο Blanchot
έθεσε σε διακύβευση την ίδια την ύπαρξη της λογοτεχνίας, την
αισθητική, φιλοσοφική, ιδεολογική και κοινωνική λειτουργία της
: Έβαλε φωτιά στις βιβλιοθήκες, εικονογραφώντας μ' αυτόν τον
τρόπο την φράση εκείνη του Holderlin την οποία σχολιάζει ο Heidegger
: " Από όλα τα αγαθά η γλώσσα είναι το πιο επικίνδυνο ".
[…] " Η γλώσσα, λέει ο Blanchot, είναι σκοτεινή επειδή
λέει πάρα πολλά, αδιαφανής επειδή δεν λέει τίποτα : το διφορούμενο
είναι παντού ". Αυτή είναι η διακινδύνευση της ποίησης,
επειδή ο ποιητής είναι εκείνος που " ακούει μία γλώσσα
ανερμήνευτη ".
Πραγματικότητα του μη πραγματικού, παρουσία της απουσίας, βόμβος
ενός περίλυπου κυματισμού που εκτοπίζει την γλώσσα σ' ένα εντεύθεν
του εαυτού της, αυτή είναι η μπλανσοτική μουσική. Φράζεις γκρίζες
όπως στον Sade, εξαρθρωμένες, ερπετοειδείς, ατέρμονος δισταγμός
όπου η σκέψη πνευστιά. Τα αφηγήματα του Blanchot, μέσα στην
κατάθλιψή τους, είναι επίσης εντελώς λαβυρινθώδη και ερημωμένα.
Συμβαίνει αυτό επειδή η λογοτεχνική εμπειρία είναι μία απώλεια,
μία διασπορά, ως εάν να διαδραματιζόμασταν το πέραν του θανάτου
μέσα από τις μικροσκοπικές σχισμές μιας πρόζας διαρρηγμένης,
διαγεγραμμένης και διακεκομμένης : εξ ου αυτή η τοπολογία της
αποπλάνησης, η οποία επανέρχεται τόσο συχνά στον Blanchot.
|
Απόσπασμα
[…] Για ορισμένους, η προσπέλασή του ήταν παράξενα εύκολη·
για άλλους, περιβαλλόταν από μία αθωότητα θαυμαστά λεία από έξω,
από μέσα όμως φτιαγμένη απ' τις χιλιάδες αγκίδες ενός πολύ σκληρού
κρυστάλλου, εις τρόπον ώστε με την παραμικρή απόπειρα προσέγγισης,
κινδύνευε να ξεσχιστεί από τις επιμήκεις και λεπτές βελόνες της
αθωότητάς του. Ήταν εκεί ελαφρώς αποτραβηγμένος, μιλώντας πολύ
λίγο, με λέξεις πολύ φτωχές και πολύ κοινότυπες· ήταν σχεδόν βυθισμένος
στην πολυθρόνα, με μια ακινησία ενοχλητική, με τις μεγάλες παλάμες
του να κρέμονται, κουρασμένες, στις άκρες των μπράτσων του. Παρ'
όλ' αυτά τον κοιτάζαμε μόλις και μετά βίας· επιφυλασσόμασταν να
τον κοιτάξουμε αργότερα. Όταν τον ξαναφέρνω στο μυαλό μου έτσι
: ήταν ένας άνθρωπος τσακισμένος ; Τι περίμενε ; Τι ήλπιζε να
σώσει ; Τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτόν ; Γιατί ρουφάς τόσο άπληστα
κάθε κουβέντα μας ; Είσαι εντελώς εγκαταλελειμμένος ; Δεν μπορείς
να μιλήσεις για τον εαυτό σου ; Πρέπει να σκεφτούμε το ελάττωμά
σου, να πεθάνουμε στη θέση σου ;
[…] Ενίοτε, ο ήλιος αλλάζει χρώμα. Μαύρος, γίνεται πιο μαύρος.
Ανεβαίνει έναν τόνο σαν για να δείξει ότι το αδιαπέραστο έχει
οπισθοχωρήσει κι άλλο. Θα μπορούσα να φοβάμαι πως είμαι ο μόνος
που το αντιλαμβάνεται αυτό. Όλα, διατείνεται αυτός, θα μπορούσαν
να μας είναι κοινά, εκτός από τον ουρανό : απ' αυτό το σημείο
περνά το μερίδιό μας στη μοναξιά. Λέει όμως και πως το μερίδιο
αυτό είναι το ίδιο για όλους και πως σ' αυτό το σημείο είμαστε
όλοι ενωμένοι έως μέσα στον χωρισμό μας, ενωμένοι εκεί μόνο κι
όχι αλλού : αυτός θα ήταν ο ύστατος σκοπός. Η απόδειξη γι' αυτό,
είναι ότι κάθε φορά που το μαύρο γίνεται πιο μαύρο κατά μία απόχρωση
που δεν μπορεί να μεταδοθεί παρά μόνο στην καρδιά του εαυτού μας,
αυτό που λέει τότε ο καθένας μυστικά για να προσδώσει πραγματικότητα
σ' αυτό το σημάδι, υψώνεται απ' όλες τις πλευρές σε μία και μόνη
κοινή κραυγή που αυτή μόνο μας αποκαλύπτει αυτό που εμείς κάναμε
τους εαυτούς μας ν' ακούσουν. Κραυγή τρομερή, φαινομενικά πάντα
η ίδια. Αυτό που είναι τρομερό στον ανώτατο βαθμό του δεν αλλάζει,
κι ωστόσο ξέρουμε ότι παραλλάσσει αδιόρατα για να αποκριθεί στην
ανεπαίσθητη παραλλαγή του ουρανού. Κατά τούτο είναι τρομερό. […]
|
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Maurice Blanchot γεννήθηκε το 1907 στον αγροτικό συνοικισμό
Καιν του νομού Σων-ε-Λουάρ της Γαλλίας, όπου η εύπορη οικογένειά
του εκτός των αγροκτημάτων είχε στην κατοχή της μια όμορφη και
μεγάλη κατοικία, όπου ενήλικος θα επιστρέφει μέχρι σήμερα στο
"υψηλό δώμα" της για να γράφει.
Δοκιμιογράφος και αφηγηματογράφος, ο Μπλανσό μεταφέρει στο έργο
του την οριακή εμπειρία του θανάτου που την αντιλαμβάνεται ως
"δοκιμασία της απουσίας τέλους". Ο ίδιος ο χώρος της
λογοτεχνίας είναι για τον Μπλανσό ο χώρος του θανάτου. Τα αφηγήματά
του είναι το καθένα κι από μία δοκιμή όπου το κειμενικό τεχνουργείο
τίθεται σε δοκιμασία για να θέσει ερωτήματα στην ίδια του την
θεμελίωση. Ωθούν την λογοτεχνία έως εκείνη την ζώνη όπου η ίδια
αυτοδιαλογίζεται αυτοδαπανώμενη, αυτοκαταστρέφεται και αυτοαναλώνεται
από την δική της εσωτερική κίνηση. Ο συγγραφέας "δεν έχει
τίποτα να πει", αλλά "αυτό το τίποτα πρέπει να το πει".
Μοναχικό και υπόγειο μέχρι πείσματος, το έργο του Maurice Blanchot
είναι από τα πλέον γοητευτικά της μεταπολεμικής περιόδου. Έπειτα
από συγγραφείς όπως ο Valery ή ο Bataille, ο Blanchot έθεσε σε
διακύβευση την ίδια την ύπαρξη της λογοτεχνίας, την αισθητική,
φιλοσοφική, ιδεολογική και κοινωνική λειτουργία της : Έβαλε φωτιά
στις βιβλιοθήκες, εικονογραφώντας μ' αυτόν τον τρόπο την φράση
εκείνη του Holderlin την οποία σχολιάζει ο Heidegger : "
Από όλα τα αγαθά η γλώσσα είναι το πιο επικίνδυνο ". […]
" Η γλώσσα, λέει ο Blanchot, είναι σκοτεινή επειδή λέει πάρα
πολλά, αδιαφανής επειδή δεν λέει τίποτα : το διφορούμενο είναι
παντού ". Αυτή είναι η διακινδύνευση της ποίησης, επειδή
ο ποιητής είναι εκείνος που " ακούει μία γλώσσα ανερμήνευτη
".
Ο Maurice Blanchot πέθανε στη Γαλλία στις 21 Φεβρουαρίου 2002.
Έργα του :
Αφηγήματα : Thomas l'Οbscur (1941, 1950), Aminadab
(1942), Le Tres Haut (1948), L'Arret de Mort (1948,
Καταδίκη σε θάνατο, Νεφέλη 1981), Celui qui ne m'accompagnait
pas (1953), Le Dernier Homme (1957, Ο τελευταίος
άνθρωπος, Άγρα 1994), La Folie du jour (1949, Η
τρέλα της ημέρας, Άγρα, 1984).
Δοκίμια : Comment la litterature est-elle possible ? (1943),
Lautreamont et Sade (1949), La part du feu (1949),
L'Espace Litteraire (1955), Le livre a Venir (1959),
L'Attente (1962), L'oubli (1962).
Στα έργα του L'Entretien infini, L'Amitie, Le
Pas au-dela (τρία "θεωρητικά" βιβλία γραμμένα από
το 1969 έως το 1973) δοκιμιακή και αφηγηματική γραφή διαλέγονται.
Άλλα σημαντικά έργα του : L'Ecriture du desastre (1980),
De Kafka a Kafka (1981), Sade et Restif de la Bretonne
(1986), Sur Lautreamont (1987), Pour l'amitie (1993,
2000), Henri Michaux ou le refus de l'enfermement (1999),
Les Intellectuels en question (2000).
|
|