|
Παρουσίαση
Η Μαντάμ Εντουαρντά γράφτηκε Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του
1940 και κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, στις Editions
du Solitaire, με το ψευδώνυμο Pierre Angιlique. Επανεκδόθηκε το
1956 στις εκδόσεις Jean-Jacques Pauvert με το ίδιο ψευδώνυμο,
αυτή τη φορά επαυξημένη με ενυπόγραφη εισαγωγή του Μπατάιγ, η
οποία συμπεριλαμβάνεται και στην παρούσα έκδοση.
Η ελληνική έκδοση περιλαμβάνει και προσχεδιάσματα του Μπατάιγ
για την εισαγωγή και για μια συνέχεια της Μαντάμ Εντουαρντά.
Στον αφηγητή, που από την πρώτη φράση του αναφέρεται στη "βρωμερή
και συναρπαστική" αγωνία του που τον διαλύει παρουσιάζεται
εδώ ο Θεός με τη μορφή της Μαντάμ Εντουαρντά, ιερόδουλης
σε παρισινό πορνείο. Ανάμεσα στη φιλοσοφική περίσκεψη και τις
ερωτικές σκηνές, μέσα από τα ονόματα του Χέγκελ, της Εντουαρντά
και του Θεού, το ολιγοσέλιδο αυτό κείμενο κατακρημνίζει με μια
μόνη κίνηση και τη θρησκεία και τη φιλοσοφία του μπουντουάρ.
"Εγώ ο ίδιος που έγραψα την Μαντάμ Εντουαρντά",
ξεκινάει την εισαγωγή του ο Μπατάιγ, "επέστησα την προσοχή
στη σοβαρότητα του βιβλίου μου. Ωστόσο θεωρώ χρήσιμο να επιμείνω
κι άλλο σ' αυτό το σημείο λόγω της ελαφρότητας με την οποία συνηθίζεται
ν' αντιμετωπίζονται τα κείμενα που θέμα τους έχουν τη σεξουαλική
ζωή. Όχι πως ελπίζω -ή πως προτίθεμαι- ν' αλλάξω οτιδήποτε σ'
αυτή την κατάσταση, ζητώ όμως απ' τον αναγνώστη της Εισαγωγής
μου να στοχαστεί για λίγο πάνω στην παραδοσιακή στάση που τηρείται
απέναντι στην ηδονή (η οποία, με το παιχνίδι που παίζουν μεταξύ
τους τα φύλα, φτάνει στην ξέφρενη ένταση) και στην οδύνη (την
οποία, είν' αλήθεια, καταστέλλει ο θάνατος, αφού όμως την εξωθήσει
στο χείριστο σημείο). […] Στην περίπτωση, λοιπόν, που ο ερωτισμός
αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα, με τραγικότητα, η αντιμετώπιση
αυτή αποτελεί μια ολοκληρωτικά ανατρεπτική στάση".
|
Κρίσεις
Το πιο άσεμνο βιβλίο να είν' εντέλει και το πιο τρυφερό, αυτό
πια καταντάει σκανδαλώδες μ' όλη τη σημασία της λέξεως.
Maurice Blanchot
Απόσπασμα
Τεντώθηκε πάνω στο χέρι που τη βαστούσε, και το τέντωμα αυτό
πολλαπλασίασε τον ρόγχο της. Τα μάτια της ξανάρθαν στη θέση τους,
για ένα δευτερόλεπτο μάλιστα έδωσε την εντύπωση πως ηρέμησε. Με
είδε: τη στιγμή εκείνη, απ' το βλέμμα της κατάλαβα πως ήταν ένα
βλέμμα που επέστρεφε απ' τον κόσμο του αδύνατου, και στα έγκατά
της είδα μια καθήλωση ιλιγγιώδη. Η πλημμύρα που την έκανε μούσκεμα
στη ρίζα ξεχείλισε με τα δάκρυά της· τα δάκρυα τρέξαν απ' τα μάτια
της. Μέσα σ' αυτά τα μάτια, ο έρωτας ήταν νεκρός, αναδυόταν απ'
αυτά μια παγωνιά χαραυγής, μια διαφάνεια όπου διάβαζα το θάνατο.
Κι όλα ήταν δεμένα κόμπος μέσα σ' αυτό το ονειρικό βλέμμα. Τα
γυμνά κορμιά, τα δάχτυλα που άνοιγαν τη σάρκα, η δική μου αγωνία
κι η ανάμνηση του αφρού στα χείλια, δεν υπήρχε τίποτα που να μη
συνεργούσε σ' αυτή την τυφλή ολίσθηση μέσα στο θάνατο.
|
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Ζωρζ Μπατάϊγ (Γαλλία, 1897-1962) μετά από μια νεανική έντονη
μυστικιστή διάθεση, ασχολήθηκε με τον Νίτσε, την ψυχανάλυση, τη
φιλοσοφία, τη θρησκεία, τη θεολογία, την ανθρωπολογία και συναναστράφηκε
τους υπερρεαλιστές χωρίς ποτέ να προσχωρήσει καθαρά στις γραμμές
τους. Παρακολούθησε τα μαθήματα του Alexandre Kojeve για τον Hegel,
ο οποίος μαζί με τον Νίτσε και τον μαρκήσιο ντε Σαντ θα γίνει
ένας από τους άξονες αναφοράς της σκέψης του.
Το 1924 διορίζεται στην Εθνική βιβλιοθήκη της Γαλλίας.
Το 1928 δημοσίευσε με ψευδώνυμο την Ιστορία του ματιού
(ελλην. έκδ. Άγρα 1980).
Ασχολήθηκε συστηματικά με την έκδοση ή τη συμμετοχή σε διάφορα
περιοδικά : Documents (1929-30), Critique Sociale
(1933), Minotaure (1932-33), και κυρίως με το Acephale,
που ίδρυσε με τον ζωγράφο Andre Masson (1936).
Το 1935, την περίοδο του Λαϊκού Μετώπου, ιδρύει την πολιτική ομάδα
" Αντεπίθεση " (" Contre Attaque
") με τους Andre Breton (προσωρινή συμφιλίωση), Paul Eluard,
Pierre Klossowski, Benjamin Peret και τον Yves Tanguy.
Το 1936 ιδρύει το Κολέγιο Ιερής Κοινωνιολογίας με τον Roger Caillois
και τον Michel Leiris.
Γράφει την Έννοια της δαπάνης (1933), την Εσωτερική
Εμπειρία (1934 - μετά τη μύησή του σε ανατολικές μεθόδους),
το Γαλάζιο τ' ουρανού (1936), τη Μαντάμ Εντουαρντά
(1937 - με το ψευδώνυμο Pierre Angelique - ελλην. έκδοση Άγρα,
1980 ), το Περί Νίτσε (1943 - που μαζί με τον Ένοχο
και την Εσωτερική Εμπειρία θα αποτελέσουν το Αθεολογικό
Άθροισμα), τον Αρχαγγελικό (1944), το Αλληλούια
(1947), τη Θεωρία της θρησκείας (1948), τον Αββά Γ.
(L'Abbe C., 1950).
To 1946 ιδρύει το περιοδικό Critique που η έκδοσή του θα
συνεχιστεί και μετά το θάνατό του το 1962.
Το 1950 γράφει τον πρόλογο στο Ζυστίν ή Οι ατυχίες της αρετής
του μαρκήσιου ντε Σαντ.
Το 1955 γράφει το Η προϊστορική ζωγραφική : Λασκώ ή Η γέννηση
της τέχνης, το 1957 το Η λογοτεχνία και το κακό (ελλην.
έκδοση Πλέθρον, 1979) και το 1961 Τα δάκρυα του έρωτα (ελλην.
έκδ. Νεφέλη, 1981).
Το 1962 πεθαίνει στο Παρίσι. Το 1966 και το 1967 ο J. J. Pauvert
εκδίδει δύο σπουδαία πεζογραφήματά του που δεν είχαν δημοσιευτεί
όσο ζούσε : Η μητέρα μου (ελλην. έκδοση Άγρα, 2001) και
Ο Νεκρός (ελλην. έκδοση Άγρα, 1981).
Το 1971 οι εκδόσεις Gallimard αρχίζουν την έκδοση των πολύτομων
Απάντων του, με δημοσιεύσεις πολλών άγνωστων γραφτών του,
με φροντίδα του Michel Foucault, του Maurice Blanchot κ.ά.
|
|