|
Παρουσίαση
Το διήγημα αυτό του Μπαλζάκ δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις
24 Δεκεμβρίου 1830 στη Revue de Paris και κατόπιν το
1837 στο τρίτο μέρος των Etudes philosophiques. Αποτελεί
μια τελείως ξεχωριστή περίπτωση μέσα στο πληθωρικό μπαλζακικό
έργο, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο.
"Ακριβώς ένα μήνα μετά το Sarrasine, όπου παρουσίαζε
τον έρωτα ενός γλύπτη για έναν καστράτο, ο Μπαλζάκ προσεγγίζει
ένα θέμα επίσης σκανδαλώδες για μια κοινωνία που σημαδεύεται
από τον πουριτανισμό, τον έρωτα ενός στρατιώτη και μιας λεοπάρδαλης.
Χρησιμοποιεί ως αφετηρία ένα συμβάν από την επικαιρότητα : σε
πρώτη παρουσίαση στην Ευρώπη, στα τέλη του χειμώνα του 1829
στο Παρίσι, ο θηριοδαμαστής Ανρί Μαρτέν επιδεικνύει στο κοινό
τα εξημερωμένα του θηρία. Η τεχνική ήταν απλή και τολμηρή :
ο θηριοδαμαστής εξασφάλιζε την αφοσίωση των ζώων μέσω περισσότερο
ή λιγότερο προωθημένων σεξουαλικών αγγιγμάτων. Εκμεταλλευόμενος
αυτό το περιστατικό, ο Μπαλζάκ θα χτίσει μια αφήγηση που ξεκινά
με αντικειμενική χροιά και που υποτίθεται πως υποστηρίζει μια
αξιοσέβαστη ηθικοπλαστική αντίληψη : "Πιστεύετε, λοιπόν,
ότι τα ζώα δεν έχουν διόλου συναισθήματα ; […] Μάθετε
πως μπορούμε να τους μεταδώσουμε όλες τις διαστροφές του πολιτισμού
μας. […]". (απόσπασμα από το επίμετρο του Joel Gayraud
που συνόδευε τη γαλλική έκδοση του διηγήματος στις εκδόσεις
Mille et Une Nuits, 1994)
|
Απόσπασμα
[…]Το ζώο ήτανε θηλυκό. Το τρίχωμα της κοιλιάς και των
μηρών άστραφτε από λευκότητα. Μικρές, βελούδινες κηλίδες σχημάτιζαν
κομψά βραχιόλια γύρω από τα πέλματα. Η ουρά, μυώδης, ήταν επίσης
λευκή, αλλά στο τελείωμα είχε μαύρα δαχτυλίδια. Το πάνω μέρος
του φορέματός της ήταν κίτρινο χρυσοΰφαντο αλλά λείο και απαλό,
μ' εκείνα τα χαρακτηριστικά σημάδια ποικίλων αποχρώσεων σε σχήμα
ρόδων, που κάνουν τις λεοπαρδάλεις να ξεχωρίζουν, έναντι των άλλων
αιλουροειδών. Τούτη η ήσυχη και επικίνδυνη οικοδέσποινα ροχάλιζε
σε μια στάση τόσο χαριτωμένη, όσο και μιας γάτας πλαγιασμένης
στο μαξιλάρι μιας οθωμανής. Τα αιμοχαρή της πέλματα, νευρώδη και
άρτια εξοπλισμένα, στήριζαν, προεξέχοντας, την κεφαλή της που
αναπαυόταν πάνω τους κι από την οποία ξεκινούσαν εκείνα τα σπάνια
και ίσια μουστάκια, όμοια με αργυρές κλωστές. Αν την έβλεπε έτσι
μέσα σε ένα κλουβί, ο Προβηγκιανός θα θαύμαζε οπωσδήποτε τη χάρη
ετούτου του ζώου και τις γερές αντιθέσεις των έντονων χρωμάτων
που προσέδιδαν στο ένδυμα μιαν αυτοκρατορική χροιά· αλλά εκείνη
τη στιγμή αισθανόταν την όρασή του να σκοτεινιάζει από τούτο το
θλιβερό θέαμα. Η παρουσία μιας λεοπάρδαλης, έστω και κοιμισμένης,
τον έκανε να αισθάνεται -καθώς λένε- ό,τι και το αηδόνι εμπρός
στα μαγνητικά μάτια των φιδιών. […]
|