|
ΜΠΛΑΝΣΟ ΜΩΡΙΣ - Η ΤΡΕΛΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Απόσπασμα
Ανθρώπους αγάπησα, κι αυτούς έχασα. Όταν με βρήκε το
κακό, πήγα να τρελαθώ, γιατί είναι μια κόλαση αυτό. Την τρέλα
μου όμως δεν την είδε ανθρώπου μάτι, η παραφροσύνη μου δεν έβγαινε
στο φως, τρελή ήταν μόνον η μέσα ζωή μου. Φορές-φορές, μ' έπιανε
μια λύσσα. Μου έλεγαν : Γιατί είστε τόσο ήρεμος ; Εγώ όμως,
από πάνω μέχρι κάτω καιγόμουν τη νύχτα, έτρεχα στους δρόμους
κι έβγαζα ουρλιαχτά· τη μέρα, εργαζόμουν ήμερα.
Λίγο αργότερα, ξέσπασε η τρέλα του κόσμου. Μ' έστησαν στον
τοίχο όπως και πολλούς άλλους. Γιατί ; Χωρίς λόγο. Τα τουφέκια
δεν έριξαν. Είπα με το νου μου : Θεέ, τι κάνεις ; Τότε, έπαψα
να είμαι άφρων. Ο κόσμος κλυδωνίστηκε, έπειτα βρήκε πάλι την
ισορροπία του.
|
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Maurice Blanchot γεννήθηκε το 1907 στον αγροτικό συνοικισμό
Καιν του νομού Σων-ε-Λουάρ της Γαλλίας, όπου η εύπορη οικογένειά
του εκτός των αγροκτημάτων είχε στην κατοχή της μια όμορφη και
μεγάλη κατοικία, όπου ενήλικος θα επιστρέφει μέχρι σήμερα στο
"υψηλό δώμα" της για να γράφει.
Δοκιμιογράφος και αφηγηματογράφος, ο Μπλανσό μεταφέρει στο έργο
του την οριακή εμπειρία του θανάτου που την αντιλαμβάνεται ως
"δοκιμασία της απουσίας τέλους". Ο ίδιος ο χώρος της
λογοτεχνίας είναι για τον Μπλανσό ο χώρος του θανάτου. Τα αφηγήματά
του είναι το καθένα κι από μία δοκιμή όπου το κειμενικό τεχνουργείο
τίθεται σε δοκιμασία για να θέσει ερωτήματα στην ίδια του την
θεμελίωση. Ωθούν την λογοτεχνία έως εκείνη την ζώνη όπου η ίδια
αυτοδιαλογίζεται αυτοδαπανώμενη, αυτοκαταστρέφεται και αυτοαναλώνεται
από την δική της εσωτερική κίνηση. Ο συγγραφέας "δεν έχει
τίποτα να πει", αλλά "αυτό το τίποτα πρέπει να το πει".
Μοναχικό και υπόγειο μέχρι πείσματος, το έργο του Maurice Blanchot
είναι από τα πλέον γοητευτικά της μεταπολεμικής περιόδου. Έπειτα
από συγγραφείς όπως ο Valery ή ο Bataille, ο Blanchot έθεσε σε
διακύβευση την ίδια την ύπαρξη της λογοτεχνίας, την αισθητική,
φιλοσοφική, ιδεολογική και κοινωνική λειτουργία της : Έβαλε φωτιά
στις βιβλιοθήκες, εικονογραφώντας μ' αυτόν τον τρόπο την φράση
εκείνη του Holderlin την οποία σχολιάζει ο Heidegger : "
Από όλα τα αγαθά η γλώσσα είναι το πιο επικίνδυνο ". […]
" Η γλώσσα, λέει ο Blanchot, είναι σκοτεινή επειδή λέει πάρα
πολλά, αδιαφανής επειδή δεν λέει τίποτα : το διφορούμενο είναι
παντού ". Αυτή είναι η διακινδύνευση της ποίησης, επειδή
ο ποιητής είναι εκείνος που " ακούει μία γλώσσα ανερμήνευτη
".
Ο Maurice Blanchot πέθανε στη Γαλλία στις 21 Φεβρουαρίου 2002.
Έργα του :
Αφηγήματα : Thomas l'Οbscur (1941, 1950), Aminadab
(1942), Le Tres Haut (1948), L'Arret de Mort (1948,
Καταδίκη σε θάνατο, Νεφέλη 1981), Celui qui ne m'accompagnait
pas (1953), Le Dernier Homme (1957, Ο τελευταίος
άνθρωπος, Άγρα 1994), La Folie du jour (1949, Η
τρέλα της ημέρας, Άγρα, 1984).
Δοκίμια : Comment la litterature est-elle possible ? (1943),
Lautreamont et Sade (1949), La part du feu (1949),
L'Espace Litteraire (1955), Le livre a Venir (1959),
L'Attente (1962), L'oubli (1962).
Στα έργα του L'Entretien infini, L'Amitie, Le
Pas au-dela (τρία "θεωρητικά" βιβλία γραμμένα από
το 1969 έως το 1973) δοκιμιακή και αφηγηματική γραφή διαλέγονται.
Άλλα σημαντικά έργα του : L'Ecriture du desastre (1980),
De Kafka a Kafka (1981), Sade et Restif de la Bretonne
(1986), Sur Lautreamont (1987), Pour l'amitie (1993,
2000), Henri Michaux ou le refus de l'enfermement (1999),
Les Intellectuels en question (2000).
|