ΠΙΚΑΣΣΟ ΠΑΜΠΛΟ - ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ
Παρουσίαση
Τα Τέσσερα κοριτσάκια είναι το δεύτερο θεατρικό έργο
του Πικάσσο, μετά το Ο πόθος πιασμένος από την ουρά του 1941.
Γράφτηκε στο διάστημα μεταξύ 24 Νοεμβρίου 1947 και 13 Αυγούστου
1948, ανάμεσα στο Golfe Juan και στο Vallauris της Κυανής Ακτής,
στη Γαλλία. Τότε γεννήθηκαν και τα δυο του παιδιά, ο Claude
και η Paloma.
Για να παρουσιάσει το έργο, ο Πικάσσο οργάνωσε μια ανάγνωση
για φίλους το 1951, στην Αντίμπ. Το κείμενο εκδόθηκε για πρώτη
φορά το 1968 από τις εκδόσεις Gallimard στη Γαλλία. Ο Ανδρέας
Εμπειρίκος ανέλαβε να μεταφράσει το έργο, μετά το θάνατο του
ζωγράφου το 1973, για το περιοδικό Θέατρο του Κ. Νίτσου, αλλά
για άγνωστους λόγους δεν μπήκε στο περιοδικό. Τελικά, τέσσερα
χρόνια μετά το θάνατο του Ανδρέα Εμπειρίκου, η μετάφραση αυτή
εκδόθηκε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Άγρα τον Δεκέμβριο
του 1979.
"Το 1865, το λαγούμι ενός κουνελιού οδηγούσε την Αλίκη,
μια μικρή ξανθιά Αγγλιδούλα, στη Χώρα των Θαυμάτων. Το 1947-48,
ο Πικάσσο διάλεξε ένα λαχανόκηπο για μεγεμένο τόπο, όπου τέσσερα
κοριτσάκια -όχι τόσο καλοχτένισμένα σαν την αδελφή τους της
βικτωριανής εποχής― ξεφαντώνουνε, και που τα παιχνίδια τους,
όλο φρεσκάδα και σκληρότητα κι οι σκανδαλιές τους θυμίζουν τη
ζωή, τον έρωτα, το θάνατο: ολόκληρο τον κόσμο της μαγείας και
της αγωνίας που ξανοίγεται στην εφηβεία.
Τραγούδια, παροιμίες, χαζολογήματα, στιχάκια, καλαμπούρια, λογοπαίγνια
βρίσκονται σκορπισμένα παντού σ' αυτό το θεατρικό έργο, όπου
ο συγγραφέας φαίνεται να χρησιμοποίησε μια γλώσσα ελευθερωμένη
από κάθε δεσμό: αδιάφορες για τους κανόνες της λογικής και το
συνταχτικό, οι εικόνες ξεδιπλώνουν τα γιαπωνέζικα λουλούδια
τους και, απαράλλαχτα σα μια γόνιμη μάνα που αραδιάζει παιδιά,
η ποίηση δεν παύει να πληθαίνει, θαρρείς και, με μια κίνηση
που δε σταματάει ποτέ, γεννοβολάει τον ίδιο της τον εαυτό.
Αστραποβόλες οπτασίες ξεσκίζουν πότε πότε αυτή τη φαντασμαγορία
του λόγου και, ορισμένες στις οποίες ξαναβρίσκουμε μερικά απ'
τα πιο τραγικά ή τα πιο τρυφερά θύματα του έργου του ζωγράφου,
φανερώνουν πως δεν υπάρχει κανένα παιχνίδι που να μην είναι
κατά βάθος σοβαρό: ζωή, έρωτας, θάνατος· λέξεις παντοτινές που
επαναλαμβάνονται εδώ με κάποια ειρωνεία και πλέκονται σ' ένα
ύφασμα, που η ιδιοφυία του Πικάσσο το κάνει εξαίσια να λαμπυρίζει".
Michel Leiris