|
ΣΟΥΙΦΤ ΙΩΝΑΘΑΝ
ΣΕΜΝΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΩΣΤΕ ΝΑ ΠΑΥΣΟΥΝ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ
ΒΑΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΟΥΝ ΩΦΕΛΙΜΑ
ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Παρουσίαση
Η Σεμνή Πρόταση γράφτηκε στο τέλος του καλοκαιριού
του 1729, και τυπώθηκε και εκδόθηκε τον Οκτώβριο του ιδίου έτους.
Αποτελεί τη σατιρική αντίστροφη όψη των ευθέων κοινωνικών και
πολιτικών σχολίων του Σουίφτ για τα δεινά της Ιρλανδίας. Ο Σουίφτ
είχε πλέον πλήρως αντιληφθεί ότι δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει
πολιτική λύση στις διεστραμμένες και αμετάκλητες εχθρότητες
στην Ιρλανδία. Η πρότασή του αποτελεί μια γεμάτη περιφρόνηση
προσβολή της πολιτικής οντότητας των Αγγλοϊρλανδών, η δε συμπάθεια
του συγγραφέα εκτείνεται μόνο προς τους γηγενείς Ιρλανδούς και
διαπνέται από ένα αίσθημα κοινής ανθρωπιάς και μίσους κατά της
τυραννίας. Η Σεμνή Πρόταση στοιχειοθετεί ένα δαιμόνιο
και διορατικό πλήγμα για τον Άγγλο αναγνώστη, καθώς και κάθε
υποκριτή αναγνώστη οποιασδήποτε εποχής και κοινωνίας, του οποίου
τα νωθρά, εφησυχασμένα και ανέντιμα αντανακλαστικά κατακρεουργούνται
μέσω του ευφυολογήματος περί ανθρωποφαγίας.
(από τα σχόλια των Angus Ross - David Wolley στην κριτική
έκδοση Jonathan Swift, The Oxford Authors, Oxford University
Press, 1984)
|
Απόσπασμα
Θέαμα όντως θλιβερό αντικρίζουν όσοι περπατούν ανά την
πόλη μας την κραταιά ή ανά την ύπαιθρο ταξιδεύουν, όταν βλέπουν
στους δρόμους, στις οδούς και στα κατώφλια των χαμόσπιτων να συνωστίζονται
ζητιάνες που σέρνουν πίσω τους τρία, τέσσερα ή έξι κουτσούβελα,
όλα ντυμένα με κουρέλια, και ενοχλούν τους περαστικούς ψωμοζητώντας
με απλωμένο το χέρι. Οι μανάδες αυτές, αντί να μπορούν να εργασθούν
τίμια για τον επιούσιο, είναι υποχρεωμένες να περνούν όλη τους
την ώρα ζητιανεύοντας πόρτα-πόρτα μια βοήθεια για τ' άμπορα τα
βρέφη τους, τα οποία όταν μεγαλώσουν είτε εξελίσσονται σε κλέφτες,
μια και δουλειά δεν βρίσκουν, είτε εγκαταλείπουν την προσφιλή
Πατρίδα και πάνε να πολεμήσουν στον στρατό του Διαδόχου του Θρόνου
της Ισπανίας, είτε μπαρκάρουν και πουλιούνται στα νησιά Μπαρμπάδος.
[…]
[…] Καλώ τους πολιτικούς εκείνους που δυσανασχετούν με την
πρότασή μου και θα είχαν ίσως το θράσος να αποπειραθούν να δ΄ψσουν
άλλη λύση, να ρωτήσουν πρώτα τους γονείς των θνητών αυτών αν δεν
θα θεωρούσαν σήμερα μεγαλύτερη ευτυχία να είχαν πουληθεί για κρέας
όταν ήταν χρονιάρικα βρέφη, με τον τρόπο που εισηγούμαι, γλιτώνοντας
κατά συνέπεια από τη διαρκή σειρά συμφορών που γνώρισαν έκτοτε,
λόγω της καταπίεσης των γαιοκτημόνων, της αδυναμίας τους να πληρώσουν
τη μίσθωση της γης, καθώς δεν είχαν χρήματα ή εργασία, της έλλειψης
των προς το ζην, καθώς δεν είχαν ούτε στέγη ούτε ρούχα για να
τους προστατέψουν από τις ανελέτητες καιρικές συνθήκες, και τέλος
λόγω της αναπόφευκτης προοπτικής να κληροδοτήσουν ανάλογη ή μεγαλύτερη
εισέτι εξαθλίωση στη γενιά τους εσαεί. […]
|