Απόσπασμα
από τη συλλογή Υοσκύαμος
ΑΙΩΝΟΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ
Δεν είναι ο αιώνας μας ο μόνος που χλοερή μωρία μορφάζει,
αδιάσειστη έρημο, επιδέξιο φόνο, στεντόρεια έριδα, τεφρό μεσημέρι,
δεν είναι ο αιώνας μας ο μόνος λίκνος της σφαγμένης γουρούνας,
των σκελετών ο εξώστης, ρόγχος κόκκινου μολοσσού, σαθρή αρτηρία.
Τρίβονται τα κουρέλια της ποίησης σε χάρτη βάναυσων χόρτων, η
ιστορία, βλέπετε, είναι ένα τρυφερό μουσείο ασφυξίας μια μεταρρύθμιση
στη συλλογική πλήξη
από τη Νουμηνία
Η μαμά και η θεία Βερονίκη παραστέκονταν στον παππού με μια παράξενη
αφοσίωση από τότε που είχε αρρωστήσει. Είχε μεταμορφωθεί γι' αυτές
σ' ένα ιερό μωρό, μόνο που δεν έκλαιγε αυτό αλλά εκείνες, το τάιζαν
το καθάριζαν το έπλεναν με νοσηρή σχολαστικότητα, κάθε οκτώ ώρες
η θεία Βερονίκη του έκανε ένεση. Ωστόσο δεν φαινόταν να ενοχλούνται
απ' όλ' αυτά. Κι αν εγώ δεν ήμουν διάτρητος από απερίγραπτα συναισθήματα
από ράκη λέξεων που μια αλλόκοτη παλίρροια στερέωνε για κλάσματα
δευτερολέπτου στο μυαλό μου, ίσως να εξεγειρόμουν κραυγάζοντας
"ο παππούς μύριζε πεύκο και πιπερόριζα έτσι δεν λέγατε μαμά;"
Το πρόσωπό του ήταν θλιμμένο περήφανα, η φωνή του ήταν υγρή και
είχε χρώμα βυσσινί και τώρα αυτό το αποκαλείτε "πατέρα"
τα κάνει επάνω του γεμίζει εμετούς και σάλια τις πετσέτες και
τώρα τελευταία γρυλίζει για να μας τρομάζει και να μας πλουτίζει
με πόνο, όλοι έλεγαν ο παππούς είναι σοφός τόσο καλός και πολύτιμος
και τώρα αυτό κάτι κόκαλα με μια ετοιμόρροπη πέτσα παριστάνει
τον παππού, η σοφία του έγινε εμετός και σάλια και η καλοσύνη
του σκατά αλλά το χειρότερο απ' όλα είναι ότι δεν θέλει να φύγει,
ότι αρνείται να εγκαταλείψει την ασχήμια ο αλιγάτορας της συνήθειας,
μέχρι να μας αφανίσει όλους γιατί αυτό δεν έχει ζήλο να πεθάνει
[…]
|