Κρίσεις
"Τα Σήματα λυγρά (το επίθετο μας παραπέμπει στη λύπη και
στον όλεθρο) απεικονίζουν μια παρατεταμένη διανοητική περιπέτεια,
ένα ταξίδι του νου σε ανοίκειους τόπους του γνωστικού του πεδίου,
σε μέρη όπου η συνείδηση και η εποπτεία πληρώνουν ακριβό τίμημα
για να επιβιώσουν. "Ουδέν εν τη αισθήσει ό μη πρότερον εν
τη νοήσει", γράφει σε κάποιο σημείο ο ποιητής, αντιστρέφοντας
την κοινόχρηστη αριστοτελική ρήση. Αντιστροφή η οποία δείχνει
και την κατεύθυνση που ακολουθεί η θεματολογία του: ο κόσμος ως
γράφημα και ως νοητικό άνυσμα με φορά προς το μηδέν. Ό,τι κερδίζουμε
σε γνώση και σε πνεύμα, το χάνουμε στον απαιτητικό και παμφάγο
στίβο της ύπαρξης. […] Στην πραγματικότητα ο Μπουκάλας δεν ασχολείται
με τις αξίες του νοός, αλλά με τις απτές συνέπειες των προβολών
του στο υλικό, καθημερινό μας σύμπαν. Και για να καταστούν ανάλογες
συνέπειες ορατές, απαιτείται επίμοχθη γλώσσα: με ρητορικές εξάρσεις
και σιωπηρές συστροφές, με καθ' υπερβολήν σχήματα και λελογισμένες
μεταφορές, με ελεύθερο στίχο και παραδοσιακό μέτρο."
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 27-2-1992
"Αυξάνει η προσήλωση στην επιλογή της λέξης, ανασύρονται
στίλβοντα δείγματα από διαφορετικές γλωσσικές και λογοτεχνικές
στρωματώσεις. Ωστόσο, η έκφραση φαίνεται πιο αφαιρετική, συχνά
επιγραμματική, όπως το ρήμα υποχωρεί, και ταυτόχρονα ποικίλλει
τους χρόνους του, αφήνοντας μόνο το ουσιαστικό στη διαπάλη του
με το επίθετο. Όσο το βίωμα πληθαίνει και η μνήμη μακραίνει, αδυνατίζει
μάλλον η λαγνεία της λέξης, ζητώντας το ειδικό βάρος της."
Μάρη Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 18-10-1992
Απόσπασμα
ΣΤΟ ΑΛΟΓΟ ΚΑΒΑΛΑ
Πομπεύοντας το αδύνατο
με λέξεις
Ανάβοντας ένα φωνήεν,
έρμαιο του αγίου σώματος που λειτουργείται,
να ημερέψει το σκότος
Σελώνοντας το τέλος
να διανύσεις πάλι το κενό το ακόρεστο
απ' την αρχή να ξαναπιάσεις το τραγούδι
το πικρό
ώς να γλυκάνει ο τρόμος
"μη
μη με παίρνεις
με γέλασαν
χάρε μη με παίρνεις
της άνοιξης τ' αηδόνια με γέλασαν
μη
γιατί δεν με ξαναφέρνεις"
Πώς έγινε και μείναμε φτωχοί με τέτοια προίκα
Πώς έγινε και δαπανούμε χιλιάδες τις λέξεις
για να πούμε το σώμα
που ατραγούδιστο εχάθη στον καιρό του
Πώς έγινε και συχνάζουμε πια
στης ψυχής τα υπόγεια
Πώς έγινε κι όλο να φεύγει ο χορός
μακριά από τη μνήμη
Πώς έγινε και ξέπεσε σε δόλωμα το βλέμμα
και σε τρόμο,
εκεί που κατοικούσε κάποτε ο άνεμος
κι η γενναιοδωρία
Πώς έγινε να ξεκρεμάμε κάθε πρωινό
έναν απ' τους σβησμένους εαυτούς,
να τον ντυνόμαστε κι ας μη μας πάει
κι ας τον μισούμε
όσο μισούμε το φύλλο του ημερολογίου
που μας πετάει ξοδεμένους
στον κάλαθο των ονείρων.
Πώς έγινε κι αντέχουμε την απουσία μας
|