Απόσπασμα
Και εκοίταξα τριγύρω τους θαμώνες·
υπέρυθροι σαν ίσκιοι στους λειμώνες
του κάτω κόσμου, ρύθμιζαν τα χείλη,
και άλλοι σιωπηλοί, σαν να 'ταν φίλοι·
άλλοι εξοφλούσαν κάποιο καταπότι
και άλλοι -οι πιο πολλοί- τον Ισκαριώτη.
Και συ, πού ήσουνα, ποιον εξοφλούσες,
ποιο φως ανομολόγητο κι αργούσες;
ποιο κοίτασμα σε πήρε, ποια πατρίδα
σε τύλιγε με βράχο και χλωρίδα;
Αργά, καθώς ξημέρωνε, κι ο αίνος
ολόφυρτος ανέβαινε, πνιγμένος,
στην Καλλιρόης, σαν παλιός διδάχος,
εκάθισα και έκλαψα μονάχος.
|