"Ο Μπουκάλας μιλάει για την ύπαρξη που αποτρέπει τον θάνατο
μέσα από τους καθημερινούς θανάτους της, για τη συνείδηση που
αντλεί δύναμη από τον σπαραγμό της. Ο υπαρξιακός λυρισμός του
γίνεται στην πορεία όλο και πιο ερωτικός, με τη λατρεμένη γυναίκα
νε μένει ως το τέλος ουσιαστικά απροσπέλαστη και τον ποιητή
να βιώνει τον ασίγαστο πόθο του μέσα από εναλλαγές λαχτάρας,
έκστασης, ματαίωσης και δέους, ψυχικών εντάσεων που "καταβροχθίζουν
τη μορφή" […] Η πεζολογική μορφή δεν θα ξεγελάσει κανέναν:
η έκφραση είναι εμφαντικά ποιητική, ο βηματισμός των φράσεων
θυμίζει αρχαία ποιητικά μέτρα. Κατά διαστήματα παρεμβάλλονται
ποιήματα που ακολουθούν τον τρόπο του δημοτικού τραγουδιού,
της παραδοσιακής (ομοιοκατάληκτης) έντεχνης ποίησης, της νεωτερικής
ποίησης. Από αυτήν την άποψη, το έργο αντιπροσωπεύει μια επιτομή
της ελληνικής ποιητικής παράδοσης και, με τους υψηλούς τόνους
του, μια δοξαστική υπεράσπισή της".
Δημοσθένης Κούρτοβικ, Τα Νέα
"Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που τιτλοφορείται "Το
νερό", ο πλάτανος ενδύεται τα χρώματα, τις ευωδιές και
τους μυστικούς ψιθύρους της πατρίδας. Το ύφος της σπουδής αυτής
ξενίζει. Ελάχιστοι είναι εκείνοι από τη νεότερη ποιητική γενιά
που επέλεξαν να μιλήσουν για την πατρίδα - οι περισσότεροι αντιπαρήλθαν
ευχήμως το "ενοχλητικό" αυτό θέμα και, όταν το επιχείρησαν,
το έκαναν με έναν τρόπο αδέξιο και συχνά σχηματικό. Ο Μπουκάλας
δεν φοβάται να αγγίξει ένα υλικό στο βάθος του "φολκλορικό",
άρα εξ ορισμού επικίνδυνο. Το κάνει με επίγνωση και άκρα προσοχή
- αποφεύγει τις κακοτοπιές. […] Ο τεχνίτης, στο τρίτο μέρος,
δουλεύει τον κορμό του πλάτανου με περισσή έμπνευση και φαντασία,
αναδεικνύει τις χάρες του ξύλου, ψαύοντας κάθε νεύρο, ξεριζώνοντας
κάθε μικρό ρόζο που θα έβλαφτε το τελικό αποτέλεσμα. […] Και
τελικά όλη αυτή η σύνθεση του πλάτανου που τη δουλεύει, γίνεται
άξαφνα μια μήτρα όπου μέσα της ίσως βρει κάποια μέρα τη γαλήνη·
ή τον αφανισμό. Έτσι εκπληρώνεται ο κλήρος του ποιητή. Ξάγρυπνος
μες στον άγιο μόχθο του να μένει "χρόνια και χρόνια επινοώντας
το νερό μέσα στην άκρα ξηρασία"".
Δημήτρης Χουλιαράκης, Νέα Εστία, Απρίλιος 2000, τχ. 1722
Απόσπασμα
Σαν τον κορμό του πλάτανου. Το μέσα του καταβροχθίζει τη
μορφή, ένα τίποτε μένει, κλαδιά που γράφουν αγκαλιές μα τ' άλλο
σώμα εκτοπισμένο από καιρό στην απουσία, ένα τίποτε μένει, καθώς
όταν ουρλιάζεις και οι βλάσφημες πέτρες σου στον αδιάφορο ουρανό
εποστρακίζονται και επιστρέφουν, ένα τίποτε μένει, ρίζες βυθισμένες
στις πέτρες, και πάλι βρίσκουνε χυμό κι αντέχουν, ένα τίποτε μένει,
ένα στόμα ορθάνοιχτο που δεν ενδίδει σε άναρθρα ρήματα, παρά τον
πανικό του μελωδεί και γοητεύει. Η συντριβή είναι ο τρόπος του
ανθρώπου. Και η ήττα του χλόη και δόξα του.
Σαν τον κορμό του πλάτανου. Ξύλο εξουθενωμένο και ξύλο ζώπυρο.
Ξύλο της καρτερίας κι ανταρτεμένο. Πάνω που λεες ο θάνατος θα
συλλαβίσει την έξοδο, πάνω που λες δεν πάει λοιπόν αυτό το παραμύθι
παρακάτω, νερό υπόγειο αναβάλλει - και το μηδενισμένο αντέχει,
και πάλι κύκλους γράφει, πλέκει τραγούδια τους λυγμούς και ιστορεί
την εμμονή του ήλιου την αλάθευτη. Και υψώνεται.
|