ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ ΣΑΡΛ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΛΙΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΩΜΙΚΟΥ ΣΤΙΣ
ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
Παρουσίαση
Το δοκίμιο του Μπωντλαίρ για το γέλιο (1855) κυοφορείται
μια δεκαετία νωρίτερα και αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης μελέτης
του για τη γελοιογραφία που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Όπως κάθε
συγκροτημένη άποψη περί γέλιου, συνδυάζεται με μια θεωρία του
κωμικού. Στο εκδικητικό, μοχθηρό και σατανικό γέλιο αντιπαρατίθεται
το ποιητικό γέλιο, το σεραφικό μειδίαμα της αθωότητας. Το σύνηθες
γέλιο είναι διαβολικής καταγωγής, σημαδεμένο από το κακό, σημείο
της πτώσης από την παραδείσια μακαριότητα. Ο άνθρωπος, πεπεισμένος
για την ανωτερότητά του έναντι του άλλου, επιχαίρει για τις
αδυναμίες του συνανθρώπου του, δαγκώνει και τιμωρεί με το γέλιο
του. Γι' αυτό ο σοφός δεν γελά, δεν τον εγγίζει η χυδαιότητα
του γέλιου. Εδώ ο Μπωντλαίρ δεν λειτουργεί μόνον ως καλλιτέχνης
αλλά και ως μοραλίστας. Ανάγοντας το γέλιο στην ευρύτερη σφαίρα
του κωμικού, διακρίνει το σύνηθες, διττό, ενδειγματικό κωμικό,
και το απόλυτο, ενιαίο και αθώο κωμικό της υψηλής αισθητικής.
Το κωμικό εδράζεται στον γελώντα και όχι στο αντικείμενο του
γέλιου και για να υφίσταται κωμικό πρέπει να είναι παρόντα δύο
πλάσματα : εξαίρεση αποτελεί ο υψηλός καλλιτέχνης, που είναι
διττός, μονίμως διχασμένος, είναι ταυτόχρονα ο εαυτός του και
ο άλλος, τον οποίο μπορεί να περιγελάσει. Αυτό το απόλυτο κωμικό,
το γκροτέσκο, εντοπίζεται λιγότερο στην ορθολογική, καρτεσιανή
γαλλική παράδοση και περισσότερο στις χώρες του spleen. Έξοχα
δείγματά του προφέρει η αγγλική παντομίμα ή τα φανταστικά αφηγήματα
του Γερμανού Χόφμαν. Εδώ η ηθική διάσταση και η ενοχοποίηση
εξαφανίζονται μπροστά στο απόλυτο, αγαθό γέλιο που γειτνιάζει
μάλλον με το παιδικό μειδίαμα.