|
Συνέκδοση ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ και ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΑΓΡΑ
ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΑΛΛΙΓΑΣ ΤΕΧΝΟΚΡΙΤΙΚΑ, 1937 - 1982
Παρουσίαση
Τα ΤΕΧΝΟΚΡΙΤΙΚΑ του Μαρίνου Καλλιγά δεν είναι μόνο
ένα προσιτό και εύχρηστο για τη μελέτη της νεοελληνικής τέχνης
βοήθημα που καλύπτει κάποια κενά στην περιορισμένη άλλωστε σχετική
βιβλιογραφία. Είναι ταυτόχρονα ενα γοητευτικό αφήγημα για την
εξέλιξη των εικαστικών φαινομένων στη χώρα μας απο το 1937 εώς
το 1982, με ήρωες τους Έλληνες καλλιτέχνες να εναλλάσονται σε
διάφορους ρόλους και άλλοτε να κατακτούν τις κορυφές της πρωτοπορίας,
άλλοτε να πατούν στέρεα στη γή, άλλοτε να χάνονται σε αδιέξοδους
πειραματισμούς.
Κυρίως όμως τα Τεχνοκριτικά του Μαρίνου Καλλιγά προβάλλουν ένα
ηθικό πρότυπο προσέγγισης του έργου τέχνης και του καλλιτέχνη: "...Ο κριτικός πρέπει να τοποθετεί τα ζητήματα, να φωτίζει
τα στοιχεία που συνετέλεσαν στη δημιουργία του έργου, να ξεχωρίζει
τα στοιχεία που το αποτελούν, να προσπαθεί ακόμη να καθορίσει
στοιχεία που βρίσκονται μέσα στο ίδιο έργο ή είναι εξωτερικά,
που συνδέονται όμως με δεδομένα, φαινομενικά, ξένα, όπως π.χ.
τα οικονομικά, τα κοινωνικά κ.α., που κάποτε όμως έχουν αποφασιστική
σημασία. Ο κριτικός ακόμη μπορεί να κάνει περιγραφές και αναλύσεις
έργων, αλλά η αξιολόγηση είναι άτοπη όσο και αν ακόμη την αποζητούν
οι ενδιαφερόμενοι, καλλιτέχνες και κοινό... Γιατί το μάτι βλέπει
όχι εκείνα που δηλώνονται μέσω του φαινομένου. Η εξήγηση λοιπόν
του τι δηλώνει το καθετί εξαρτάται απο ατελεύτητες μικρές και
μεγάλες αιτίες, τις αιτίες εκείνες που κάνουν τον έναν άνθρωπο
διαφορετικό απο τον άλλο, αιτίες που έχουν άπειρες διαβαθμίσεις".
|
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Μαρίνος Καλλιγάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1906 και πέθανε το
1985. Σπούδασε πρώτα νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια
ιστορία της τέχνης πλάι σε κορυφαίους δασκάλους στο Μόναχο, το
Βερολίνο και το Wurzburg, απο όπου πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα
το 1935. Αρκετά νωρίς τα ενδιαφέροντα του αποκρυσταλλώθηκαν πάνω
σε δύο βασικούς άξονες, τη βυζαντινή και τη νεότερη τέχνη. Επιστρέφοντας
στην Ελλάδα, δίδαξε ιστορία της τέχνης στο Πολυτεχνείο ώς επιμελητής
(1941), διετέλεσε έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (1942) και υφηγητής
της Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης
(1946). Απο το 1949 εώς το 1971 υπηρέτησε ώς διευθυντής την Εθνική
Πινακοθήκη. Στη δημιουργική και εμπνευσμένη θητεία του οφείλεται
η ίδια η σύσταση και στέγαση της Πινακοθήκης στη σημερινή της
θέση. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Καλλιτεχνικής Επιτροπής της
Βενετίας (Biennale) και του Ελληνικού Τμήματος της
Διεθνούς Ενώσεως Κριτικών της Τέχνης (AICA), έλαβε
ενεργό μέρος σε πολλές επιτροπές για την οργάνωση διεθνών εκθέσεων,
συμμετείχε στα διοικητικά συμβούλια των μεγαλύτερων ελληνικών
μουσειακών οργανισμών και πνευματικών ιδρυμάτων. Το Πανεπιστήμιο
Αθηνών του απένειμε τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορος (1983) και
η πολιτεία τον τίμησε με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος.
Η πλούσια συγγραφική του παραγωγή περιλαμβάνει μελέτες και επιστημονικά
άρθρα σε αρχαιολογικά και επιστημονικά περιοδικά, τα τακτικά του
δημοσιεύματα απο το 1940 εώς το 1970 στην εφημερίδα Το Βήμα
και κυρίως τα έργα του:
Die Hagia Sophia von Thessalonike, Wurzburg 1935 (διδακτορική
διατριβή), Η αισθητική του χώρου της ελληνικής εκκλησίας στο
Μεσαίωνα, Αθήνα 1946, Γιαννούλης Χαλεπάς. Η ζωή και το
έργο του (1851-1938), Αθήνα 1972, Εικόνες του ελληνικού
χώρου μετά την απελευθέρωση, υδατογραφίες και σχέδια C. Rottmann
και L. Lange, Αθήνα 1977, Νικόλας Γύζης ο άγνωστος, 1842-1901,
Αθήνα 1980, Νεοελληνική Τέχνη, Ζωγραφική, Γλυπτική, Χαρακτική,
Α. Τάσσος (επίμ.) Αθήνα 1981, Έλληνες ζωγράφοι στην Εθνική
Πινακοθήκη (μια επιλογή), Αθήνα - Γιάννινα 1984.
|
|
|