|
Paul Gauguin - ΝΟΑ ΝΟΑ, Ταξίδι στην Ταϊτή
Παρουσίαση
" Νοά Νοά" είναι μια έκφραση της γλώσσας των
Μαορί, εκείνης της ανθρώπινης φυλής για την οποία κανείς δεν ξέρει
από πού προήλθε, και η οποία κατοικούσε στην Πολυνησία πριν αποβιβαστούν
εκεί οι Ευρωπαίοι και την καταλάβουν. Νοά σημαίνει "άρωμα",
και αν η λέξη επαναληφθεί δύο φορές, Νοά Νοά θα πεί "ευωδιαστό".
Κατά προέκταση, σημαίνει για τον Πωλ Γκωγκέν την ευωδία μιας χώρας,
της Ταϊτής, όπου ο ζωγράφος ταξίδεψε δύο φορές, την πρώτη από
τον Ιούνιο του 1891 μέχρι τον Ιούνιο του 1893, τη δεύτερη από
τον Ιούνιο του 1895 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1901 (από το 1901
μέχρι το θάνατό του, το 1903, ο Γκωγκέν θα ζήσει στα νησιά Μαρκέσας).
Το άλμπουμ ΝΟΑ ΝΟΑ αποτελεί τη διήγηση του πρώτου ταξιδιού στην
Ταϊτή. Ο Γκωγκέν αρχίζει τη σύνταξη του κειμένου το χειμώνα του
1893, στο Παρίσι, με σκοπό να εξηγήσει το σκοπό του ταξιδιού,
να αφηγηθεί τα θαύματα που ανακάλυψε σε μιαν εξωτική χώρα, και
για να παρουσιάσει, με την έγνοια να απολογηθεί για την πρωτοτυπία
της τέχνης του, τα έργα που είχει φιλοτεχνήσει εκεί ως μαρτυρίες
των επεισοδίων της ζωής που έζησε στην Ταϊτή. Έχοντας ως απώτερο
σκοπό την έκδοση του άλμπουμ, ο Γκωγκέν ζητά τη συνεργασία του
συμβολιστή ποιητή Σάρλ Μορίς, θαυμαστή του Μαλλαρμέ, και ετοιμάζει
συγχρόνως δέκα ξυλογραφίες για την εικονογράφηση του κειμένου.
Η συνεργασία δεν θα ευοδώσει ώς το τέλος και η επιθυμητή έκδοση
δεν θα πραγματοποιηθεί τελικά.
|
Το χειρόγραφο που έχουμε σήμερα στα χέρια μας (και που φυλάσσεται
στο Τμήμα Γραφικών Τεχνών του Μουσείου του Λούβρου) είναι αυτόγραφο
του ζωγράφου: μετά το 1896, κατά τη δεύτερη παραμονή του στην
Πολυνησία, ο Γκωγκέν καθαρόγραψε το κείμενο με κάποιες διορθώσεις
του Μορίς, πρόσθεσε άλλα κείμενα και πλούτισε το άλμπουμ με ακουαρέλες,
ξυλογραφίες, μονοτυπίες, σχέδια, φωτογραφίες. Βρέθηκε μετά το
θάνατό του στο "Σπίτι της Ηδονής", το σπίτι του στην
Ατουόνα της νήσου Χίβα Οά και σώθηκε χάρη στις προσπάθειες του
Βικτόρ Σεγκαλέν, στρατιωτικού γιατρού και ποιητή. Ιδού πώς περιγράφει
ο Σεγκαλέν το χειρόγραφο:
"Είναι ένας τόμος με [κενό] σελίδες, που έχει γραφτεί εξ
ολοκλήρου σε φύλλα από χαρτί Ενγκρ, διπλωμένα στα τέσσερα και
ραμμένα από τον συγγραφέα, που το χέρι του ευχαριστιόταν με ό,τι
μπορεί να χρησιμεύσει στη διακοσμητική τέχνη: το ξύλο, το δέρμα,
το φίλντισι, το βερνίκι, τον χρυσό… Το βιβλίο είναι δεμένο με
ένα μαλακό, βελουτέ, καφέ ταμπά εξύφυλλο, χωρίς ακμές και ράχη,
και ανοίγει άνετα.
" Το κείμενο, που η ανοιχτόχρωμη καφέ μελάνη του βρίσκεται
σε πλήρη αρμονία με το καφετί χαρτί, το διακόπτουν εδώ κι εκεί
ακουαρέλες, οι περισσότερες από τις οποίες ζωγραφίστηκαν σε χωριστό
χαρτί, κομμένο και κολλημένο. Υπάρχουν ίχνη από όλα όσα αποτελούσαν,
εκείνη την εποχή, την καθημερινότητα του δασκάλου στο έλεος της
ύπαρξης των αμείλικτων Τροπικών - εκθαμβωτικό φως, εξαντλητικές
προσπάθειες και εγκατάλειψη".
Το ΝΟΑ ΝΟΑ είναι ένα έργο που ο ζωγράφος το επεξεργαζόταν επί
δέκα χρόνια. Το διακύβευμα είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την
ιστορία των ιδεών. Αν ο Γκωγκέν αφιερώνεται τόσο σ' αυτό, είναι
επειδή αγγίζει πράγματι τη μοίρα της σύγχρονης τέχνης μας συνολικά
και όχι μόνο τη μοίρα του ίδιου του έργου του. Προς το τέλος του
19ου αιώνα (…) μια νέα τέχνη κυοφορείται: η τέχνη εκείνη που ο
Μπωντλαίρ την ονόμαζε ήδη "μοντερνιτέ".
Στο μικρού σχήματος λεύκωμα που παρουσιάζεται εδώ, ο αναγνώστης
θα βρει το μεγαλύτερο μέρος της εικονογράφησης και μερικές σελίδες
του κειμένου του Γκωγκέν. Τα εικοσιέξι δισέλιδα σχολιάζονται αναλυτικά
στο τέλος του τόμου.
Το εισαγωγικό κείμενο του Marc le Bot, συγγραφέα, κριτικού τέχνης
και καθηγητή της ιστορίας της σύγχρονης τέχνης στο Πανεπιστήμιο
της Σορβόννης (Panthιon-Sorbonne), προβάλλει τη σπουδαιότητα αυτού
του καλλιτεχνικού βιβλίου και τις περιπέτειές του, εντάσσει τον
ζωγράφο στα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του και φωτίζει παραδειγματικά
την τελευταία περίοδο του έργου του Πωλ Γκωγκέν.
Απόσπασμα
Αντίο φιλόξενη, γλυκιά γη, ελεύθερη και όμορφη
πατρίδα!
Αναχωρώ, κατά δύο χρόνια γηραιότερος, νεότερος κατά είκοσι, ακόμη
πιο βάρβαρος
από όσο ήμουν όταν έφτασα κι εντούτοις πιο μορφωμένος.
Ναι, οι άγριοι, ετούτοι οι αδαείς, δίδαξαν πολλά, πάρα πολλά στον
γέρο πολιτισμένο,
για την επιστήμη της ζωής και την τέχνη της ευτυχίας.
(από την οριστική έκδοση του ΝΟΑ ΝΟΑ, Παρίσι, εκδ. G.
Grus et Cie, 1924)
|
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Paul Gauguin γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου 1848 στο Παρίσι. Ο πατέρας
του είναι δημοσιογράφος, η μητέρα του κόρη της Φλόρα Τριστάν,
γόνου μεγάλης περουβιανής οικογένειας και ηγετικής φυσιογνωμίας
του φεμινιστικού και εργατικού κινήματος. Κατά τη διάρκεια του
ταξιδιού της οικογενείας στο Περού, ο πατέρας του Πωλ πεθαίνει.
Με τη μητέρα του και την αδελφή του ο Πωλ θα περάσει τα πρώτα
παιδικά του χρόνια (1849-1854) στη Λίμα, στην οικογένεια της μητέρας
του. Το 1855 επιστρέφει στη Γαλλία για να παρακολουθήσει τις βασικές
σπουδές στην Ορλεάνη (1855-1865). Το 1866 ναυτολογείται δόκιμος
καπετάνιος σε ένα εμπορικό καράβι που αναχωρεί για τη Βραζιλία.
Για πέντε χρόνια θα ταξιδεύει ανά τον κόσμο, μέχρι που το 1872
θα εγκατασταθεί στο Παρίσι ως πράκτορας συναλλάγματος. Το 1873
παντρεύεται τη Δανέζα Μέτε Γκαντ, με την οποία θα αποκτήσει, μεταξύ
1874 και 1883 πέντε παιδιά, χωρίς ποτέ ωστόσο να ζήσουν μαζί αρμονικά.
Με την υποστήριξη των ζωγράφων Πίσαρρο και Ντεγκά συμμετέχει στις
εκθέσεις των ιμπρεσσιονιστών (1879-1886). Από το 1886 μέχρι το
1891 μένει στην Βρετάνη, στο Pont-Aven και στο Pouldu, και σύντομα
ανακηρύσσεται ηγετικός εκπρόσωπος του συμβολισμού στη ζωγραφική.
Το 1887 ταξιδεύει στον Παναμά και στην Μαρτινίκα, και το 1888
περνά ένα χρόνο κοντά στον Βαν Γκόγκ, στην Αρλ της Νότιας Γαλλίας.
Ένα χρόνο μετά οργανώνει, κοντά στην Exposition Universelle, τη
συλλογική Ζωγραφική Έκθεση της ομάδας των ιμπρεσσιονιστών και
των συνθετιστών.
Το ενδιαφέρον του για την πρωτόγονη τέχνη και η διαρκής επιθυμία
του να ζήσει και να δημιουργήσει κοντά στη φύση, σε πιο "άγριο"
περιβάλλον, τον οδηγούν το 1891 στην Ταϊτή, όπου θα διαμείνει
2 χρόνια , ως επίσημος απεσταλμένος του Υπουργείου Δημόσιας Εκπαίδευσης
και Καλών Τεχνών, για να ιδρύσει το ατελιέ των Τροπικών. Τα έργα
της εποχής αυτής, πίνακες και ξυλόγλυπτα, μαρτυρούν τη νέα στροφή
στην τέχνη του και στη σκέψη του, την ενασχόλησή του με τον πολιτισμό
και τη θρησκεία των Μαορί. Μετά από μια σύντομη επιστροφή στη
Γαλλία (1893-1895), κατά την οποία θα εκθέσει την παραγωγή της
Ταϊτής στο Παρίσι, ο Γκωγκέν θα εγκαταλείψει οριστικά τη μητρόπολη
στις 28 Ιουνίου 1895. Το δεύτερο αυτό ταξίδι θα τον οδηγήσει στη
Νέα Ζηλανδία και ξανά στην Ταϊτή, όπου θα ζήσει με σύντροφο την
ιθαγενή Παχούρα. Εκεί θα πληροφορηθεί το θάνατο της κόρης του
Αλίν (1897). Στο τέλος του ίδιου χρόνου θα υποστεί την πρώτη καρδιακή
προσβολή. Αρχίζει τον μνημειώδη συμβολικό και φιλοσοφικό του πίνακα
Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού οδεύουμε; που θα εκθέσει μαζί
με άλλα του έργα, το 1898, ο διακεκριμένος γκαλερίστας Ambroise
Vollard, στο Παρίσι.
Το 1901 ο ζωγράφος μετακομίζει σε ένα από τα νησιά του αρχιπελάγους
Μαρκέσας, στην πόλη Ατουόνα της νήσου Χίβα Οά. Ζωγραφίζει λιγότερο,
γράφει, και διακοσμεί τη νέα του κατοικία, το Σπίτι της Ηδονής,
με τεράστια ξυλόγλυπτα. Εκεί, πεθαίνει από ανεύρισμα στις 8 Μαΐου
1903.
Το έργο του, που το γαλλικό κοινό θα ανακαλύψει στο Salon d'automne
του 1906, αποτελεί ορόσημο για την νέα τέχνη του 20ού αιώνα, και
η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Παρίσι το 1949, θα τον καθιερώσει
οριστικά, με τον Σεζάν και τον Βαν Γκογκ, ως πατέρα της μοντέρνας
τέχνης.
Ο ζωγράφος Πωλ Γκωγκέν υπήρξε και γόνιμος συγγραφέας. Ανάμεσα
στα δέκα γνωστά του χειρόγραφα, εκτός από το ΝΟΑ ΝΟΑ, πολύ
σημαντικά είναι τα κείμενά του Ancien Culte Maorie [Αρχαία
Θρησκεία Μαορί] (1892-93), Cahier pour Aline [Τετράδιο
για την Αλίν] (1893), L'Esprit moderne et le catholicisme
[Το μοντέρνο πνεύμα και ο καθολικισμός] (1902), Avant
et Apres [Πριν και Μετά] (1902).
|
|