<% Latr = Request.QueryString("Latr") %>
 
Επικοινωνία



Georges Simenon - Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν

Παρουσίαση

Η τακτική και καλοβολεμένη ζωή του ήρωα του μυθιστορήματος, Κέες Πόπινγκα, σε μια επαρχιακή πόλη της Ολλανδίας, ανατρέπεται από τη μία στιγμή στην άλλη, όταν ανακαλύπτει ότι το αφεντικό του ετοιμάζεται να εξαφανιστεί αφήνοντας τους άλλους να πιστέψουν ότι αυτοκτόνησε. Γίνεται άλλος άνθρωπος. Και αρχίζει έτσι μια περιπλάνηση από το Άμστερνταμ στο Παρίσι με απροσδόκητες εξελίξεις, προσπαθώντας να εκδικηθεί την κοινωνία για τη μέτρια ζωή του και να αφεθεί στην ηδονή του εγκλήματος.

Ένα από τα σημαντικότερα έργα του ιδιοφυούς Σιμενόν, το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε την άνοιξη του 1937 στο νησί Πορκερόλ. Πρωτοδημοσιεύτηκε σε σαράντα συνέχειες (10 Ιουνίου - 19 Ιουλίου 1938) στην εφημερίδα Petit Parisien με τον αρχικό τίτλο Popinga a tue [Ο Πόπινγκα σκότωσε] . Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου κυκλοφόρησε σε αυτοτελή έκδοση από τον σπουδαίο εκδοτικό οίκο Gallimard. Μεταφέρθηκε στην κινηματογραφική οθόνη το 1953 από τον Βρετανό σκηνοθέτη Harold French με τον τίτλο The Man Who Watched Trains Go By (The Paris Express για τις ΗΠΑ), με τον Claude Rains στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Απόσπασμα

Σε ό,τι αφορά προσωπικά τον Κέες Πόπινγκα, πρέπει κανείς να παραδεχτεί ότι στις οκτώ η ώρα το βράδυ υπήρχε ακόμη χρόνος, καθώς το πεπρωμένο του δεν είχε ακόμη καθοριστεί. Όμως χρόνος για τί; Μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό απ' αυτό που επρόκειτο να κάνει, έχοντας εξάλλου την απόλυτη πεποίθηση ότι οι κινήσεις του δεν θα είχαν μεγαλύτερη σημασία απ' ότι κατά τη διάρκεια των χιλιάδων, των μυριάδων ημερών που προηγήθηκαν;

Θα σήκωνε τους ώμους του με αδιαφορία αν του έλεγαν ότι η ζωή του θα άλλαζε απότομα και ότι αυτή η φωτογραφία, που βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και τον έδειχνε όρθιο στο κέντρο της οικογένειάς του, με το χέρι του νωχελικά ακουμπισμένο στη ράχη μιας καρέκλας, θα δημοσιευόταν σε όλες τις εφημερίδες της Ευρώπης.

Τέλος, αν είχε ψάξει μέσα του, με πλήρη συνείδηση, για να βρει τί θα μπορούσε να τον προδιαθέσει για ένα ταραχώδες μέλλον, σίγουρα δεν θα είχε σκεφτεί τη φευγαλέα εκείνη, σχεδόν ένοχη συγκίνηση, που τον συγκλόνιζε όταν έβλεπε να περνούν τρένα, κυρίως νυχτερινά, με κατεβασμένα τα στόρια που σκέπαζαν το μυστήριο των επιβατών.


Βιογραφικά στοιχεία


Ο Ζωρζ Σιμενόν γεννήθηκε στις 12 (ή μάλλον στις 13) Φεβρουαρίου 1903 στη Λιέγη του Βελγίου. Από οικογένεια μικροαστών με πενιχρούς πόρους, πηγαίνει σε καθολικό σχολείο και κάνει τις γυμνασιακές του σπουδές σε Κολέγιο Ιησουιτών. Εγκαταλείπει όμως το σχολείο στα 15 του και σύντομα (1919) προσλαμβάνεται ως βοηθός συντάκτη στην άκρως συντηρητική εφημερίδα Γκαζέτ ντε Λιέζ , εγκαινιάζοντας έτσι μια μακρά πορεία στην αρθρογραφία. Με το θάνατο του πατέρα του το 1921, παρουσιάζεται για τη στρατιωτική του θητεία και τον Δεκέμβριο του 1922 εγκαθίσταται στο Παρίσι (θα ζήσει εκεί, με διαλείμματα, μέχρι το 1938). Παντρεύεται το 1923 τη Ρεζίν (Τίγκυ) Ρενσόν, ζωγράφο, μπαίνει, ως γραμματέας, στην υπηρεσία του μαρκησίου Ντε Τρασύ, συναναστρέφεται μποέμ καλλιτέχνες και αρχίζει να γράφει. Η πλούσια συγγραφική του παραγωγή ελαφρών, συναισθηματικών, περιπετειωδών μυθιστορημάτων (περίπου 200, από τα οποία πολλά με ψευδώνυμο) κατά τη δεκαετία 1923-1933 του αποφέρει πολλά χρήματα. Συναναστρέφεται τους Μωρίς Βλαμένκ, Πικάσσο, Αντρέ Ζιντ, Κολέτ, Μαξ Ζακόμπ, ζει μια ερωτική περιπέτεια με την Ζοζεφίν Μπαίηκερ, αγοράζει ένα ποταμόπλοιο και αναπλέι ποταμούς και κανάλια της Γαλλίας, κι αργότερα ένα μεγάλο κότερο και ταξιδεύει στη Βόρεια Θάλασσα. Εκεί, σε κάποιο ολλανδικό λιμάνι φαίνεται πως γεννήθηκε ο Μαιγκρέ. Το 1931 δημοσιεύει, με το γνήσιο όνομά του, το πρώτο του μη αστυνομικό μυθιστόρημα, Το σπίτι στο κανάλι. Το 1932 εγκαθίσταται στην έπαυλή του στην γαλλική παραθαλάσσια πόλη Λα Ροσέλ, ταξιδεύει στην Αφρική και ανά την Ευρώπη, γράφει και αρθογραφεί. Το 1939 γεννιέται ο πρώτος του γιος Μαρκ ( † 1999). Ενώ το 1940 διορίζεται υπεύθυνος για τους Βέλγους πρόσφυγες, λειτούργημα που ασκεί με μεγάλη αφοσίωση — πρόκειται για την πρώτη και τελευταία φορά που ο Σιμενόν προσφέρει τον εαυτό του στην υπηρεσία των κοινών — στη συνέχεια και καθόλο το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, κρατά, αν μη τι άλλο, ουδέτερη στάση. Κατηγορείται ότι οι ταινίες του Μαιγκρέ που γυρίστηκαν κατά το 1941-1944 έγιναν με συμμετοχή Γερμανών παραγωγών, τα βιβλία του φέρουν τη σφραγίδα της Γερμανικής Επιτροπής Λογοκρισίας. Τον Οκτώβριο του 1945 καταφθάνει με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη και σύντομα εγκαθίστανται στον Καναδά. Εδώ σταματά ουσιαστικά η κοινή του ζωή με την Τίγκυ.

Ένα μήνα μετά την άφιξή του, ο Σιμενόν συναντά την Καναδέζα Ντενίζ Ουιμέ, που θα γίνει γραμματέας του και η δεύτερη γυναίκα του. Θα αποκτήσει μαζί της δύο γιους, τον Τζων (1949), που σήμερα διαχειρίζεται την κληρονομιά του έργου του πατέρα του, και τον Πιερ (1959), και μια κόρη, την Μαρί-Ζο (1953), που αυτοκτόνησε το 1978. Με την οριστική επιστροφή του στην Ευρώπη το 1955, οι Σιμενόν εγκαθίστανται στη Νότια Γαλλία, στις παρυφές των Καννών και το 1957 μετακομίζουν στην Ελβετία, στον πύργο Ντ' Εσαντέν καταρχάς, και από το 1963 στο αχανές νεοχτισμένο σπίτι του στο Epalinges. Ο Σιμενόν εξακολουθεί να γράφει, αλλά η σχέση του ζευγαριού καταρρέει. Η υγεία του χειροτερεύει (σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού), συχνά γίνεται βίαιος και μισάνθρωπος, η Ντενίζ μπαινοβγαίνει σε κλινικές για αποτοξίνωση.

Από το 1964, που η Ντενίζ τον εγκαταλείπει, και μέχρι το τέλος, θα ζήσει με σύντροφο την Τερέζ Σμπυρελέν, τέως καμαριέρα της Ντενίζ, με την οποία σχετίζεται ήδη από το 1962. Το 1967 αρχίζει η έκδοση των Απάντων του (σε 72 τόμους), το 1970 πεθαίνει η μητέρα του. Τον ίδιο χρόνο δημοσιεύει το δεύτερο αυτοβιογραφικό του κείμενο Quand j' etais vieux — το πρώτο, Je me souviens, που άρχισε να το γράφει το 1940, εκδόθηκε το 1945 — και το 1972 τον τελευταίο του Μαιγκρέ που θα είναι συγχρόνως και το τελευταίο του μυθιστορηματικό έργο. Θα ασχοληθεί έκτοτε μόνο με την αυτοβιογραφία: το 1974 εκδίδεται το Γράμμα στη μητέρα μου , και από το 1975 έως το 1981 θα κυκλοφορήσει μια σειρά από 21 βιβλία που υπαγορεύει στο μαγνητόφωνο και που έχουν το γενικό τίτλο Dictees. Το 1976, κληροδοτεί στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης το λογοτεχνικό του αρχείο και τον επόμενο χρόνο ιδρύονται τα Αρχεία Σιμενόν. Το 1981 εκδίδεται και το ογκώδες αυτοβιογραφικό έργο του, που είναι και το οριστικά τελευταίο, Memoires intimes που συνοδεύει Το βιβλίο της Μαρί-Ζο. Από το 1974, ο Σιμενόν ζει με την Τερέζ στη «ροζ έπαυλη», στη Λωζάνη, όπου σκόρπισε τις στάχτες της κόρης του και όπου η Τερέζ σκόρπισε και τις δικές του στάχτες. Ο Ζωρζ Σιμενόν, με ζωή εξίσου πληθωρική με το έργο του, πέθανε τη νύχτα της 3-4 Σεπτεμβρίου του 1989. Κατά την επιθυμία του, οι γιοι του πληροφορήθηκαν το θάνατό του από τις εφημερίδες.

Το έτος 2003, το Βέλγιο και η Γαλλία τιμούν τον Ζωρζ Σιμενόν με την ευκαιρία της επετείου των εκατό χρόνων από τη γέννησή του. Άπαντα (σε 25 τόμους), επανεκδόσεις, φωτογραφικά άλμπουμ, παρουσίαση ανέκδοτων κειμένων, μελέτες, δοκίμια, συλλογή των δημοσιογραφικών άρθρων, CD με μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις του συγγραφέα κατακλύζουν ήδη τα βιβλιοπωλεία. Περισσότερα στοιχεία για τον Σιμενόν και το τεράστιο έργο του (πάνω από 400 τίτλοι) μπορεί να βρει κανείς στην ιστοσελίδα www.ulg.ac.be/libnet/simenon, όπως επίσης για τις εκδηλώσεις 2003 (συνέδρια, εκθέσεις, κινηματογραφικές ταινίες) στο www.simenon2003.be

Στις Εκδόσεις Άγρα κυκλοφόρησαν από το 2003 τα μυθιστορήματά του Ο Μαιγκρέ στη Νέα Υόρκη (του 1947), 45° υπό σκιάν (του 1936) και Το Μπλε Δωμάτιο (του 1964), Ο Κίτρινος σκύλος (του 1931 - γαλλική κινηματογραφική παραγωγή από τον Ζαν Ταρίντ), Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (του 1938, από τα σημαντικότερα έργα του - αγγλική κινηματογραφική προσαρμογή από τον Harold French, 1953), ενώ ετοιμάζεται και Ο Τρελός του Μπερζεράκ (του 1932), όλα σε μετάφραση Αργυρώς Μακάρωφ.

Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα βρει εργοβιογραφία του Σιμενόν στα βιβλία Ο Μαιγκρέ στη Νέα Υόρκη, 45° υπό σκιάν και Το Μπλε Δωμάτιο, καθώς και ένα σημείωμα της μεταφράστριας για τη συνάντηση Αντρέ Ζιντ-Ζωρζ Σιμενόν (στο 45° υπό σκιάν), επιλογή επιστολών του συγγραφέα προς τους Μαξ Ζακόμπ, Φρανσουά Μωριάκ, Ροζέ Μαρτέν ντυ Γκαρ, Χένρυ Μίλλερ, Φεντερίκο Φελλίνι κ.ά. (στο Μπλε Δωμάτιο), ένα κείμενο του Marcel Ayme που προλογιζει τον Κίτρινο σκύλο και ένα κείμενο του Γ. Ν. Πεντζίκη για τον ήρωα του Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (στο ομότιτλο βιβλίο).


Πίσω