|
MAURICE PONS
ΠΑΡΘΕΝΙΚΕΣ
Παρουσίαση
« Οι Παρθενικές φέρουν ως κοινό παρονομαστή την ασύνειδη αφύπνιση των αισθήσεων, την αθωότητα των δέκα χρόνων, τα σημάδια, τις ψευδαισθήσεις και τους νόμους που διέπουν τα απαγορευμένα παιχνίδια της παιδικής ηλικίας. Ο έρωτας, ο θάνατος, οι λέξεις, το σχήμα και η έννοια των συνηθισμένων αντικειμένων φορτίζονται με μυστήριο. Ζωές παράλληλες, μαγικές, τυλιγμένες στο μύθο, ανθούν στο περιθώριο της ενήλικης ζωής. Στην παιδική ηλικία, εκ φύσεως ξεδιάντροπη και γεμάτη περιέργεια για το σώμα, οι χαρές και τα παιχνίδια σφραγίζονται από τρόπους ζωώδεις, νεφελώδεις αισθησιακές απόπειρες, μονίμως ανικανοποίητες.
Αν τις μετέφραζε κανείς στη γλώσσα των μεγάλων, οι συγκινήσεις αυτές μπορεί και να θεωρούνταν διεστραμμένες. Η ανυπέρβλητη δεξιότητα του Μωρίς Πονς του επιτρέπει να τα περιγράφει όλα αυτά με μια γλώσσα που δανείζεται από την παιδική ηλικία τη μαγεία και την τόλμη της, παραμένοντας ωστόσο γλώσσα του κόσμου των ενηλίκων ».
- F. NOURISSIER
La Nouvelle Revue Française
|
Απόσπασμα
Η ζωή της παρέας συνεχίστηκε όλη την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού, μέσα στην ίδια εκείνη ερωτική και ταυτόχρονα εντελώς παρθενική της οικειότητα, περιβεβλημένη το μυστικό της το οποίο ποτέ κανείς μας δεν πρόδωσε.
[…]Οι καλοκαιρινές διακοπές μας σκόρπισαν για πάντα. Η ωραία φίλη μας εξαφανίστηκε απ' τον ουρανό της παιδικής μας ηλικίας, όπως εξαφανιζόταν πάνω στο ποδήλατό της στη γωνία των βουλεβάρτων η όμορφη σιλουέτα και τα μποτίνια της. Ούτε καν να την πολυσκεφτόμαστε δεν μας αρέσει. Από σεβασμό στην παιδική ηλικία και στα μυστήριά της.
Γιατί, κατά βάθος, δεν ήμασταν κακοί· μας ταλάνιζε μονάχα αυτή η λυσσασμένη ανημποριά, αυτός ο σπασμός των παιδιών μπροστά στον έρωτα τον όποιον αγνοούν και που τα στοιχειώνει.
Η αδερφή του Ζουβήταν υπερβολικά όμορφη. Μας ήταν αδύνατον να το ανεχτούμε. Όταν πήγαινε για μπάνιο στο ποτάμι, άφηνε το ποδήλατο της κλειδωμένο με το λουκέτο του μπροστά στην είσοδο των λουτρών. Καθώς κυκλοφορούσε πάντα με τη φούστα της να ανεμίζει, και βεβαίως χωρίς μισοφόρι, καμιά φορά τις ζεστές μέρες η σέλα του ποδηλάτου της ήταν κάθυγρη. Όσο περνούσαν οι βδομάδες όλο και πιο εμφανείς ασπριδεροί κυκλικοί λεκέδες σχηματίζονταν πάνω στη σέλα. Στριφογυρίζαμε μαγεμένοι γύρω από κείνο το καυτό δερμάτινο λουλούδι -ένας άσσος κούπα αποτυπωμένος εκεί ψηλά και που ζηλεύαμε τα ταξίδια του. Συχνά κάποιος από μας, φτάνοντας τα όριά του, απομακρυνόταν από την παρέα και, χωρίς καυχησιολογίες και ψευτοντροπές, πήγαινε κι ακουμπούσε φευγαλέα το πρόσωπό του πάνω σ' εκείνη τη σέλα, θεματοφύλακα ενός άγνωστου μυστηρίου.
Από το διήγημα «Τα χαμίνια» |
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Μωρίς Πονς γεννήθηκε στο Στρασβούργο το 1927. Γρήγορα εγκατέλειψε τις σπουδές φιλοσοφίας και το 1951 εξέδωσε την πρώτη του νουβέλα, Métrobate, στον εκδοτικό οίκο
Julliard. Ακολούθησε το 1953 το La Mort d' Éros και το 1959 η συλλογή διηγημάτων Παρθενικές, που απέσπασε το Βραβείο Διηγήματος και από την οποία ο Φρανσουά Τρυφφώ εμπνεύστηκε το σενάριο για την ταινία του Τα χαμίνια. Στα διηγήματα της συλλογής, ο Πονς χρησιμοποιεί μια γλώσσα η οποία δανείζεται από την παιδική ηλικία όλη τη μαγεία και μαζί την τόλμη της.
Ερασιτέχνης ηθοποιός, δημοσιογράφος και περιστασιακά εκδότης, ο Πονς συνεργάστηκε με το περιοδικό Arts, προτού εγκαταλείψει οριστικά την παρισινή ζωή το 1957 για να εγκατασταθεί στο Moulin d'Andé, στο Eure.
To 1958 έγραψε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Le Cordonnier d' Aristote, και το I960 το πολύ σημαντικό Le Passager de laNuit, με θέμα τον πόλεμο της Αλγερίας. Το μυθιστόρημα αυτό γυρίστηκε σε ταινία στην Ελλάδα από τον Μάνο Ζαχαρία, με τίτλο Νυχτερινός επιβάτης. Ο Μ. Πονς είναι ένας από τους θαρραλέους που υπέγραψαν το Μανιφέστο των 121 ενάντια στον πόλεμο της Αλγερίας (με τους Μ. Blanchot, J.-P. Sartre, Μ. Duras κ.λπ.).
Το 1965 εξέδωσε το LesSaisons· πρόκειται για ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα με θέμα την οδύνη της ύπαρξης.
Άλλα έργα του Πονς: Ρόζα, 1967· La Passion de Sébastien Ν.,1968· Mademoiselle Β., 1973·La Maison des Brasseurs, 1978·Douce-Amère,1985· La Dormeuse, 2001.
Πολλά μυθιστορήματα του Μωρίς Πονς έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και στο θέατρο, ενώ έχουν χρησιμεύσει και ως βάση για χορογραφίες· ωστόσο, πολυτιμότερη παραμένει η ανάγνωσή τους, καθώς εκεί διακρίνεται η τέχνη ενός συγγραφέα για τον οποίο
« γραφή σημαίνει τα φωνήεντα και τα σύμφωνα που βάζει κανείς στη σειρά για να φτιάξει παρτέρια ομορφιάς ».
Στα πενήντα περίπου χρόνια της ενασχόλησής του με τη συγγραφή, ο Μωρις Πονς έδωσε περίπου δεκαπέντε βιβλία· στάθηκαν, όμως, αρκετά να τον αναδείξουν σε εξέχοντα λογοτέχνη. Από την πρώτη συλλογή διηγημάτων, τις Παρθενικές, έως το Délicieuses frayeurs, που κυκλοφόρησε το 2006, τα περισσότερα από τα έργα του επανεκδίδονται συνεχώς και μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες.
|
Περιεχόμενα
Πρόλογος
ΜΙΣ ΦΡΟΫΛΑΪΝ
Η ΝΟΝΑ ΜΟΥ
Η ΠΡΩΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΜΠΑΛΖΑΚ
ΤΟ ΝΙΑΝΙΑ
Ο ΔΙΑΦΘΟΡΕΑΣ
ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ
ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΙΤΙΔΑ
ΜΕ ΠΟΔΗΛΑΤΟ
ΤΑ ΧΑΜΙΝΙΑ |
|