ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥ ΤΖΕΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΓΚΑ
Παρουσίαση
Κάρντιφ, Μασσαλία, Τζένοβα, Αλεξάνδρεια, Βηρυττός, Άντεν, Περσικός κόλπος, Ινδικός ωκεανός, Κολόμπο, Κεϋλάνη, Χονγκ-Κονγκ, Μελβούρνη, Fremantle…– Ξάνθη και Αλβανία. Ο Καββαδίας ταξιδεύει στις θάλασσες του κόσμου, περνάει τη στρατιωτική του εκπαίδευση στην Ξάνθη, είναι μουλαράς στον Αλβανικό πόλεμο το ’41: από παντού στέλνει γράμματα και κάρτες στην αδελφή του, τις πρώτες γραφές ποιημάτων, μιλάει για τη Βάρδια που ’ναι στα σκαριά, για τα ’αδέρφια και τους συγγενείς, τους Αθηναίους και ξένους λογοτέχνες και ηθοποιούς φίλους του, γράφει για τους τόπους και τις θάλασσες όπου ταξιδεύει, για αγαπημένα βιβλία, για τους ζωγράφους και τη ζωγραφική, για φευγαλέους έρωτες και γυναίκες που ξανασυναντάμε στα ποιήματα και στα πεζά του. Μελαγχολικός και βαθιά εξομολογητικός στην Τζένια, παιχνιδιάρης με τη μικρή ανιψιά του, και γενναιόδωρος στα συναισθήματά του προς τους δύο πιο αγαπημένους του ανθρώπους. Πολλά από τα γράμματα είναι σαν ποιήματα ή αφορμή για ένα θαυμάσιο αφήγημα. Ογδονταεφτά επιστολές από το 1935 ώς το 1965.
Απόσπασματα
Πέταξα το φόβο στη θάλασσα στην αρχή της Ερυθράς, και την άλλη μέρα το πακέτο με τα φάρμακα. Μόνο τις τύψεις δεν πέταξα. Έχουνε μια δική τους θάλασσα μέσα μου, πηχτή σα λάσπη και βρομάει. Οι άνθρωποι είναι περισσότερο καλοί απ’ ό,τι νομίζω. […] Ένας ναύτης μου ’πε χθες τη νύχτα ένα παραμύθι κι αποκοιμήθηκα. Δεν το θυμάμαι. Όμως θα’ταν θαυμάσιο. Δε σου ’χω πει ποτέ παραμύθια. Ίσως δεν ξέρω να τα πω. Ίσως γιατί από μικρή ήσουνα πολύ σοφή για τα παραμύθια μου. Όμως κάποτε θα πω στα παιδιά σου. Αν είχα στα χέρια μου το βιβλίο που έδωσα για τύπωμα θα το ’σκιζα όλο κι ίσως να μην το ξανάγραφα. Αν μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο θα ’ταν πολύ αλλιώτικο από κείνο. Πιο ανθρώπινο.
[1953]
Οι πλοίαρχοι της Ελμές όταν πηγαίνουν καμιά επικίνδυνη αποστολή ζητάνε από τη διεύθυνση εμένα. Φοβάμαι μήπως έγινα επαγγελματίας. Εγώ δε ζήτησα παραπάνω από μια καμπίνα σ’ όλη μου τη ζωή. Αν ζήτησα ακριβώς αυτό, τότε αυτό που οι τσιγγάνες λένε «το μοίρα» μου το ‘δωσε και με το παραπάνω.
[1956]
«Είναι η στιγμή που οι Άραβες και οι Πέρσες εργάτες του καραβιού μας προσεύχονται. Ποτέ μου δεν είδα εξαντλητικότερη προσευχή. Εκατό μισόγυμνα κορμιά σε διάφορες στάσεις, πάνω στ’ αμπάρια, στη γέφυρα, στο κατάστρωμα. Έτσι τους παίρνει ο ύπνος. Στέκομαι και προσεύχομαι. Ποτέ μου δεν πίστεψα σ’ ένα θεό!»
[1935]
«Κυριακή. Ομίχλη και βροχή. Χθές γύρισα όλη την ημέρα το Cardiff. Στους μεγάλους δρόμους, στα θαυμάσια πάρκα, τα τεράστια καταστήματα της QueenStr. και στη μαλτέζικη συνοικία όπου οι Μαλτέζες ή Πορτουγιέζες και γυναίκες του Σαν Βιτσέντζο πουλάνε για ένα Αφ-Κράουν τον έρωτα της στιγμής. Εκεί έξω από βρομερά Κοκό-Σοπ περιφέρονται μαύροι του Μαρόκου, του Άντεν, του Σενεγκάλ φορώντας σκληρά καπέλα και σπασμένα κολάρα. Σου πήρα από ένα μαλέζικο μαγαζί ένα σιδερένιο κουτί με σκαλισμένα φίδια».
[1935]
«Το μεσημέρι φθάνουμε στη Singapore. Θα μείνουμε 36 ώρες. Κατόπι Colombo-Bombay-Karachi. Η Κινέζα που γράφει δίπλα μου μυρίζει. Όχι μυρωδιά του σώματος. Αρωματοπωλείο. Ο Ινδός από το άλλο μέρος μυρίζει μόνο του σώματος. Η Μαλαισιανή μυρίζει και τα δυο. Ένα κορίτσι στην ηλικία της Έλγκας αλλάζει κορδέλα στον κότσο του τέσσερες φορές την ημέρα. Ο καπετάνιος μας… Αυτά θα σας τα ιστορήσω ένα βράδυ μετά το μεσονύχτιο μεταξύ τριών κυπέλλων τεΐου Κεϋλάνης που κομίζω».
[1953]
«Ολομόναχος σ’ ένα ρικσά μ’ ένα κούλη που τα μάτια του λάμπανε κι όλο με τραβούσε προς τη συνοικία των Ιθαγενών κι ήθελε να με κεράσει ποτά της Κεϋλάνης, πίστεψα περισσότερο από κάθε άλλη φορά πως τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από το ταξίδι. Οι Σιγκαλέζες! Κάτι μεταξύ κτήνους και τελειότητος. Θυμάμαι τα λόγια του Picasso: ‘Πόσα πράγματα θα ’πρεπε να καταργήσουμε!’ Να καταργήσουμε αυτούς που μας γέλασαν˙ ακόμη τους κατεργάρηδες˙ τις συνήθειες˙ τη γοητεία˙ το θέμα˙ και πόσα άλλα! Μα ο κοινός νούς θα βγει πάντα νικητής. Εναντίον του είναι που πρέπει ν’ αμυνθούμε.»..
[1949]
«Σ’ είκοσι μέρες θα ’μαι μαζί σας. Θ’ αργήσω να ξαναφύγω. Ίσως να μην ξαναταξιδέψω. Όμως πίστεψε με πως το maldudépart με κατέχει τώρα περισσότερο από ποτέ! Να ’στε βέβαιοι πως θα το κρύβω χωρίς θεατρικότητες. Δε θα παραστήσω ποτέ πια το θύμα, αφού αντιθέτως υπήρξατε σεις θύματά μου».
[1935]
«Όσο για το δικό μας Πάσχα… Ανήμερα φτάσαμε στην Αλεξάνδρεια. Πρώτη φορά που λυπόμουνα γιατί ταξιδεύω. Δε μας έλειπε τίποτε από το τραπέζι. Μονάχα το κέφι. Πάλι, για πρώτη φορά στη ζωή μου στενοχωρήθηκα με τις αισχρές ιστορίες που συνηθίζουνε οι ναυτικοί στο τραπέζι. Ήθελα να ’μουνα στην Αθήνα να πάμε μαζί μια βόλτα στις εκκλησίες. Είχα ένα κέφι για κλάματα…»
[1955]