YITZHAK LAOR
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΣΙΩΝΙΣΜΟΥ
ΟΙ «ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ» ΣΤΟ ΙΣΡΑΗΛ
Παρουσίαση
Υπάρχει μια πολύ στενή σχέση ανάμεσα σε εκείνους που αυτοαποκαλούνται «στρατόπεδο της ειρήνης» στο Ισραήλ και στους ομολόγους τους της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Το βιβλίο αυτό ρίχνει αλύπητα φως στη σχέση τους, που είναι ιδιαίτερα έντονη στο πεδίο της λογοτεχνίας. Αναλύει την υποδοχή στην Ευρώπη των έργων του Άμος Οζ, του Α. Μπ. Γιεοσούα και του Νταβίντ Γκρόσσμαν, διερευνά τον τρόπο με τον οποίο οι συγγραφείς αυτοί μεταμφιέζονται σε ανθρώπους που προωθούν την ειρήνη και τους λόγους που η κριτική ανταποκρίνεται με τέτοιον ενθουσιασμό. Δείχνει ότι οι Ισραηλινοί διανοούμενοι –οι περισσότεροι είναι ασκεναζίμ, εκκοσμικευμένοι και υποστηρικτές των Εργατικών– θεωρείται από τους αντίστοιχους στην Ευρώπη ότι ανήκουν στους «δικούς μας», φτάνει να μένουν πάντα εκεί μακριά, στην Ανατολή. Αντίστοιχα, οι ίδιοι Ισραηλινοί διανοούμενοι νοιάζονται πρωταρχικά να ανήκουν –ή να φαίνεται ότι ανήκουν, πάση θυσία– στην ευρωπαϊκή ιντελλιγκέντσια. Αντικειμενικά, αυτό που έχουν κοινό είναι ο φόβος και το μίσος για την Ανατολή.
Κρίσεις
Αυτό που θα ήθελα να αποδείξω είναι ο ρόλος που έπαιξε η σιωνιστική Αριστερά για να σφυρηλατήσει το τόσο διαδεδομένο σήμερα αντιπαλαιστινιακό αίσθημα.
YITZHAK LAOR
«Γενναίος, ναι –ο Λαόρ είναι ποιητής–, αποφασιστικός, ναι –το ξεσκέπασμα της υποκρισίας Ισραηλινών συγγραφέων όπως ο Άμος Οζ είναι αδιάψευστο–, ταπεινόφρων, ναι –συχνά μιλάει για τις δικές του αμφιβολίες–, μ’ όλα αυτά, εκείνο που κάνει το βιβλίο του τόσο πρωτότυπο και την ανάγνωσή του τόσο επείγουσα είναι ο ιστορικός λογισμός του: μαθητής του Ηρόδοτου, ο Λαόρ παρατηρεί, αφηγείται και θέτει σε διερώτηση όλες τις παλιές και σύγχρονες μισοαλήθειες, οι οποίες αφορούν τους Εβραίους, την Ευρώπη και την αποικιοκρατία και που αποκορυφώθηκαν με τη μετατροπή της Γάζας σε γκέτο από το Ισραήλ. Δεν το διαβάζεις απλώς, σκέφτεσαι μέσα από το ουσιώδες αυτό βιβλίο».
JOHN BERGER
Αποσπάσματα
«Όπως ξέρει ο καθένας, το Ισραήλ είναι ένα κράτος που έχει καλές δημόσιες σχέσεις. Όταν κάνει κανείς τον απολογισμό, παρά τα παράπονα κατά του “νέου αντισημιτισμού” και για την εχθρότητα των ΜΜΕ, οι Δυτικοί θυμούνται πολύ καλύτερα τα θύματα μιας επίθεσης αυτοκτονίας στην Ιερουσαλήμ ή στο Τελ Αβίβ από ό,τι όλες τις φρικαλεότητες που βλέπουμε στην τηλεόραση, τους ποταμούς αίματος στην Παλαιστίνη, στον Λίβανο και στο Ιράκ. Ένα κοριτσάκι που σκοτώνεται με μια σφαίρα στο κεφάλι από έναν Ισραηλινό στρατιώτη παραμένει ανώνυμο, ενώ θυμούνται το όνομα της μικρής Ισραηλινής που σκοτώθηκε σε μια επίθεση αυτοκτονίας. Το ίδιο συμβαίνει με τους φυλακισμένους: Στην πλειονότητά τους οι Δυτικοί γνωρίζουν με το όνομά τους τους λίγους Ισραηλινούς αιχμαλώτους – ή, αν δεν ξέρουν το όνομα, έχουν συνείδηση του “προβλήματος”, της τραγωδίας τους. Αντιθέτως, οι Λιβανέζοι κι οι Παλαιστίνιοι που σαπίζουν στα ισραηλινά μπουντρούμια και στα στρατόπεδα κράτησης παραμένουν άγνωστοι. Αυτοί δεν θέτουν κανένα πρόβλημα παρά μόνο τη μέρα που γίνεται η απαγωγή ενός Ισραηλινού στρατιώτη προκειμένου να τον “ανταλλάξουν” για την απελευθέρωσή τους. Δεν είναι καν ζήτημα μνήμης. Δεν θυμάται κανείς τις εποχικές βροχές παρά μόνο μια καταστροφική πλημμύρα. Ο δικός τους θάνατος είναι σαν τη βροχή, ενώ ο δικός μας θάνατος είναι μια καταστροφή».
«Δεν μπορεί να παραθέσει κανείς τη σιωπή. Δεν θα μπορούσα καν να απαριθμήσω όλα τα γεγονότα πάνω στα οποία αυτοί οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κρατήσανε το στόμα τους επτασφάλιστο στη διάρκεια της Ιντιφάντα. Οι εκπρόσωποι του «στρατοπέδου της ειρήνης» –όπως τους ονομάζει ο δυτικός και ιδιαίτερα ο γαλλικός Τύπος– δεν είπαν λέξη για τις μεγάλες σφαγές στη Ράφα και στη Γάζα το 2004, ούτε για τις προηγούμενες, τις σφαγές του 2002 στην Τζενίν και στις άλλες πόλεις και στα χωριά της Παλαιστίνης. Δεν μπορούμε να παραθέσουμε τη σιωπή τους, εκτός εάν οι εφημερίδες της Δύσης δείξουν ενδιαφέρον, στη διάρκεια των σφαγών, για να τους ρωτήσουν τι σκέφτονται. Ο Τύπος όμως δεν έθεσε το ερώτημα γιατί δεν θέλει να ξέρει και γιατί ο ρόλος των συγγραφέων του «στρατοπέδου της ειρήνης» –αυτών των φετίχ της προόδου– δεν ήταν ποτέ πληροφοριακός ούτε πνευματικός.
«Σε τι διαφέρει η κατηγορία που περιέχεται σ’ αυτές τις γραμμές από την επίθεση του Λικούντ κατά του εκλεγμένου Προέδρου του παλαιστινιακού λαού, λίγους μήνες αργότερα, όταν ο Σαρόν έγινε πρωθυπουργός; Σε τίποτα, σίγουρα, αλλά καθώς ο Οζ είναι «προοδευτικός», προσέχει, μιλάει για τους ιθαγενείς όπως ένας κοινωνικός λειτουργός μιλάει για τα παιδιά: Ο μπαμπάς, ο Αραφάτ «ξεσήκωσε τον λαό του ενάντια στο Ισραήλ κι ενάντια στους Εβραίους», χωρίς να υπάρχει καμιά απόδειξη γι’ αυτήν την κατηγορία, χωρίς κανένα παράθεμα που να δείχνει αυτήν την «παρότρυνση για βία κατά των Εβραίων».
Μπορεί, όμως, κανείς να διαβάσει αυτό το κείμενο σαν έναν πρόλογο στον εξευτελισμό του Αραφάτ, στην αργή διαδικασία απονομιμοποίησης της παλαιστινιακής ηγεσίας, με άλλα λόγια σαν ένα σημάδι περιφρόνησης για την παλαιστινιακή ανεξαρτησία. Από το φθινόπωρο του 2000 το κύριο θέμα των Ισραηλινών ήταν η ενοχοποίηση του Αραφάτ. […]
«Πώς να εξηγήσει κανείς ότι ο Οζ εμφανίζεται πάντα στα μάτια των Ευρωπαίων και ιδιαίτερα των Γάλλων δημοσιογράφων σαν υποστηρικτής της ειρήνης;»
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Yitzhak Laor είναι ένας διακεκριμένος Ισραηλινός ποιητής, μυθιστοριογράφος και πολιτικός ακτιβιστής. Για χρόνια αρθρογράφος στην καθημερινή εφημερίδα Haaretz, εκδίδει τώρα το ανεξάρτητο περιοδικό λογοτεχνίας και πολιτικής σκέψης Mitaam. Ζει στο Τελ Αβίβ.