ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΚΟΝΗΣ
Ο ΥΠΝΟΣ ΤΗΣ ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Παρουσίαση
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο με πεζογραφήματα του γνωστού συγγραφέα, στιχουργού και σκηνοθέτη Θοδωρή Γκόνη.
Απόσπασμα
Δεν ήμουν στην ηλικία που μπορούσα να ρωτάω.
Άκουγα όμως. Κράταγα. Σημάδευα. Έδενα.
– « Πώς κοιμήθηκες απόψε; τι ύπνο είχες; »
Άκουγα την απάντηση :
– «Της Αδριανουπόλεως !»
Δεν καταλάβαινα.
Αυτός έφυγε.
Ήταν μάταιο να ρωτήσω όλους τους άλλους. Εδώ δεν κατάλαβαν τόσα και τόσα …
Από τότε, τη λέξη την είχα χείλη μου.
Όχι πόλη, όχι χώρα, όχι χάρτη, όχι πατρίδα. Πατέρα, αγρύπνια.
Ρωτούσα, ζήλευα, μάλωνα, μάτωνα, κλώτσαγα, έστηνα αυτί σαν το ζώο, έψαχνα, έσκαβα, ίδρωνα, έσκαζα.
Δούλεψα, ταξίδεψα στον βορρά.. Ήρθα πιο κοντά. Όχι στον τόπο, όχι στην πύλη, όχι στην πόρτα. Ήρθα πιο κοντά στην ώρα στη στιγμή. Πιο κοντά στο δικαίωμα, να αξιωθώ την ερώτηση.
Να τη συναντήσω, να την κοιμηθώ, να την παιδέψω, να με παιδέψει, να ξημερωθώ μαζί της :
– «Πώς κοιμήθηκες απόψε; τι ύπνο είχες; »
«Είναι σπίτια που ξαγρυπνούν, πεινάνε τ όνειρο, γαυγίζουν τ αστέρια. Στρώνουν να κοιμηθούν τη νύχτα της Αδριανουπόλεως. Στη σκηνή της . Στο χαλασμένο, διαλυμένο –φύλλο φτερό–στρώμα της. Υποφέρουν τον ύπνο του Πορθητή. Τον ταραγμένο. Μια νύχτα πριν την Άλωση. Ανεβάζουν τον πυρετό του Λιονταριού. Θέλουν. Ονειρεύονται. Ορέγονται.
»Τα αναγνωρίζεις, τα βλέπεις από μακριά, άλλο χτίσιμο, άλλα λιθάρια αλατόμητα, άλλο χρώμα, άλλα σεντόνια, άλλο φως, άλλο μαύρο, άλλο άσπρο, άλλα ρολόγια, άλλη αναπνοή, αλλιώς ο κήπος, το άνθισμα, ο κτύπος, άλλο κουδούνισμα, άλλο λάλημα, άλλη καμπάνα, άλλη φωνή. Είναι έτοιμα να φύγουν να πετάξουν, με το ζόρι κρατιούνται στην γη, τα θεμέλια τους είναι αλλού, σε άλλους τόπους σε άλλους ανθρώπους σ’ αυτούς που έρχονται τα βράδια και μπαίνουν κρυφά στον ύπνο τους.»
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Θοδωρής Γκόνης κατάγεται από την Αλωνίσταινα της Αρκαδίας. Γεννήθηκε στην Γκάτζια Ναυπλίας. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Πέλλου Κατσέλη. Σπούδασε οικονομικά. Εργάστηκε στο θέατρο ως ηθοποιός μέχρι το 1996 – υμμετείχε σε όλες σχεδόν τις παραστάσεις του Θεατρικού Οργανισμού «Εποχή» του Β. Παπαβασιλείου. Από το 1996 ασχολήθηκε κυρίως με τη σκηνοθεσία. Σκηνοθέτησε έργα των: Μισιτζή, Χουρμούζη, Βιζυηνού, Βυζάντιου, Τερτσέτη, Χόρν, Ξενόπουλου, Παλαμά, Κεχαϊδη, Φάϊς, Γρηγοριάδη, Αναγνωστάκη, Γονατά, Παπαδιαμάντη, Λόρκα, Σαίξπηρ, Αισχύλου κ.α. για το Κ.Θ.Β.Ε., ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου, Πατρών, Β. Αιγαίου, Σερρών, Κομοτηνής ,Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Έχει γράψει και σκηνοθετήσει τις μουσικοθεατρικές παραστάσεις: Γουσταύος Κλάους σε συνεργασία με τον Ν.Ξυδάκη («Πάτρα 2006 – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης»), Έχω άνθρωπο σε συνεργασία με τον Κ.Λειβαδά (Ζυγός. Αθήνα 2006), Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή σε συνεργασία με τον Γ. Ανδρέου (Μέγαρo Μουσικής Αθηνών, 2007).
Την περίοδο 2000 - 2007 ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου και από το 2008 εως το 2011 του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών.
Το 1987 άρχισε τη συνεργασία του ως στιχουργός με τον Νίκο Ξυδάκη (Καϊρο - Ναύπλιο - Χαρτούμ, Κοντά στη Δόξα μια στιγμή, Τένεδος, Βενετσιάνα, Το μέλι των Γκρεμών, Βουή του Μύθου, Ακρωτήριο Ταίναρον, Ένα Τραγούδι για τον Νίκο Γκάτσο κ.α).
Ακολούθησαν συνεργασίες του με τον Γιώργο Ανδρέου, Χρήστο Νικολόπουλο, Ορφέα Περίδη, Παντελή Θαλασσινό, Κώστα Λειβαδά, Τάσο Γκρούς, Παναγιώτη Καλαντζόπουλο, Πέτρο Ταμπούρη, κ.ά
Από τον Απρίλιο του 2009 έχει αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Φιλίππων - Θάσου.
Ελληνικά λυρικά κείμενα, δια χειρός Θοδωρή Γκόνη
Δευτέρα, 09 Απριλίου, 2012
Με μακρά θητεία στην τέχνη της υποκριτικής, στη θεατρική σκηνοθεσία και στο τραγούδι (αξέχαστη έχει μείνει η μακρά συνεργασία του ως στιχουργού με τον Νίκο Ξυδάκη), ο Θοδωρής Γκόνης είναι κι ένας απέριττος πεζογράφος με έντονα λυρική αύρα. Το βιβλίο του «Ο ύπνος της Ανδριανουπόλεως -Κείμενα της Θητείας στον Βορρά» (εκδόσεις Άγρα, σελ. 201) αποτυπώνει την εμπειρία του από την παραμονή του κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών στη Βόρεια Ελλάδα (πρώτα στις Σέρρες και κατόπιν στους Φιλίππους και τη Θάσο), όπου ανέπτυξε εκτεταμένη επαγγελματική δραστηριότητα.
Γεννημένος στην Αργολίδα και με καταγωγή από την Αρκαδία, ο Γκόνης έκανε καριέρα ως ηθοποιός και σκηνοθέτης στην Αθήνα, καταλήγοντας με αυξημένες διοικητικές ευθύνες και καλλιτεχνικές υποχρεώσεις στο βορειοελλαδίτικο τοπίο, που διαπερνά τα γραπτά του απ' άκρου εις άκρον, για να συναντηθεί ξαφνικά με τις παιδικές του εικόνες από την Πελοπόννησο, αλλά και με τις ενήλικες εντυπώσεις του από την κοσμοχαλασιά της αθηναϊκής μεγαλούπολης.
Τα μικρά, εξαιρετικά σύντομα κείμενα που φιλοξενούνται στη συλλογή «Ο ύπνος της Ανδριανουπόλεως» δύσκολα χαρακτηρίζονται διηγήματα, αφού σπανίως έχουν να αφηγηθούν κάποια συγκεκριμένη ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Τα πεζά του Γκόνη θυμίζουν περισσότερο τα τραγούδια του: μιλούν για την επαρχία ή την πόλη (απευθύνοντας ύμνους πρωτίστως στην ομορφιά και το μυστηριακό σύμπαν της φύσης) με έναν αφαιρετικό, σχεδόν υπερβατικό τρόπο, που αποκαλύπτει και το εύρος των εκφραστικών του δυνατοτήτων. Γρήγορα συνειδητοποιεί κανείς πως εκείνο που παίζει εδώ τον βασικό ρόλο δεν είναι η πλοκή και η λογική συνοχή της αφήγησης ή οι σχέσεις μεταξύ των προσώπων τα οποία συμμετέχουν στη δράση, αλλά το βλέμμα του ποιητή, που έρχεται να συνδυαστεί με το βλέμμα του ηθοποιού και του σκηνοθέτη.
Το πλήρες ρεπορτάζ του συνεργάτη Βαγγέλη Χατζηβασιλείου στη συνδρομητική ιστοσελίδα του ΑΜΠΕ.
Παρουσίαση του δημοσιογράφου Γιώργου Στυλιανού στο δικτυακό τόπο Forefree.gr
Πατήστε εδώ για να κατεβάσετε το αρχείο σε μορφή pdf
«...Και τι είναι το ψέμα δηλαδή;Είναι κάτι τόσο σοβαρό; Πρώτα απ’ όλα είναι πολύ αστείο πρόσωπο το ψέμα, είναι ανίκανο, ατάλαντο. Τελικά τίποτα δεν μπορεί να κάνει. Το πολύ πολύ να είναι πρώτο στον πρώτο γύρο. Στο τέλος πατώνει. Ανυπόληπτο πρόσωπο. Τι κι αν πάρει το πρωτάθλημα ενός ολόκληρου αιώνα; Στον επόμενο κουρελαρία. Πρωταθλητής του χειμώνα είναι το ψέμα. Εκεί το νήμα το κόβει η ζωή. Ούτε το ψέμα ούτε η αλήθεια. Αυτή είναι η πρωταθλήτρια, η Manchester United, η Bocca Juniors.Έλα τώρα, έλα τώρα με το ψέμα. Μη γελάσω. Πίσω της τρέχεις ο Αιθίοπας. Ο ξυπόλυτος, αυτός στο τέλος θα κόψει το νήμα. Το ψέμα θα βλέπει πάντοτε την πλάτη της ζωής...»
Λίγες δημοσιεύσεις πριν, είχα παρουσιάσει την εξαίρετη σειρά διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη Περιπολών περί πολλών τυρβάζω, ενός Βορειοελλαδίτη δημιουργού, που ανατέμνει με κάθε του έργο την ελληνική γλώσσα αναζητώντας τις διαχρονικές αλήθειες της ανθρώπινης συνθήκης. Τώρα, ένας Νότιος, ένας παλιοελλαδίτης, ένας Αρκάς, ο στιχουργός, ο σκηνοθέτης, ο πεζογράφος, ο πολυπράγμων Θοδωρής Γκόνης μας παραδίδει τη σειρά 72 μικρών διηγημάτων ο Ύπνος της Αδριανουπόλεως, με τον εκφραστικό υπότιτλο Κείμενα της Θητείας στον Βορρά, που κυκλοφορεί από τις εξαίρετες εκδόσεις Άγρα, σε νοσταλγικό πολυτονικό, συντηρώντας έναν άτυπο διάλογο με το Θεσσαλονικιό συγγραφέα, πάνω στον πλούτο της γλώσσας, της στίξης, του τονισμού, του λόγου και της σιωπής.
«...Τα λεωφορεία σε γυμνάζουν, σε ενεργοποιούν, σε ξυπνάνε, σε γυρίζουν απ’ το άλλο πλευρό, σου βάζουν το καρφί στη φτέρνα. Σού ανοίγουν το μάτι, το αυτί, τη μύτη. Σού βάζουν το μυαλό να δουλεύει. Σού ξαναφτιάχνουν το χάρτη. Σού ανοίγουν δρόμους, διαδρομές, λεωφόρους, σοκάκια, ατραπούς, στροφές, ανηφόρες, κατηφόρες. Υπάρχουν στάσεις, υπάρχουν ονόματα,
τοποθεσίες, άνθρωποι που περιμένουν, που κοιτάζουν, χαιρετούν, δακρύζουν, γελούν, χειρονομούν, μουντζώνουν. Τα λεωφορεία σού ξαναθυμίζουν τους ανθρώπους. Σού ξαναθυμίζουν τους ανθρώπους σου. Ακούς τα λόγια τους, τις συμβουλές τους, τους φόβους τους, την αμηχανία, τη λαχτάρα τους...»
Αφορμή και μήτρα και γεννήτρια λέξεων, παραγράφων, στίχων, στροφών, αρωμάτων, συναισθημάτων, εικόνων, ένα οδοιπορικό στο Βορρά και η θητεία του Θοδωρή Γκόνη, ως καλλιτεχνικού διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών. Συνειρμός λεκτικός και ψυχολογικός της θητείας στο Βορρά, η Αδριανούπολη, το σημερινό Edirne της Ανατολικής Θράκης και η ανάκληση από τις μνήμες των παιδικών χρόνων της αινιγματικής φράσης ο ύπνος της Αδριανουπόλεως. Εξηγεί ο συγγραφέας:
Όταν ήμουν μικρός, άκουγα έναν συγγενή μου όταν τον ρωτούσαν πώς κοιμήθηκε, να λέει ότι έκανε τον ύπνο της Αδριανουπόλεως. Τότε δεν ρώτησα τι σημαίνει αυτή η έκφραση. Αργότερα έμαθα ότι προέρχεται από έναν θρύλο: ο Μωάμεθ το τελευταίο βράδυ πριν εκστρατεύσει εναντίον της Κωνσταντινούπολης είχε στρατοπεδεύσει στην Αδριανούπολη. Το στρώμα του το πρωί ήταν φύλλο και φτερό από την αγωνία. Ουσιαστικά όμως το νόημα αυτής της έκφρασης, το κατάλαβα στο Βορρά...
Στοχάζομαι το συγγραφέα –ποιητική αδεία- στο τυπικό, μονότονο δωμάτιο ενός επαρχιακού ξενοδοχείου. Η κοπιαστική ημέρα σχεδίων, προγραμμάτων, συζητήσεων, συγκινήσεων, απογοητεύσεων, πραγματώσεων έχει φτάσει στο τέλος. Μοναχικός και απομονωμένος από τους θορύβους της πόλης, συγκροτεί νοήματα και εικόνες, στοχάζεται, ενδοσκοπείται, φιλοσοφεί, καταγράφει. Ξαναβγαίνει στους δρόμους, η παγωνιά έχει αδειάσει τις στράτες, πολύβουοι χώροι συναθροίσεων κερδίζουν την προτίμηση στις συντροφιές. Πιάνεται από μια λέξη, μια μυρωδιά, μια γεύση, μια εικόνα, ένα συναίσθημα και τα μετασχηματίζει πολλαπλά και εξαντλητικά. Πιάνει ξανά το μολύβι, ποτάμι οι λέξεις. Πουλιά, ψάρια, καρβέλια, καλάθια, μπάμιες, ρόγες σταφύλι, απλά πράγματα. Ένας γάιδαρος τον συγκινεί και πλέκει μια ολόκληρη φιλοσοφία ζωής. Ένας κισσός ανεβαίνει στα βράχια και τον οδηγεί σε μια θέαση ζωής. Επισκέπτεται στο νοσοκομείο την ετοιμοθάνατη θεία. Στο προσκεφάλι της, ένας δερματόδετος Πόλεμος και Ειρήνη του Λέοντος Τολστόι. Εκείνη ετοιμάζεται για την ύστατη μάχη με γερή αρματωσιά. Της χαμογελάει, συνεννοούνται μυστικά, στεγνά δάκρυα και το βιβλίο της.
«... Όλο και συχνότερα, όλο και πιο τακτικά ξαναγυρνάς στα παλιά βιβλία, στα παλιά λημέρια, στις παλιές αμαρτίες, στα παλιά, στα πρώτα διαβάσματα. Και τι δεν βρίσκεις, τι δεν συναντάς μέσα εκεί. Τηλέφωνα, εισιτήρια, αεροπλάνα, λεωφορεία, καράβια, τρένα, πόλεις, ιατρικές συνταγές, εξετάσεις αίματος, εξομολογήσεις, ξεραμένα λουλουδάκια, σκοτωμένα κουνούπια, ονόματα, χαρτοπετσέτες διπλωμένες στα τέσσερα...
Όλο και συχνότερα, όλο και πιο επίμονα, γυρνάς στα τσακίσματα, στα διπλωμένα, στα γυρίσματα, στις σκόνες, στις υπογραμμίσεις, στα υπογραμμισμένα λόγια.
Τίποτα, τίποτα δεν σ’ αρέσει απ’ αυτά πιά, τίποτα δεν βρίσκεις και απορείς...»
Τα ανά χείρας γραπτά του Θοδωρή Γκόνη, δημοσιευμένα σε μια πρώτη μορφή ως επιφυλλίδες στον ημερήσιο Τύπο, συνιστούν θησαυρό και ύμνο της
ελληνικής γραμματείας. Ισορροπούν ονειρικά ανάμεσα στον πεζό λόγο και την ποίηση, υβριδικής προέλευσης κείμενα τα αποκάλεσε η κριτική. Στοχασμοί, στόχοι, σχέδια, ερωτήματα, αμφιβολίες, αμφιθυμίες: κείμενα εις εαυτόν, γραπτά απορίας, δοκιμές υπαρξιακών διλημμάτων. Η αποθέωση του ρήματος και του ουσιαστικού, ένας πολύχρωμος γραμματικός και συντακτικός χάρτης συνωνύμων, ταυτοσήμων, παρηχήσεων, υπερθέσεων.
Στο διάλογο με το Βορρά, ο συγγραφέας ανταμώνει με το πεζογράφημα του Ιωάννου. Ταξιδεύοντας με το intercity Αθήνα- Θεσσαλονίκη, το βλέμμα υπερβατικά συναντά τη Χαλκίδα του Γιάννη Σκαρίμπα. Υπερβατικός λόγος στη γραμμή του κινήματος των transcendentalists. Θαρρείς θα ξεπηδήσει ένας Walt Whitman, για να δοξάσει το ταπεινό χορτάρι στον αγρό, τα φύλλα της χλόης.
«...Τι είναι αυτό που θέλει το ένα και δεν θέλει το άλλο;
Γιατί του αρέσει να ξημερώνει εδώ και όχι εκεί;
Γιατί στρώνει εδώ και όχι εκεί;
Γιατί έχουμε πάντα ένα αγκάθι μ’ αυτούς;
Γιατί δεν είμαστε μαζί τους μόνο το τριαντάφυλλο;...
...Γιατί με κάποιους άλλους είναι αλλιώς;
Γιατί όλα είναι ορθάνοικτα; Όλα μπαίνουν, βγαίνουν, κελαηδούν, ταιριάζουν και ομορφαίνουν;
Γιατί αρκεί και μόνο να τους δούμε και όλα αλλάζουν, όλα ανθίζουν. Χείλη, μάτια, λόγια, μέτωπο, αγκαλιές, αναπνοή...
...Γιατί κρατάει στο ψυγείο το γλυκό, το βούτυρο, το παγωτό, το μανταρίνι;...»
Γι’ αυτό, καταλήγω στο συμπέρασμα, πώς η πλάστιγγα στον Ύπνο της Αδριανουπόλεως κλίνει αποφασιστικά υπέρ της ποίησης. Ανακαλύπτω τον εναργή ορισμό της Κικής Δημουλά. ‘’Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δένδρο. Αυτό είναι το ποίημα.’’
Ποια είναι η δυναμική, αναρωτιέμαι, μεταλλαγής μιας κοινωνίας μέσα από την ποίηση στις μέρες μας; Εκτιμώ το ίδιο συλλογίζεται και ο συγγραφέας, καθώς επιμελείται μιαν ακόμη φορά τα κείμενα του τόμου. Αντιπαραβάλλω την ποίηση με μιαν άλλη τέχνη, αυτήν του θεάτρου, παρακολουθώντας στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, το Stallerhof του Φράντς Ξαβέρ Κρέτς. Εξομολογείται σε συνέντευξή του ο σημαντικός Γερμανός θεατράνθρωπος, πως είχε όνειρο τα έργα του να γίνουν όπλα, μα αποδείχθηκαν νεροπίστολα. Απέναντι σε αυτό που ζούμε, το θέατρο είναι σαν μια σφεντόνα που προσπαθεί να στοχεύσει πυραύλους.
Εντάσσεται, κατ’ αντιστοιχία, ο Θοδωρής Γκόνης σε μια ποιητική γενιά, που ταξιδεύει σε έναν κόσμο με τα σημάδια από το τέλος των ιδεολογιών; Ο δημιουργός, υποστηρίζει σε κείμενό του στην Ποιητική ο Βασίλης Ντόκος, αισθάνεται πως έχει απολέσει την πραγμάτωση του συλλογικού οράματος. Μόνη του καταφυγή το ιδιωτικό ανάλογο. Τέρμα πια με τις συλλογικότητες, μοιάζει να κραυγάζει η τέχνη, ο καθένας ‘’εφ’ ώ ετάχθη’’, ο πνευματικός άνθρωπος ακολουθεί ένα μονοπάτι μοναχικό και ένα όραμα ιδιωτικό.
«...Θέλω απόσταση τελικά. Να σε βλέπω, να σε χαίρομαι, να σε καμαρώνω, ν’ ανοίγω το ραδιόφωνο, να σηκώνω το τηλέφωνο. Να σε ακούω, να σε διαβάζω, να κλαίω κρυφά, να μην με βλέπεις, αν σου λέω ψέματα ότι είμαι καλά. Ότι όλα πάνε πρίμα, κι ας είναι όλα τσακισμένα...
...Οι αποστάσεις ενώνουν. Τα εκατοστά χωρίζουν. Όχι μόνο. Η απόσταση φτιάχνει τα μεγάλα πράγματα. Τα ουσιαστικά αυτά που τελικά μαρκάρει με το σιδερένιο χέρι της η ζωή. Με την ωραία γραφή της. Την ανεξίτηλη.
Οι αποστάσεις ενώνουν. Τα ταξίδια μεγαλώνουν τον άνθρωπο. Τον κάνουν άντρα σοφό, του δίνουν το χάρισμα στα χείλη να πεί, να διηγηθεί την πιο όμορφη ιστορία του κόσμου...»
Ίσως για το λόγο αυτό, ο Θοδωρής Γκόνης, εδώ και μια δωδεκαετία υπηρετεί την τέχνη στην επαρχία, εκεί που η μόνωση είναι πιο κραυγαλέα και η σιωπή εκκωφαντική. Από το 2000 ως το 2007, καλλιτεχνικός διευθυντής στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, την περίοδο 2008-2011 στο ΔΗΠΕΘΕ Σερρών, από το 2009 καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Φιλίππων - Θάσου. Εδώ και μερικούς μήνες ανανέωσε τη θητεία του στο Βορρά, αναλαμβάνοντας καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής. Μόνο που η εμπειρία της επαρχίας αναδεικνύει, ως μεγεθυντικός φακός, μείζονα προβλήματα της εγχώριας υπανάπτυξης, αγκυλώσεις τοπικών παραγόντων και χούγια προαιώνια της φυλής μας. Λέγει με αφορμή την εμπειρία του καλλιτεχνικού διευθυντή ενός περιφερειακού Θεάτρου:
‘’Όποιος εργάζεται σ' αυτές τις πόλεις συνειδητοποιεί ότι μια μειοψηφία ανθρώπων εκεί, επιθυμούν να διατηρήσουν την πόλη στα δικά τους μέτρα: μικρή. Γι' αυτό προτιμούν να μιλούν σε μία συγκεκριμένη καλλιτεχνική "διάλεκτο". Περισσότεροι είναι βέβαια όσοι θέλουν το αντίθετο: να είναι οι πόλεις τους "μεγάλες" και οι ίδιοι να μιλούν την ανοιχτή γλώσσα της τέχνης. Αλλά αυτοί είναι και οι παθητικότεροι ή οι πιο αδύναμοι».
Σε πρόσφατη συνέντευξη, ο συγγραφέας απαντά και στο ερώτημα για την αποδοχή, της οποίας έτυχε Ο Ύπνος της Αδριανουπόλεως:
‘’Ήταν αρκετά συγκινητική για μένα ούτε και εγώ το περίμενα έτσι. Είναι ένα βιβλίο που γράφει για το Βορρά, που γράφηκε στο Βορρά, την περίοδο που εργάζομαι στο Βορρά και είναι συγκινητικό που μέσα από αυτό πάρα πολλοί άνθρωποι, όχι γνωστοί, βρίσκουν δικά τους πράγματα. Είναι ένας τρόπος συνομιλίας, ένα facebook πραγματικό, δεν είναι ηλεκτρονικό, θέλει χειρονομία, να κάτσεις να ανοίξεις το βιβλίο, δηλαδή όταν διαβάζεις ένα βιβλίο είναι σαν να σου κάνω το τραπέζι, σαν να σε καλώ σε μια πολύ προσωπική σχέση…’’
Διατηρώντας μια κριτική ματιά στις σημαντικές παρατηρήσεις και σκέψεις των προλαλησάντων δημιουργών, ο Θοδωρής Γκόνης εισάγει με τον Ύπνο της Αδριανουπόλεως μια αισιόδοξη οπτική στη σύγχρονή μας γραμματολογία, συμπληρώνοντας μ’ ένα πολύτιμο κομμάτι το πάζλ ενός ευρύτερου έργου, που περιλαμβάνει τα τραγούδια και τις παραστάσεις του. Μας μεταδίδει αναζωογονητικά κύματα ευφορίας και τη λυτρωτική πλησμονή πως υπάρχει ελπίδα.
Γιώργος Στυλιανού