|
|||
Σήμερα δεν ήρθαμε σε μια συνηθισμένη παρουσίαση βιβλίου. Η Τζίνα Πολίτη δεν συνηθίζει τέτοιες – αλλά και το έργο της δεν μπορεί να υποταχθεί στο πλαίσιο των ακαδημαϊκών και κοινωνικών συμβάσεων που κυριαρχούν σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Αλλά και εμείς που κληθήκαμε να μιλήσουμε για αυτήν θα προδίδαμε, νομίζω, την δύναμη της επαφής με το έργο της αν υποτασσόμασταν στις συμβάσεις αυτές. Οφείλω λοιπόν να το δηλώσω εξαρχής – και σας παρακαλώ να μου επιτρέψετε τον προσωπικό τόνο: αν βρίσκομαι σήμερα εδώ μιλώντας για την Τζίνα και το έργο της, είναι μόνο και μόνο γιατί το έργο αυτό με σημαδεύει, με εγκαλεί και με δεσμεύει. Οικειοθελώς πάντα, δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά˙ πρόκειται για μια αντίφαση – για μια ελεύθερη δέσμευση και συγχρόνως για μια δέσμευση που απελευθερώνει – που προκαλεί μόνον η επαφή με ένα συμβάν στο πεδίο της ανάλυσης, της σκέψης, της γλώσσας, της γραφής, της ανθρώπινης στάσης. Ήρθα λοιπόν να εκφράσω την αμετανόητη πιστότητα μου στο συμβάν «Τζίνα Πολίτη», να σας δείξω γιατί η επαφή με αυτό δεν μας επιτρέπει να μείνουμε ίδιοι όπως και πριν το προσεγγίσουμε, να επιστρέψουμε δηλαδή στον βολικό ακαδημαϊκό και κοινωνικό μας ύπνο. Πρόκειται μάλιστα για ένα συμβάν κατεξοχήν πολιτικό – γι’ αυτό εξάλλου δεν πρέπει να μας διαφύγει ο υπότιτλος του βιβλίου που αποτέλεσε την αφορμή της αποψινής μας συγκέντρωσης: «Η γραφή (μου) ως πολιτική πράξη». Δεν το λέω αυτό από ανασφάλεια – για να απαντήσω σε όσους λαμβάνοντας την πρόσκληση ίσως αναρωτήθηκαν «τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι;», δηλαδή ένας άνθρωπος της πολιτικής θεωρίας και της ψυχανάλυσης να μιλάει για μια επιφανή θεωρητικό και μελετήτρια της λογοτεχνίας. Κι αυτό γιατί το πολιτικό στο οποίο αναφέρομαι δεν είναι προνομιακός χώρος της πολιτικής επιστήμης. Τι ακριβώς εννοώ; Προσέξτε το «μου» που μπαίνει σε παρένθεση στην φράση «Η γραφή (μου) ως πολιτική πράξη». Διανοίγει την πολιτική διάσταση από το επιμέρους – π.χ από τα επιμέρους πολιτικά κείμενα που περιλαμβάνει ο τόμος (μεταξύ άλλων, τα σχόλια και τα σατιρικά κείμενα που απαντούν σε προκλήσεις της επικαιρότητας, και υπάρχουν αρκετά στο βιβλίο) – σε έναν οντολογικό, συστατικό άξονα της εμπειρίας μας που πάντοτε συγκροτείται στη βάση ενός ανταγωνισμού, μιας ρήξης, της ίδιας της διαφοράς. Έτσι αντιλαμβάνομαι και τον τίτλο του βιβλίου «Λόγοι, αντίλογοι ...». Το στοιχείο «θέση/αντί-θέση», το στοιχείο του «πολιτικού» είναι πανταχού παρόν. Όπως διαβάζουμε στην σελ. 108, λ.χ., στον λόγο της στο συνέδριο του Ινστιτούτου Πουλαντζά για την «πόλη, το πολιτικό, τον πολιτισμό», το πολιτικό ενέχει την ανάδειξη των διαφορών, των ανισοτήτων και αποκλεισμών, που ξεσκεπάζει την ιδεολογική βία. Αυτή η αξονική επικέντρωση είναι, εξάλλου, παρούσα, σε πολύ μεγάλο μέρος των παρεμβάσεων της Τζίνας, κάτι που και η ίδια επισημαίνει ρητά στο προηγούμενο βιβλίο της, αναφερόμενη «στο πολιτικό» ως εκείνο που μας ξαφνιάζει, που σπάει τα στεγανά των επιστημονικών πειθαρχιών, που διαρηγνύει τον καθωσπρεπισμό της ακαδημαϊκής ορθότητας, που εξαρθρώνει ιδεολογικές βεβαιότητες και μας θέτει προ των ευθυνών μας. Υπο την έννοια αυτή, για την Τζίνα Πολίτη – και εδώ συμβαδίζει με τον πλέον επίκαιρο προσανατολισμό της σύγχρονης ριζοσπαστικής σκέψης και φιλοσοφίας – το πολιτικό δεν είναι μια τοπική, περιφερειακή έννοια, αλλά μια διάσταση οντολογική. Ως εκ τούτου, ενυπάρχει δυνητικά ή έμπρακτα, σε κάθε κοινωνική πρακτική. Ασφαλώς και στη γραφή. Γι αυτό λοιπόν έχουμε ως υπότιτλο στο προηγούμενο βιβλίο της «Κείμενα, ιδεολογία, το πολιτικό» και σε τούτο ’δώ την γραφή ως πολιτική πράξη. Για μένα, και θέλω να το θέσω στην κρίση σας εξαρχής, η σύνδεση αυτή της γραφής με το πολιτικό – ως επαφής με το όριο και τα αποτελέσματα που παράγει – αποτελεί τον πυρήνα του συμβάντος «Τζίνα Πολίτη». Αυτός ο πυρηνικός δεσμός ξεδιπλώνεται σε δύο διακριτούς αλλά αλληλένδετους άξονες: έναν άξονα περιεχομένου και έναν άξονα φόρμας. Για να το πω πιο απλά η Τζίνα δεν αναδεικνύει τον δεσμό αυτό μόνον ως αντικείμενο του λόγου της, δεν τον εντοπίζει απλώς στους ιστορικούς μετασχηματισμούς του λογοτεχνικού συστήματος, το οποίο μελετά. Τον ενσαρκώνει στη γραφή της την ίδια, αναγνωρίζοντας πρώτ’απ’όλα, την πολιτική διάσταση της ίδιας της οπτικής του μελετητή. Σας διαβάζω ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του Περι-διαβάζοντας πριν περάσω στο φετινό βιβλίο: [Καταρχάς για τον δεσμό γραφής και πολιτικού στο ίδιο το λογοτεχνικό αντικείμενο] ... ο στόχος της «περιδιάβασης» δεν εστιάζεται στη σύνταξη μιας γραμμικής ακολουθίας από πρός. Εστιάζεται κυρίως στο πέρασμα, η μορφή του οποίου ρηγματώνει τη γραμμική ακολουθία και αφήνει να αναδυθούν οι αντιφάσεις που σημαδεύουν μια ιστορική εποχή, αντιφάσεις στις οποίες εμπλέκεται τόσο το λογοτεχνικό σύστημα όσο και άλλες πρακτικές λόγου με τις οποίες η λογοτεχνία διαλέγεται ή λογομαχεί. [και λίγο παρακάτω για το πολιτικό ως συστατική διάσταση της ίδιας της γραφής του μελετητή] Προσωπικά, τάσσομαι με τη θέση ότι «η μελέτη των λογοτεχνικών κειμένων δεν μπορεί και δεν πρέπει να διαχωρίζεται από τον κοινό, πολιτικό αγώνα». Γιατί, «οι πρακτικές της λογοτεχνικής μελέτης είναι πολιτικές πέρα για πέρα» (σελ. 14). Στο υπόλοιπο της παρέμβασης μου θα ήθελα να αναδείξω κάποιες από τις μορφές που λαμβάνουν οι δύο αυτές διάστασεις της σχέσης λόγου, γραφής και πολιτικού, αυτού του αξονικού προσανατολισμού στο έργο της Τζίνας, στο βιβλίο της Λόγοι, αντίλογοι, σατιρικά: Η γραφή (μου) ως πολιτική πράξη. Γιατί, τουλάχιστον στη δική μου ανάγνωση, εδώ ο προσανατολισμός αυτός παραμένει και αναπτύσσεται περαιτέρω . Ας δούμε πώς ... Καταρχάς, από την πλευρά του περιεχομένου: * Αυτό γίνεται ιδιαίτερα ορατό, σε ένα πρώτο επίπεδο, μέσα από τις θεματικές που επανέρχονται στο βιβλίο. Πρώτ’απ’όλα στη διαρκή αγωνία της Τζίνας Πολίτη για το πανεπιστήμιο – εδώ συζητά την καταρακωμένη εικόνα του πανεπιστημιακού, αλλά κυρίως τις πολιτικές και θεσμικές προϋποθέσεις τις διδασκαλίας και της έρευνας και τοποθετείται απέναντι στις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών. Σε όλα αυτά τα ζητήματα ο πανεπιστημιακός λόγος συναντά το πολιτικό, τον όρο αλλά και το όριο της κριτικής τελεσφορίας του: «Ο Κριτικός Λόγος ο οποίος εκφέρεται από μερικούς πανεπιστημιακούς δασκάλους, είναι ένας Λόγος με βαθιά επίγνωση ότι σπάνια η εξουσία του μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της κριτικής του, δηλαδή την πραγματικότητα. Έχει, ωστόσο, ο πανεπιστημιακός δάσκαλος ένα χρέος απέναντι στην Ιστορία: να αναπαράγει αυτό το Λόγο και να μην τον αφήσει ποτέ να σιωπήσει. Γιατί στα αρχεία του βρίσκεται κατατεθειμένη όλη η ανθρώπινη διαμαρτυρία, όλη η ανθρώπινη επιθυμία για έναν άλλο, ίσως καλύτερο κόσμο, για μιαν άλλη, ίσως καλύτερη, παιδεία» (σελ. 47). * Μπορεί επίσης κανείς να ανατρέξει στην ενδιαφέρουσα ανάλυση των πολιτικών αμφισημιών και των αντιφάσεων του εκσυγχρονισμού στον άξονα της διάκρισης δημόσιο-ιδιωτικό (σελ. 105), και βέβαια σε μια άλλη επανερχόμενη θεματική: εκείνην της συστατικής όσο και αμφίρροπης σχέσης εξουσίας-παραβίασης-αντίστασης, που νομίζω ότι αποτελεί το κατεξοχήν αντικείμενο κάθε γνήσιου πολιτικού στοχασμού. Αναφερόμενη στον Μπατάιγ μας θυμίζει ότι, πολλές φορές, διονυσιακές εκδηλώσεις έκλυσης βίας συμμετέχουν λειτουργικά στην αναπαραγωγή της εκάστοτε κυριαρχίας (σελ. 55), και, σε ένα άλλο κείμενο, εξετάζει – ξεκινώντας από τον Ραμπελαί και τον Μπαχτίν – τις πολιτικές συνεπαγωγές της καρναβαλικής ανατροπής ιστορικά, καταλήγοντας όμως σε μια, νομίζω, καταλυτική κριτική της αποτελεσματικότητάς της στη σημερινή συγκυρία. Γιατί; Μα, γιατί «το ‘καρναβαλικό’ το έχει προ πολλού οικειοποιηθεί το Σύστημα προβάλλοντας το σε σημείο εμετικό από τηλεοράσεως: πολιτικοί χορεύουν το χορό της κοιλιάς με φιδίσιες γυμνόστηθες γκόμενες, συμμετέχουν με κέφι στο παιχνίδι ‘φάε μια τούρτα στα μούτρα’, ξεκοιλιάζονται στο φαί και στο κρασί ...» (σελ. 168). Πράγματι, μπροστά σε αυτό το διαρκές και ανατροφοδοτούμενο ξέσπασμα κεφιού και γλεντιού που κυριαρχεί στις οθόνες μας, μπροστά στο φάσμα μιας μέχρι εξαντλήσεως «επιβεβλημένης απόλαυσης», ακόμα και η κατατονική απόσυρση μοιάζει περισσότερο απελευθερωτική! Αλλά για να μην υπερβάλλουμε, ίσως να αρκεί η σταθερή παραίνεση της Τζίνας Πολίτη υπέρ της σπουδαίας λογοτεχνίας. Εν τέλει, όπως γράφει, αν είναι να χαθούμε, «Ας χαθούμε αντιστεκόμενοι ... χάριν της σπουδαίας λογοτεχνίας» (σελ. 72). * Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζει και μια άλλη αξονική θεματική – αναφέρομαι στη σχέση και την διαλεκτική ένταση βιώματος-γλώσσας που βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Τζίνας Πολίτη. Προσπαθεί πάντα να αναδείξει μέσα στη γλώσσα εκείνο που την υπερβαίνει, γιατί εκείνο είναι που την κινητοποιεί – εξ ού και το ενδιαφέρον για τη σχέση πάθους-γλώσσας και για τα όρια της γλώσσας στα προηγούμενα βιβλία της (και ο σχετικός τίτλος ενός από αυτά, Στα όρια της γραφής, όπου και συζητά τον Μπέκετ, τον Κάφκα και τον Τζέιμς Τζόυς). Όμως εδώ, ακόμα περισσότερο απ’ ότι σε άλλα βιβλία της, το βίωμα δεν συνιστά απλώς αντικείμενο, αλλά και έναυσμα: «Οι γλωσσικές και ιδεολογικές πηγές των κειμένων ... είναι κυρίως βιωματικές» (σελ. 12) γράφει η ίδια καθώς πολλά κείμενα απαντούν σε συγκεκριμένες ανάγκες και προσκλήσεις ή προκλήσεις των καιρών. Και μάλιστα έναυσμα το οποίο αποτυπώνεται όχι μόνο στο περιεχόμενο, αλλά και στη μορφή των κειμένων. Ας περάσουμε λοιπόν σε ζητήματα φόρμας ... Προσέξτε, λέω «φόρμας» και όχι «φορμαλισμού» καθώς εδώ ακριβώς διακρίνουμε το ίχνος του υποκειμένου σε όλο το βάρος του. Συνήθως, όταν συναντούμε δια ζώσης έναν συγγραφέα ή έναν πανεπιστημιακό που θαυμάζουμε από τα γραπτά του, μάλλον απογοητευόμαστε. Το αντίθετο ισχύει για την Τζίνα Πολίτη. Και όχι απλώς επειδή η βιωμένη επαφή μαζί της υπερβαίνει το νεκρό γράμμα. Αυτό συμβαίνει με αρκετούς. Γιατί λοιπόν; Ίσως επειδή ο λόγος της αγωνίζεται να αποτυπώσει ένα πραγματικό που μπορεί εν τέλει να διαφεύγει, αλλά όχι χωρίς να τον σημαδεύει και να τον εξυψώνει, και όχι χωρίς αυτός – με τη σειρά του – να το συλλαμβάνει και να το μετουσιώνει. Το ίδιο πραγματικό διχάζει το υποκείμενο, και έτσι η διαρκής και έντεχνη περιχαράκωσή του από τη γραφή της Τζίνας αποτελεί, καθώς και η ίδια η γραφή της διχάζεται και μετασχηματίζεται, έναν σπάνιο εναγκαλισμό γλώσσας και βιώματος, ένα πραγματικό συγγραφικό συμβάν. Αν σας έλεγα ότι «η Τζίνα Πολίτη είναι ο λόγος της» θα έπρεπε να ερμηνεύσετε αυτή τη φράση ως ύψιστο υποκειμενικό κατόρθωμα – αν, μάλιστα, μπορώ να επικαλεστώ μια κάποια «αυθεντία» για να στηρίξω αυτή τη διαπίστωση, δεν είναι βέβαια η αυθεντία του λόγου του πανεπιστημίου, αλλά εκείνη του αναλυτικού λόγου, του λόγου της ψυχανάλυσης, η αυθεντία του πάσχοντος αλλά και ομιλούντος υποκειμένου. Αυτός ο ενεργός διχασμός, ο διαρκής μετασχηματισμός, η δυναμική μετουσίωση, συνθέτουν τη δύναμη της γραφής της Τζίνας στο επίπεδο της φόρμας. Ορισμένα τεκμήρια: * Πρόκειται για λόγο αφοσιωμένο, θα έλεγα ακόμα και στρατευμένο στον αγώνα της αριστεράς, αλλά όχι με την παραδοσιακή μονοσήμαντη σημασία της στράτευσης. Έχουμε να κάνουμε με μια στράτευση που δεν διστάζει να λάβει αυτο-κριτικές, εδώ μάλιστα σατιρικές αποστάσεις από τον εαυτό της. Με μια στράτευση που δεν υποτάσσεται στην πολιτική, αλλά αναδεικνύει το πολιτικό: γι αυτό είναι εξ’ ίσου αφοσιωμένη στη μεγάλη λογοτεχνία, στο ακαδημαϊκό ήθος, στον αναστοχασμό, στον κριτικό λόγο. * Πρόκειται για λόγο εικονοκλαστικό που δεν σέβεται τα κατεστημένα όρια μεταξύ των λογοτεχνικών ειδών και συνδυάζει παραγωγικά διακριτές εκφραστικές μορφές. Αυτό είναι, εξάλλου, γνωστό από παλαιότερα. Έτσι, η συλλογή κειμένων της με τίτλο Περί αμαρτίας, πάθους, βλέμματος και άλλων τινών περιελάμβανε και ένα «αυτοβιογραφικό» διήγημα-έκπληξη, ενώ είχα την τύχη να συμπεριλάβω σε έναν τόμο που συνεπιμελήθηκα πρόσφατα στο ΑΠΘ ένα υβριδικό κείμενο της Τζίνας – μια επιστολή της Ισμήνης στην Αντιγόνη, γραμμένη από την ίδια. Το πέρασμα από λόγους σε αντίλογους και, τέλος, σε σατιρικά αποτελεί άλλη μια απόδειξη. * Πρόκειται για λόγο που διασχίζει τη μικροαστική φαντασίωση της ακαδημαϊκής σοβαροφάνειας. Ήδη από τον πρόλογο γράφει: «Οι διανοούμενοι, ιδιαίτερα όταν απευθύνονται σε ένα ευρύτερο, πολύμορφο κοινό μέσα από στήλες εφημερίδων και περιοδικών, δεν πρέπει να περιχαρακώνονται στη σοβαροφάνεια που απαιτεί από αυτούς η αστική κοινωνία. Ας αφήνουν που και που εαυτούς ελεύθερους να πέσουν ‘απ’τα ψηλά στα χαμηλά’ κι αν τσακιστούν, δεν χάθηκε ο κόσμος!» (σελ. 13). * Πρόκειται, εν τέλει, για λόγο που δεν προδίδει ποτέ την ανάγκη κριτικής πολιτικής αναστοχαστικότητας: η Τζίνα είναι το είδος του επιστήμονα που γνωρίζει πολύ καλά πως όταν την καλούν να μιλήσει σε γιορτή οφείλει πρώτ’απ’όλα να μιλήσει για τη λειτουργία της ίδιας της γιορτής ως θεσμού, προχωρώντας σε ιδιαίτερα οξυδερκείς παρατηρήσεις για την ηθική υπόσταση των κοινωνιών μας (σελ. 55-63). Επομένως, η Τζίνα Πολίτη δεν εντυπωσιάζει μόνον με τη θεματική της εμβέλεια, με την ευρυμάθειά της, με τον έλεγχο του(ων) αντικειμένου(ων) της, με τον πλούτο των παραπομπών της και την συνδυαστική χρήση τους. Δεν συγκινεί μόνο και μόνο επειδή ο λόγος της συναρθρώνει – και είναι από τις πολύ λίγες-ους στο παγκόσμιο σκηνικό που κατορθώνουν κάτι τέτοιο τόσο αβίαστα – την αγγλοσαξονική συστηματικότητα με την «γαλλική» φινέτσα. Την αυστηρότητα με την τόλμη. Την ακαδημαϊκή συνέπεια με το προσωπικό στυλ και τη σατιρική διάθεση. Πέρα και πάνω από όλα αυτά, βαδίζοντας στα όρια της γραφής, κατορθώνει να ενσαρκώσει κειμενικά, τόσο ως περιεχόμενο όσο και ως φόρμα, τα διακυβεύματα του βιωμένου διχασμού που σημαδεύει υποκείμενο και συλλογικότητα, το ίχνος του πραγματικού/πολιτικού. Αποτελεί έτσι παράδειγμα για όλους μας. Και τώρα, φθάνοντας στο τέλος ... Προσφιλής μου Τζίνα, δίχως να στο πώ, το καταλαβαίνεις ότι σ’ αγαπώ. Προσφιλής μου Τζίνα, δίχως να στο πώ, το καταλαβαίνουν ότι σ’αγαπώ. Προσφιλής μου Τζίνα, τώρα που στο λέω, τεκμηριωμένα κι όχι βιαστικά,
|