Ομιλία Γιώργου Λιόλιου
25.05.2009
Δεν αποτελεί ζητούμενο στα πλαίσια της αποψινής παρουσίασης το πώς και το γιατί της εμφύλιας σύρραξης, αλλά μόλις να υπαινιχθούμε τις φανερές και υπόγειες διαδρομές που διαμόρφωσαν τον εμφυλιακό και μετεμφυλιακό λόγο, και πως αυτός ο λόγος χειραγώγησε ιδεολογικά τη μετεμφυλιακή γενιά. Άλλωστε, μια απόπειρα αναδρομής στο ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής όπου εκτυλίσσεται η εμπειρία του Ατζακά και η σύστοιχη αναφορά στα ιστορικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα αυτής της εμπειρίας, είναι εκ προοιμίου αδύνατη στα σφιχτά χρονικά πλαίσια μιας εισήγησης. Από την άλλη θα πελαγοδρομεί σε πλήθος παρεκβάσεων που είναι αναγκαίες για την ερμηνεία του φαινομένου της εμφύλιας βίας και των συνεπειών που βίωσε ο τόπος και βέβαια θα περιθωριοποιούσε όσα έχει να μας πει ο ίδιος ο συγγραφέας.
Η κειμενική εμπειρία του Θολού Βυθού δίδει πλείστες όσες αφορμές επισκόπησης και συζήτησης της διάστασης που προτάσσεται ως κυρίαρχη στο έργο και την οποία η ιστοριογραφία (ως ιστορία του νικητή του εμφυλίου) είχε αποσιωπήσει και μόλις την τελευταία δεκαετία επανέρχεται δυναμικά στο ιστοριογραφικό προσκήνιο. Μια ευάριθμη εκδοτική παραγωγή που κινείται, από την συστηματική ιστοριογραφία και φθάνει μέχρι τα έργα μυθοπλασίας, σπάει μια μακρόχρονη σιωπή, διότι ο κόσμος είναι έτοιμος να κουβεντιάσει πλέον τα πάντα. Και είναι έτοιμος όχι μόνο να κουβεντιάσει το γιατί του Εμφύλιου, χωρίς τις αγκυλώσεις, τους δισταγμούς ή τις ενοχές των δεκαετιών που μεσολάβησαν, αλλά και να διευρύνει την οπτική του ιχνηλατώντας σε μια ιστορία, όπως έχει αποκληθεί «από τα κάτω», δηλαδή σε μια ιστορία των υποκειμένων (μειονότητες, γυναίκες, κρατούμενοι κλπ). Συνεπώς, δεν είναι σύμπτωση η εμφάνιση, στο πεδίο του αυτοβιογραφικού λόγου, του Θολού Βυθού. Έπρεπε μάλλον προηγουμένως ο Ατζακάς να ξεμπερδέψει τις παρτίδες του με την ιστορία ώστε να μας δώσει η ωριμότητα της σκέψης του με μια σημαντική χρονικά καθυστέρηση το τάλαντο της γραφής του. Ξεκινώντας από τα Διπλωμένα Φτερά, που κατά την άποψη μου αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για την ανάγνωση στη συνέχεια του Θολού Βυθού, ξετυλίγεται μια τοιχογραφία προσώπων, νοοτροπιών, συμπεριφορών και πρακτικών, εξαιρετικά οικείων στις εμπειρίες και στις αναμνήσεις των περισσότερων Ελλήνων που βίωσαν άμεσα ή έμμεσα τα γεγονότα, αλλά δεν κατάφεραν να τις γράψουν. Για να καταλήξει στο Θολό Βυθό των Παιδοπόλεων, που ως διάσταση της πρακτικής που εφάρμοσαν οι νικητές ελάχιστα γνωστή μας είναι. Η συστηματική επεξεργασία της από ερευνητές ήταν μέχρι σήμερα αποσπασματική και ποτέ δεν την διαβάσαμε στα σχολικά βιβλία και την επίσημη ιστορία. Σε μια βιβλιογραφική έρευνα τίτλων συναντά κανείς μόλις μια ανακοίνωση σε συνέδριο, και δύο τίτλους του 2000 στην αγγλική, ενώ εντυπωσιακό είναι ότι και στις τρεις γνωστές περιπτώσεις συγγραφέων που ασχολήθηκαν με το ζήτημα κανείς δεν ήταν Έλληνας. Ορισμένα δημοσιογραφικά δημοσιεύματα και περιορισμένης θεματικής δυναμικής ανακοινώσεις, ασφαλώς δεν βελτιώνουν σημαντικά την βιβλιογραφική ανεπάρκεια. Τούτη την έλλειψη, ειδικά ως προς τις συνθήκες διαβίωσης και τον προγραμματικό λόγο των Παιδοπόλεων, αναπληρώνει από ιστορική σκοπιά, ο αυτοβιογραφικός λόγος του Ατζακά ο οποίος προστίθεται στα Δάκρυα της Βασίλισσας του Βασίλη Μπούτου και στη Bellaciao του Θανάση Σκρουμπέλου αλλά με μια διαφορά ουσιαστική. Είναι ένας ανόθευτος αυτοβιογραφικός λόγος που χρησιμοποιεί υψηλής ποιότητας υλικά λογοτεχνικής γραφής, επιπλέον όμως ο Ατζακάς δεν στέκεται σε σκάνδαλα. Όχι ότι τα παραβλέπει αλλά δεν τα ψάχνει στον βυθό της μνήμης του. Επιχειρεί ήρεμα, ψύχραιμα και με φυσικότητα να αποδώσει τα αδρά χαρακτηριστικά του πίνακα της μετεμφυλιακής Ελλάδας και μάλιστα από τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων.
Οι Παιδοπόλεις της «Πρόνοιας Βορείων Επαρχιών Ελλάδος», όπως ονομαζόταν επίσημα ο φορέας που επόπτευε η βασίλισσα Φρειδερίκη, όπως και τα «Σπίτια του παιδιού» - παρεμφερής θεσμός της Πρόνοιας, ήταν μια ιδεολογική κατασκευή, που οι σκοποί της δεν χωρούν σε οποιοδήποτε διάλογο αμφισβήτησης. Τα προσκείμενα στο Παλάτι κείμενα της εποχής εκθείαζαν τα αντανακλαστικά της Βασιλικής Πρόνοιας: διότι, «εις το κατά τους απαισίας μνήμης εκείνους καιρούς διενεργούμενον μετά λύσσης και μεθοδικότητος υπό των συμμοριτών παιδομάζωμα, όπερ απετέλει μέγιστον κίνδυνον δια την επιβίωσιν του Έθνους, αφενός λόγω της ούτω συντελουμένης γενοκτονίας και αφετέρου λόγω της διαπλάσεως των βιαίως αρπαζομένων από της μητρικής αγκάλης Ελληνοπαίδων εις αλλοεθνείς καταλύτας παντός Ελληνικού, η Βασιλική Πρόνοια αντεπεξήλθε τελεσφόρως υπό την έμπνευσιν, την ακαταπόνητον δραστηριότητα και την αξιοθαύμαστον πρωτοβουλίαν της βασιλίσσης Φρειδερίκης, συναγειράσης περί εαυτήν εις το θεάρεστον και εθνικώτατον έργον της πλήθος συνεργατών, εμπνευσμένων με ανώτερα εθνικά ιδανικά». Έτσι, από τον Αύγουστο του 1947, οπότε ιδρύθηκαν πέντε παιδοπόλεις, μέχρι το 1949 ο αριθμός των στρατοπέδων στρατευμένης εθνικοφροσύνης εκτινάχθηκε στις 52 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 25.000 παιδιά πέρασαν από τα ιδρύματα ηθικής και εθνικοφροσύνης. Τούτο το παιδοφύλαγμα, όπως χαρακτηρίστηκε ακόμη και από θιασώτες του θεσμού, λειτούργησε ως αντίπαλο ψυχολογικό δέος σε αυτό που ονομάστηκε «παιδομάζωμα». Μια διαδικασία που ο συγγραφέας σχολιάζει σαν ένα σχέδιο με τους πιο σκοτεινούς σκοπούς.
Η ιδέα του παιδοφυλάγματος σε οργανωμένους χώρους δεν ήταν πρωτότυπη. Αντλήθηκε από τα ιδεολογικά προηγούμενα της, όπως τον θεσμό του στρατοπέδου νέων του Χίτλερ και την αποτυχημένη απομίμηση του θεσμού από τον Μεταξά με τις κατασκηνώσεις της ΕΟΝ. Ανεξαρτήτως των δομικών διαφορών μεταξύ των προαναφερθέντων θεσμών, ως συνταγή είχε αρκετή επιτυχία και η κεντρική σκοπιμότητα, την οποία εξόχως αναδεικνύει στο βιβλίο του ο Ατζακάς, παρέμενε η ίδια. Με αφετηριακή αρχή ότι οι νέοι ανήκαν αποκλειστικά στην κρατική εξουσία, αποσκοπούσε αυτή στον γενιτσαρισμό της νεολαίας εναντίον ακόμα και των μελών της οικογένειας τους. Μια αταξική κοινωνία που διαμόρφωνε μεθοδικά την εμπροσθοφυλακή της εθνικοφροσύνης και του κυρίαρχου εθνικού λόγου, από ανθρώπους δηλητηριασμένους με έναν εθνισμό και μια ηθική πιετιστική, μανιχαϊστική, αποκομμένους από την πραγματικότητα της ζωής και από την οντολογία του καθημερινού βιώματος.
Η ιδεολογική χειραγώγηση των παιδιών των Παιδοπόλεων, δεν ήταν πρωτοτυπία της Βασιλικής Πρόνοιας. Ήταν καταστάλαγμα μιας εθνικιστικής και ηθικοπλαστικής υστερίας, που κατασκεύασε και δαιμονοποίησε «αποδιοπομπαίους τράγους». Ξεκινούσε από τον αντισημιτικό και αντικομουνιστικό σκληροπυρηνικό λόγο της ΕΕΕ, διαμορφώθηκε ως κυρίαρχος λόγος στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας για να εξοπλίσει ιδεολογικά τον δαιμονολογικό λόγο και τις πρακτικές των ταγμάτων ασφαλείας και πλήθους δοσίλογων της ξενικής Κατοχής. Κι αφού η ξενική κατοχή ξεμπέρδεψε με τους Εβραίους, απέμεινε ο νικητής των Δεκεμβριανών να ξεμπερδέψει ανενόχλητα και με τον έτερο εσωτερικό εχθρό τους κομμουνιστές. Έχοντας βάλει με βασιλικά διατάγματα χάριτος σε ναφθαλίνη την γερμανική στολή πολλών δοσίλογων, νομιμοποίησε κι αναβάπτισε τη δράση τους, ενώ βρήκε πρόθυμους αρωγούς και σε οργανώσεις που δρούσαν πλατιά στο λαϊκό σώμα, όπως η επίσημη εκκλησία, οι θρησκευτικές οργανώσεις (με κυρίαρχη την εποχή εκείνη την αδελφότητα της Ζωής), τους πρόσκοπους κ.ά
Δεν είναι τυχαίο ότι από την ΕΕΕ ως τον επίσημο κρατικό λόγο, όλοι οι επίσημοι κι ανεπίσημοι φορείς κι οργανώσεις αντλούσαν από το ίδιο ιδεολογικό οπλοστάσιο που στοχοποιούσε τον κοινό εσωτερικό εχθρό, χρησιμοποιώντας ρητορεία καρμπόν και θεωρώντας την εθνική και ηθική διάπλαση των παίδων σαν δικό τους τσιφλίκι. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο το σώμα των προσκόπων όσο και η αδελφότητα της Ζωής (από τις πιο διαδεδομένες οργανώσεις με λαϊκή απήχηση), είχαν την υψηλή εποπτεία του Βασιλιά Παύλου. Μάλιστα, η Ζωή ήταν η θρησκευτική οργάνωση που είχε αναλάβει προνομιακά την ιδεολογική (εθνική και θρησκευτική) κατήχηση των παιδοπόλεων και άλλων ιδρυμάτων της εποχής. Το διακριτικό φλερτ με το Παλάτι που εγκαινίασε ο καθηγητής της Νομικής Τσιριντάνης το 1937 εξελίχθηκε μετά την απελευθέρωση εντυπωσιακά. Η Ζωή απέκτησε μια δυναμική υπολογίσιμη πολιτικά, διαμόρφωσε ένα ακόμα καταφύγιο ιδεών οργανωμένης θρησκευτικότητας και ευσεβιστικής ηθικής. Στο πλαίσιο αυτό εξέδιδε και διακινούσε σε χιλιάδες αντίτυπα αντικομουνιστικά έντυπα, τίτλοι των οποίων εξωραϊσμένοι κυκλοφορούν μέχρι σήμερα, αποδεικνύοντας έτσι ποσό βαθύς κι ανθεκτικός στο χρόνο είναι ο φασίζων δαιμονολογικός λόγος στην Ελλάδα.
Τούτο το σφιχταγκάλιασμα μεταξικής ιδεολογίας, Εκκλησίας, Ζωής, Προσκόπων και Παλατιού, ουδέποτε αναδείχθηκε σοβαρά ιστοριογραφικά, επιβεβαιώνοντας τις αναστολές της ελληνικής κοινωνίας να συζητήσει ακόμα και τώρα με άνεση ένα από τα κυρίαρχα ταμπού της σύγχρονης Ελλάδας. Και είναι εξαιρετικά σημαντικό και σπουδαία η συμβολή του Ατζακά που ανοίγει αυτή την θεματική, από την οπτική του αυτοβιογραφικού λόγου, συμπληρώνοντας τα ήδη γνωστά από τον Χρήστο Γιανναρά στο Καταφύγιο Ιδεών.
Μπορεί από το εγχείρημα που περιγράφει ο Ατζακάς να μην έλειψαν οι αγνότερες προθέσεις και η θυσιαστική ανιδιοτέλεια ανθρώπων. Και ο συγγραφέας κατά τούτο είναι ακριβοδίκαιος, αναγνωρίζοντας τα, όπου κι αν τα συνάντησε. Αλλά όταν πάνω σε αυτές τις προθέσεις θεμελιώνονται η πίστη στις ιδέες και η στράτευση για την επιβολή τους, γίνονται ένα εξαιρετικά επικίνδυνο εργαλείο. Διότι συνιστούν εξωραϊσμένες εκδοχές της ανθρώπινης ανασφάλειας και απενοχοποιητικό διαπιστευτήριο της βίαιης ψυχολογικά ιδεολογικής χειραγώγησης σε ένα εθνικό πλαίσιο το οποίο επιλέγει με το έτσι θέλω η κυρίαρχη εξουσία.
Τούτες οι γραμμές, όπως και ο ίδιος ο Ατζακάς ανάγλυφα περιγράφει στο βιβλίο του, δεν γράφονται ωστόσο για να απενοχοποιήσουν το ιδεολογικό ρεύμα ή τις πρακτικές του ηττημένου της εποχής. Διότι όταν μιλά κανείς για δογματική ακαμψία και για ηθικοπλαστική υστερία, συναντά και στον χώρο του Κομουνιστικού Κόμματος της εποχής εκλεκτικές συγγένειες χειραγωγημένης ιδεολογίας και δογματικής ηθικής, που συνιστούν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος και αναδεικνύουν τη φαυλότητα στην οποία οδηγήθηκε ο τόπος ένθεν κι ένθεν και τη σύγχυση στην οποία περιέπεσε ο σύγχρονος Έλληνας.
Σαν κατακλείδα των προβληματισμών που προηγήθηκαν με αφορμή το βιβλίο του Ατζακά, στέκομαι κάθε φορά που επανέρχομαι σε αυτό, αυτό που διατυπώνει επανειλημμένα το δίδυμο του διαλόγου: Σε ένα ερώτημα που συνιστά την αντινομία της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας: Για ποιο λόγο υποχρεώθηκα σε αυτό το φροντιστήριο εθνικής και χριστιανικής αγωγής? Επειδή είμαι γιος ενός συμμορίτη κατσαπλιά? ‘Η μήπως ενός ήρωα της εποχής, στον ηρωισμό (ή «ηρωϊσμό») του οποίου χρωστάω τα παιδικά μου δεινά?
Ή αλλιώς ειπωμένο: ανατρέχω στον ρητορικό συλλογισμό που διατυπώνει εύστοχα ο Θανάσης Τριαρίδης στο βιβλίο του Κόψε-κόψε ή όταν οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται και τον παραθέτω ελαφρώς παραλλαγμένο: «Αλίμονο/ όλοι έχουμε μιαν προγιαγιά που την βίασαν οι ……../ έναν προπάππο ή έναν προπροπάππο που τον έσφαξαν οι ……./ στη σφαγή της ……..(συμπλήρωσε τα κενά με όποια ονόματα ή τόπους θέλεις). Μα κανείς, κανείς μας, που να πάρει!/ δεν έχει έναν πατέρα παππού προπάππο σφαγέα, βιαστή (δοσίλογο θα πρόσθετα) ή κάτι τέτοιο που έσφαξε, που πρόδωσε, που βίασε/ Κι όλοι, βεβαίως/ τραγουδάμε έναν Ύμνο/ ένα τραγούδι βρε αδελφέ/ για τη Δόξα των προγόνων μας». |
Θολός Βυθός του Γιάννη Ατζακά- Κριτική παρουσίαση*
Σκούπρας Χρήστος
Φιλόλογος του 1ου Λυκείου Βέροιας
Το βιβλίο του Γιάννη Ατζακά Θολός Βυθός είναι ένα αξιανάγνωστο βιβλίο για πολλούς λόγους. Καταρχήν, η πρωτοπρόσωπη μαρτυρία του συγγραφέα για τη ζωή των ορφανών παιδιών στις Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, καταφέρνει να δομήσει πολλά ερωτήματα, απορίες και δευτερεύουσες πλευρές του πρόσφατου παρελθόντος που φαίνεται πως απασχολούν ακόμη τη νεοελληνική κοινωνία.
Στο βιβλίο, μια ψυχαναλυτική νουβέλα ενηλικίωσης, το Παιδί, ο Γιάννης Αρχοντής της αφήγησης, αναμετριέται με την ορφάνια και τον ξεριζωμό από το γενέθλιο χώρο. Η μοίρα και η τύχη του έθεσαν ως έργο από τα μικρά του χρόνια να αναστοχάζεται τον εαυτό του και τις ρίζες του, μέσα από τη συνείδηση των μεγαλύτερων και των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία των παιδουπόλεων. Είναι ένας «ανταρτόπληκτος.» Είναι αποτέλεσμα της εκφραστικής ευστοχίας του συγγραφέα, το γεγονός πως ο ενήλικας αφηγητής, σχολιάζοντας τη μαρτυρία του παιδιού στις παιδουπόλεις, φτάνει στην πηγή-πληγή του Λόγου μετά την ολοκλήρωση μιας ζωγραφικής σύνθεσης, την οποία συνέθεσε ένα καλοκαίρι πριν αποφασίσει να καταγράψει τις μνήμες του από τις παιδουπόλεις.
Το περσινό καλοκαίρι τελείωσε και τη μεγάλη του σύνθεση. Μέρες και μέρες πάλευε να βάλει πάνω σε μια σκουριασμένη λαμαρίνα, που έβγαλε το κύμα, όλο το παιδικό του σύμπαν, τη μαγική κοιλάδα με τα βουνά που την έκλειναν στην αγκάλη τους. Το χωριό στα πόδια μιας απογυμνωμένης πλαγιάς και μετά ο στενός κάμπος με τα χωράφια και τις ελιές. Ένα κομμάτι θάλασσα στο βάθος. Κι όλα να ξεδιπλώνονται τριγύρω από το νερόμυλο του Μαντάνη και το μικρό περιβόλι τους. Έκανε το νερό που ερχόταν από την Αγιά Βασιλική και περνούσε έξω από το κοιμητήρι, να πέφτει από ψηλά πάνω στη φτερωτή του μύλου και μετά να σκάζει αφρίζοντας. Το γαϊδουράκι που, από τη μεριά του χωριού, έφερνε το άλεσμα, και τη μεγάλη καρυδιά να σκιάζει με τα κλαδιά της όλο το μικρό πλάτωμα. Έκανε ακόμη και το γεφυράκι πάνω από το αυλάκι. Τη χαμηλή πεζούλα με το φράκτη και το στενό πορτί της. Μια θημωνιά από κίτρινα στάχυα κοντά στην μπασιά.
Ο ενήλικας αφηγητής παλεύει να τακτοποιήσει πλευρές της προσωπικής του ιστορίας που έχουν σχέση με την οδυνηρή εμπειρία του αποχωρισμού της γενέθλιας γης. Ισχυρίζομαι πως το παραπάνω θέμα του ζωγραφικού πίνακα αποτελεί το ευρύτερο θεματικό μοτίβο της αφήγησης. Ο αθέλητος χωρισμός από το χωριό του, την πρωτεύουσα του καθενός μας, η απώλεια του παιδικού παραδείσου, η στέρηση της αγαπημένης γιαγιάς Βενετιάς και του παππού, αποτελούν την κινούσα αιτία της αφήγησης. Πως πέρασε αυτά τα 6 χρόνια, περιπλανώμενος ο μικρός Γιάννης Αρχοντής ή Αχοντής- ορφανεμένος από την κοιλιά της μάνας του και όχι μόνο από ένα ταπεινό ρο, αφού για χρόνια ήταν γραμμένος ως Αχοντής αντί Αρχοντής στους καταλόγους της παιδούπολης;
Ο συγγραφέας Γιάννης Ατζακάς με τον Θολό Βυθό κατορθώνει να μας δώσει μιαν αποδραματοποιημένη αφήγηση για μια κρίσιμη πλευρά της μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας. Η μαρτυρία του είναι αποκαλυπτική επειδή μέσα από τις λυρικές περιγραφές του τοπίου, (σολωμική αίσθηση αναφερόμενη στα ηθικά διλήμματα που θέτει η ομορφιά της φύσης), κατορθώνει να ανασυστήσει την εσωτερική σύγκρουση ενός παιδιού που προσπαθεί να καταλάβει όσα συμβαίνουν γύρω του στην «αταξική» κοινωνία των παιδουπόλεων. Το Παιδί προσπαθεί να επανενώσει το κομμένο νήμα της προσωπικής του ιστορίας, που τον συνδέει όχι μόνο με τους οριστικά απόντες αλλά και με τον αγνοούμενο; νεκρό; πατέρα του, αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού.
Στην περιπλάνηση του στις Παιδουπόλεις, στον Άγιο Παύλο στο Καστρί, στο Ιωσηφόγλειο της Νέας Σμύρνης, στην Καλή Παναγιά της Βέροιας και στον Άγιο Δημήτριο της Θεσσαλονίκης μαθητεύει στην σπαρτιατική αγωγή, σ’ ένα αυστηρό πρόγραμμα απαγορεύσεων και κανόνων. Σε μια σελίδα του βιβλίου, μπορεί να μετρήσει κάποιος 4-5 απαγορευόταν, 6-7 έπρεπε και 4-5 δεν επιτρεπόταν. Μαθαίνει ακόμα τη βία της γλώσσας, αίσθημα οικείο για όσους μεγάλωσαν στις δεκαετίας του 50 και του 60. «Όλες τις λέξεις εδώ τις μαθαίναμε απ’ ευθείας σε μια γλώσσα που δε τη μιλούσαμε ούτε στα χωριά μας ούτε μεταξύ μας». Μαθητεύει ακόμη στην αγάπη για το ποδόσφαιρο, την επιλογή του Δελαβίνια, του τερματοφύλακα της ΑΕΚ της εποχής, ως προσωπικού ήρωα, επιλογή που ξεκίνησε από την παιδόπολη της Νέας Σμύρνης.
Η επαναληπτική αφήγηση των επισκέψεων της Μεγάλης Μητέρας, της βασίλισσας Φρειδερίκης, τόσο στο Καστρί όσο και στην Καλή Παναγιά δεν είναι καθόλου τυχαία για την οικονομία της αφήγησης. Οι επισκέψεις καταλήγουν πάντα να διαψεύδουν τις προσδοκίες που έχουν καλλιεργήσει τα ορφανά, απομυθοποιούν τη σπουδαιότητα της συγκεκριμένης μητρικής αγκάλης και μεγεθύνουν το τραύμα της προσωπικής απώλειας. «Το μεγάλο παράπονο του Παιδιού είναι πως δεν τους μίλησε ποτέ. Αφού είναι Γερμανίδα ρε, δεν ξέρει ελληνικά, λέγαν τα παιδιά μεταξύ τους». Και οι επισκέψεις της γιαγιάς Βενετιάς, κατά τη διάρκεια των 6 χρόνων αφήνουν ανάμικτα συναισθήματα στο Παιδί. Θυμό και λύπη μαζί για την απώλεια του παιδικού ονείρου, συναισθηματική απόσταση και συνειδητοποίηση των μεγάλων αλλαγών που έχει επιφέρει μέσα του η ζωή στις παιδουπόλεις. Ο αναγνώστης παρακολουθεί πως το μικρό Παιδί ξεπόνεσε και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βρει ένα μέρος για να κλάψει. Η μάνα –γιαγιά, δικαιωματικά ταγμένη στη γενιά των ατέλειωτων βασανισμένων αναλφάβητων ρομιών γυναικών του Παπαδιαμάντη και του Χατζή, παρακολουθεί τις αλλαγές και προσπαθεί να καταλάβει με το μητρικό ένστικτο πως αισθάνεται τ’ αγγόνι της και τι τον απασχολεί.
«Μόλις φάνηκε ο οδηγός, έβγαλε από την πάνινη τσάντα της τη μαύρη φανέλα, ένα σακουλάκι με κουλούρια, μου έβαλε στο χέρι λίγα λεφτά για να βγάλω μόνος μου μια καλή φωτογραφία και σηκώθηκε. Την ώρα που μ’ αποχαιρετούσε, την πήραν τα κλάματα. Μετά κίνησε να φύγει. Ακόμη και τώρα, που έχουν περάσει τόσα χρόνια, ντρέπομαι που το λέω, αλλά, όταν την είδα να μπαίνει στο φορτηγάκι, ένιωσα να φεύγει ένα μεγάλο βάρος από το στήθος μου. Είχα με τα χρόνια ξεπονέσει, φαίνεται. Δεν είχα πια οικογένεια, δεν είχα δικούς, δεν είχα σπίτι, δεν είχα χωριό. Μανάδες μας ήταν τώρα οι ομαδάρχισσές μας, πατεράδες μας οι δάσκαλοι μας, σπίτι μας ο θάλαμος και χωριό μας η παιδόπολη μας η Καλή η Παναγιά, που μας έχει μαζεμένα στη θερμή της αγκαλιά…».
Το Παιδί καθιστά σαφές πως τα τρία χρόνια που πέρασε στην Παιδόπολη της Καλής Παναγιάς ήταν τα καλύτερα. Και για τον αναγνώστη η εξήγηση είναι απλή. Σ’ αυτήν συμβαίνει η μεταμόρφωσή του, από ένα παιδί που αναζητεί μιαν ταυτότητα και απαντήσεις σε εκείνον που βρίσκει απαντήσεις στην καλή επίδοση και στο διάβασμα για το σχολείο, στην ατμόσφαιρα της παρέας. Η λυρική όμως περιγραφή της τοποθεσίας της Καλής Παναγιάς θυμίζει το ζωγραφικό πίνακα του ενήλικα αφηγητή και τον παιδικό του παράδεισο που έχασε στο Θεολόγο της Θάσου.
«Ακόμη και τώρα, κι ας έχουν περάσει πενήντα χρόνια, η μικρή κοιλάδα προβάλλει σαν τότε μπροστά μου. Δεν θα σταθώ στην πρώτη κοφτή στροφή μετά την πύλη, εκεί όπου, ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής, έφυγε κάτω στη ρεματιά το λεωφορείο με τους προσκυνητές. Θα προχωρήσω παραμέσα λίγο στο ξάγναντο πίσω από το ξυλουργείο, όπου υπήρχε ένας μικρός εξώστης με χαμηλό πεζούλι, που εμείς το λέγαμε το «στρογγυλό». Από κει η ματιά σου γλιστρά από τις χιονισμένες κορφές του Βερμίου στις χαμηλές πλαγιές του, στέκεται για λίγο πάνω στις κόκκινες σκεπές και τα πλατάνια της παιδόπολης και χάνεται στο βάθος της πεδιάδας. Η «Καλή Παναγιά» είναι κλεισμένη στην αγκαλιά του βουνού· ανοίγει μόνο προς τη μεριά του κάμπου, που απλώνεται σαν απέραντη πράσινη θάλασσα στα πόδια της… Ο δρόμος κόβει την πλαγιά και χαμηλώνει ως το γεφυράκι της ρεματιάς….». Η ομοιότητα με τον γενέθλιο χώρο και τον πίνακα είναι προφανής.
Οι μνήμες από την Καλή Παναγιά περιγράφουν τις φιλίες που άνθησαν, τον Νίκο Κουλούρη, τον Γιώργο Δουλγερίδη και άλλους, την αγάπη για το σχολείο και το διάβασμα, τους αγαπημένους δασκάλους, Μαρία Καζαμπάκα, Σπύρο Παντρεμένο και Δημήτρη Θεοδωρίδη καθώς και όλες τις γυναίκες και τους άντρες που είχαν κάποιο ρόλο στις εργασίες των παιδοπούλεων. Η ακρίβεια στις περιγραφές διασώζει την αρχιτεκτονική της πόλης των παιδιών, την καρδιά της, την εκκλησία της Παναγίας Δοβρά, τις ομορφιές του φυσικού τοπίου των πλαγιών του Βερμίου. Οι κρύοι χειμώνες, τα κρύσταλλα- σπαθιά, εναλλάσσονται με τις ευωδιές της άνοιξης και τις προετοιμασίες για τον επιτάφιο. Ώσπου να ’ρθει το καλοκαίρι με τις μεγάλες ώρες, το ατέλειωτο παιχνίδι και τις μυστικές εξερευνήσεις του χώρου γύρω από την παιδόπολη, αλλά και το διάβασμα.
Όλες οι χαρές όμως δεν συγκρίνονται με την αγάπη που νιώθουν τα παιδιά για τη νεαρή και όμορφη ομαδάρχισσα την Αλίκη. Η Αλίκη στη χώρα των παιδιών. Η ομορφιά και η καλοσύνη καθιστούν ευκολότερη υπόθεση τον αγώνα για την αναζήτηση ταυτότητας και ενηλικίωσης.
Είναι γεγονός, πως δεν έχουμε ακόμη στην τοπική βιβλιογραφία μια ολοκληρωμένη μελέτη για την ιστορία της Παιδόπολης της Καλής Παναγιάς. Δεν γνωρίζω βέβαια με ποιον τρόπο ο σύλλογος αποφοίτων της Παιδόπολης θα μπορούσε να βοηθήσει σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό που θέλω να υπογραμμίσω είναι πόσο σημαντικό γεγονός είναι η ύπαρξη ενός σώματος φωτογραφιών του Δημήτρη Χαρισιάδη για την παιδόπολη της Καλής Παναγιάς. Ο Δημήτρης Χαρισιάδης, ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες φωτογράφους, γεννημένος στην Καβάλα και μεγαλωμένος σε αστικό περιβάλλον στην Αθήνα, άφησε ένα από τα μεγαλύτερα φωτογραφικά αρχεία. Φέτος (2009) διοργανώθηκε μια μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη και εκδόθηκε πρόσφατα ένας τόμος με φωτογραφίες του.
Ο Δημήτρης Χαρισιάδης φωτογράφιζε τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των «ανταρτόπληκτων», που είχαν μετακινηθεί μακριά από τους τόπους τους, καθώς επίσης τη διανομή στους καταυλισμούς ρούχων, φαρμάκων και τροφίμων. «Εκτός από μέλη της κυβέρνησης», συμπληρώνει η κ. Ιμσιρίδου, η επιμελήτρια της έκθεσης των φωτογραφιών, «ακολουθούσε συχνά τη βασίλισσα Φρειδερίκη κατά τις περιοδείες της στις παιδοπόλεις που η ίδια είχε ιδρύσει, αποδίδοντας με άψογο τρόπο την οργάνωση και τη λειτουργία τους, τη σωματική ευρωστία των παιδιών και τη φαινομενική ευτυχία τους».
Στον Θολό Βυθό οι φωτογραφίες του Χαρισιάδη συνοδεύουν τις ακριβείς περιγραφές του παιδιού, διασώζουν την καθημερινότητα της ζωής του εκεί και δημιουργούν νοσταλγία για την απλότητα του χώρου και της εκκλησίας. Δεν ξέρω πόσο είναι δυνατό αυτό να γίνει, αλλά θα ήταν χρήσιμο η Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βέροιας να εντάξει αυτήν ενότητα των φωτογραφιών στο δικό της φωτογραφικό αρχείο, αποκτώντας το δικαιώματα όσων φωτογραφιών αναφέρονται στην παιδόπολη.
Ο Θολός Βυθός του Γιάννη Ατζακά δίνει έμμεσες απαντήσεις και στο ερώτημα κατά πόσο έληξε ο ελληνικός εμφύλιος τόσο στην κοινωνία, αλλά και κατά πόσο αναπαραστάθηκε όσο του αξίζει στην πεζογραφία. Το γεγονός πως ένα πεζογράφημα για τις έμμεσες συνέπειες του ελληνικού εμφυλίου είχε εκδοτική επιτυχία φανερώνει πως ο εμφύλιος πόλεμος εξακολουθεί να προκαλεί ισχυρό ενδιαφέρον, όχι μόνο στην κοινότητα των ιστορικών, αλλά και σε ευρύτερες ομάδες αναγνωστών. Τις συνέπειες του εμφυλίου φωτίζει, όχι μόνο η αφιέρωση του συγγραφέα «στα παιδιά του εμφυλίου, πικρό καρπό από τα στάχια που θέρισε το δίκοπο δρεπάνι», αλλά και το γεγονός πως η μαρτυρία του εστιάζει στην εσωτερική σύγκρουση που επιβάλλει ο ιδεολογικός σωφρονιστικός λόγος των παιδοπούλεων. Οι συμμορίτες είναι οι κατσαπλιάδες, οι αδίστακτοι, αυτοί που αρπάζουν τα μικρά παιδιά από την αγκάλη της μητέρας πατρίδος. Ναι, το αποδέχομαι, λέει η συνείδηση του Παιδιού, αλλά αν είναι έτσι τότε, «Σκεφτόμουν πως αν ο πατέρας μου ήταν μ’ αυτούς, τότε θα ήταν και αυτός συμμορίτης και κατσαπλιάς και ληστής και όλα εκείνα τα φοβερά πράγματα που έγραφαν αυτά τα βιβλία που μας διάβαζαν. Αυτό όμως, εγώ δεν μπορούσα να το δεχτώ για τον δικό μου πατέρα, όσο λίγο κι αν είχα προλάβει να τον γνωρίσω» (σ. 155)
Ο Θολός Βυθός καταδεικνύει ότι η χειραγώγηση των παιδιών του Εμφυλίου πέτυχε, επειδή ακριβώς ο μηχανισμός δεν κατέφυγε στη βία. Επειδή στις παιδοπόλεις στήθηκε μια αταξική μικροκοινωνία ίσης μεταχείρισης, με εσωτερική δικαιοσύνη και αμεροληψία. Τόση ώστε τα παιδιά με τις στολές δεν αντιλαμβάνονταν την πλύση εγκεφάλου που τους γινόταν, έπαυαν να νοιάζονται για την τύχη των γονιών τους. Σπίτι τους ήταν πια ο θάλαμός τους και η μνήμη τους χαρασσόταν από την αρχή. Η μνημονική αφήγηση του Παιδιού ισχυρίζεται πως τα παιδιά δεν αγαπήσανε τους νικητές αλλά δείχνει, από την προοπτική του ενήλικα αφηγητή, πως κατανοεί και τον τρόπο που η Παιδόπολη φρόντιζε τα ορφανά να έχουν τα απαραίτητα υλικά μέσα επιβίωσης και τη δυνατότητα να μάθουν μια τέχνη για να βγουν στην κοινωνία.
Οι μελετητές συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό πως κανένα πεζογραφικό έργο δεν κατόρθωσε να αποδώσει την αλληλοσφαγή και την τραγικότητα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Ακριβώς επειδή ή μεγάλη ένταση των συναισθημάτων και των χασμάτων που γέννησε η σύγκρουση δεν ήταν δυνατό να αναπαρασταθεί σε μια μεγάλη σύνθεση. Αντίθετα, πιστεύω, πως οι χαμηλόφωνες μαρτυρίες, που δεν διεκδικούν την κατοχή της μοναδικής αλήθειας, διαθέτουν τη δύναμη να αποδώσουν τη δομή της αίσθησης της μετεμφυλιακής εποχής, των αποκλεισμών και των φοβικών συνδρόμων της πολιτείας.
Ο Θολός βυθός ανήκει, κατά την κρίση μου, σ’ αυτήν την κατηγορία. Χωρίς να είναι στις άμεσες προθέσεις του, ο συγγραφέας καταφέρνει να διαγράψει τα όρια του εσωτερικού ψυχολογικού διχασμού, τα όρια του κοινωνικού διχασμού και τις ευρύτερες συνέπειες της ριζικότερης ασυνέχειας της σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας μας, του εμφυλίου πολέμου. Η αποδραματοποιημένη μαρτυρία για τη ζωή στις παιδουπόλεις, μέσα από την προοπτική του βλέμματος ενός Μικρού παιδιού και τον σχολιασμό του βλέμματος από την δεύτερη αφηγηματική φωνή του ενήλικα αφηγητή, οι διαλογικές ψυχοαφηγήσεις, συνθέτουν μια μαρτυρία που πληροφορεί, προβληματίζει και συγκινεί τον αναγνώστη.
Ο μικρός Γιάννης Αρχοντής, έχει σαν τελευταίο σταθμό στις περιπλανήσεις του τον ΄Αγιο Δημήτριο της Θεσσαλονίκης. Μετά από μια έντονη χρονιά με μυήσεις, συμμετοχή σε χριστιανικές ομάδες, αναζήτηση μιας νέας ταυτότητας στο νέο περιβάλλον, ο Γιάννης Αρχοντής αναμετριέται όχι με τους παλιούς ήρωες του, τον Διγενή Ακρίτα, ή τον Δελαβίνια που αποκρούει τις αναποδιές της ζωής. Δεν μπορεί πλέον να παραμείνει τρόφιμος της παιδόπολης, επειδή στην Α΄ Γυμνασίου δεν έβγαλε προβιβάσιμο βαθμό 17 αλλά 16 και 7. Έτσι, λοιπόν, αναμετριέται στη συνέχεια με τις εμπειρίες της ανοιχτής πόλης, τις χριστιανικές οργανώσεις, με τους ήρωες του κινηματογράφου, μέχρι να ξαναγυρίσει στο Θεολόγο της Θάσου μετά από 8 χρόνια περιπλανήσεων.
Ο Θολός Βυθός του Γιάννη Ατζακά ενσωματώνοντας στην αφήγηση τη δομή της μαθητείας και της αναμέτρησης, αποδεικνύει πως η πληγή-πηγή του Λόγου του έδωσε τη δυνατότητα να κερδίσει το παιχνίδι ακόμη κι όταν το κοφτερό δρεπάνι θέρισε την όμορφη κοιλάδα με το άνοιγμα στη θάλασσα, τον παιδικό, γενέθλιο παράδεισο, την πιο κρίσιμη ώρα, στο πέρασμα από το Παιδί στον έφηβο.
* Το κείμενο αποτελεί μια μορφή της εισήγησης στη βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου Θολός Βυθός, Άγρα, Αθήνα 2008, που έγινε στη Βέροια στις 25 Μαΐου 2009. Την εκδήλωση οργάνωσε η Εταιρεία Μελετών και Ιστορίας Πολιτισμού Ν. Ημαθίας, η Δημόσια Βιβλιοθήκη Βέροιας και οι εκδόσεις ΑΓΡΑ
|