Όσο κρατά η κοφτερή «νύχτα του Θεριστή», μπροστά στο σκοτεινιασμένο πέλαγος, ο ώριμος άντρας και το ξεριζωμένο αγόρι εμπλέκονται σε δύο παράξενους και σχεδόν παράλληλους μονολόγους. Ο συγχρονισμός της άγουρης μνήμης με την ύστερη κρίση διχάζει σε δύο όψεις το πρόσωπο του Γιάννη, κάνοντας την ίδια στιγμή τραύμα και ίαση να συνυπάρχουν.
Το Παιδί μιλά ακατάπαυστα, μ’ όλη την άγνοια και την αθωότητα της ηλικίας του, αν και με απροσδόκητη μερικές φορές ακρίβεια· ανασύρει, μέρα με τη μέρα, τα καταχωνιασμένα χρόνια του σε κείνα τα παιδικά στρατόπεδα· διασχίζει ακόμη μία φορά με οδύνη την άνυδρη έρημο, αναζητώντας τη χαμένη πηγή της αληθινής αγάπης. Ενώ οι αραιές «παρεμβάσεις» του ώριμου άντρα μοιάζει να απευθύνονται μόνο στον ίδιο, αφού αυτό που αναζητά, πίσω από τις εμμονές, τις απωθήσεις και τις φοβίες του, δεν είναι παρά το δικό του πραγματικό πρόσωπο.
|