Ομιλία της Κλαίρης Μιτσοτάκη
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΤΖΑΚΑ
Πρώτα πρώτα, το λέμε ευθέως: εκείνο που κατά τη γνώμη μας χαρακτηρίζει και δίνει υψηλή ιεραρχική θέση στα δύο βιβλία του Γιάννη Ατζακά που εμφανίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα στα ελληνικά γράμματα, είναι η γραφή του, κατόρθωμα που συνεπικουρείται από το γεγονός ότι πραγματεύεται θέματα πολύ λεπτά και επώδυνα.
Διπλωμένα φτερά: (χρόνια 1941-1949)μια αυτοβιογραφία της πρώτης παιδικής ηλικίας-Φόρος τιμής στο φύλακα άγγελό της, την γρια-Βενετιά, στην οποία και ανήκουν τα φτερά.Θολός βυθός: (χρόνια 1949-1955)μια αυτοβιογραφία της πρώτης σχολικής ηλικίας-Το χρονικό της ορφάνιας.
Όπως είναι φυσικό για δύο εξιστορήσεις που πηγάζουν από την ίδια φλέβα, ακολουθούνχρονικά η μια την άλλη, υπακούουν στην ίδια χειρονομία, και σε πολλά σημεία συνυφαίνονται, το ένα βιβλίο περικλείει μέσα του το άλλο βιβλίο. Δεν έχεις διαβάσει ολόκληρο το ένα βιβλίο αν δεν έχεις διαβάσεις και το άλλο.Πρόκειται για ένα δίπτυχο που μέσα στο δίπλωμά του νιώθεις πώς θέλει να κρατήσει, να αιχμαλωτίσει το χρόνο. Ίσως επειδή στρατηγικά ο αφηγητής κινείται από το σήμερα προς το παρελθόν μ’ ένα συνεχές παιχνίδι μεταβολής των αποστάσεων και παρεμβολής πολλών ηλικιακών φάσεων και καταστάσεων, πετυχαίνει να δώσει στο υλικό του μια προοπτική βάθους που έρχεται να αντισταθμίσει την συνήθως αναπόφευκτη γραμμικότητα του αυτοβιογραφικού κειμένου.
Για μένα ως αναγνώστη που πρωτοπήρε απροειδοποίητα τα δυο βιβλία στα χέρια του,ο περίγυρος των ιστοριών δεν ήτανάγνωστος. Έτυχε να ζήσω στη Θάσοως έφηβη στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και ο απόηχος του επεισοδίου του Εμφυλίου εκεί έφτασε στ’αυτιά μου μέσα σ’ ένα σύθαμπο μισόλογων και υπονοουμένων. Περπάτησα πολύτο βόρειο τμήμα του νησιού, κι ένιωσα το παράξενο κράμα αυτού τού τόπου του πυκνοφυτεμένου, γεμάτου νερά, με τη θαλασσινή κι αγροτική ζωή, και το αρχαιολογικό του φόντο, που τόσο πολύ δεν έμοιαζε με την Κρήτη.
Κατά δεύτερον, για όσους μεγάλωναν τη δεκαετία του 50 τα πάσης φύσεως Ιδρύματα για παιδιά, Βασιλικά και μη, ήταν μια πραγματικότητα που απασχολούσε τη μεταπολεμική παιδική φαντασία.Θα συνόψιζα μάλιστα όλη την παιδική μου αγωνία, εκ του ασφαλούς μεν πάντως αγωνία, σε μισή σελίδα από το Θολό Βυθό:
“Όση ώρα ο Γιάννης άκουγε μέσα του το Παιδί να μιλά, μάταια πάσχιζε να φέρει στο νού κάτι από το πρόσωπό του. Μια μακρινή λάμψη των ματιών του μόνο, ένα λιανό κλαράκι ανάμεσα στά άλλα παιδιά –όλα βλαστάρια αδύναμα της Κατοχής. Τότε, για πρώτη φορά, σκέφτηκε ότι ακόμα και το Παιδί δεν θα πρέπει να γνώριζε την ίδια του τη μορφή. Για κάποιον άγνωστο λόγο –για να τονιστεί ίσως η αρρενωπότητα των παιδιών ή για να σβηστεί κάθε ίχνος της ατομικότητάς τους- στις παιδοπόλεις δεν υπήρχαν πουθενά καθρέφτες. Ούτε και φωτογραφία του είχε καταφέρει ποτέ να βγάλει –πότε έλειπαν τα λεφτά, πότε ο φωτογράφος. Κι έτσι η μορφή του Παιδιού δεν είχε αποτυπωθεί ούτε στη μνήμη του ούτε στο χαρτί. Η πρώτη φωτογραφία του είναι στην Έκθεση της Θεσσαλονίκης, στα τέλη του Σεπτέμβρη του ’55. Τα μαλλιά του, μεγαλωμένα λίγο, για πρώτη φορά μετά από έξι ολόκλήρα χρόνια, έκρυβαν το παλιό παιδικό σημάδι. Τα μάτια του, πράγματι λαμπερά, κοίταζαν τον φακό κάπως έκπληκτα από τα φώτα και τη βοή της μεγάλης πολιτείας[...] Ήταν φανερό ότι το Παιδί ήθελε να αγνοεί επιδεικτικά τον έφηβο που λίγο αργότερα έγινε. Πίστευε πάντα πώς μπροστά στα δικά του δεινά, στις δικές του παιδοπόλεις –που τις υπερασπιζόταν σαν τη μοναδική του πατρίδα- όλες οι εφηβικές και οι νεανικές αργότερα δοκιμασίες ήταν απλό παιχνίδι, μόνο και μόνο γιατί έγιναν έξω στον κόσμο, δίπλα στους άλλους ανθρώπους, μέσα στην πραγματική ζωή... (Θ. Β., σ.87)
Και τελευταίο αλλά όχι έσχατο, η μυρωδιά του Αγίου Λαυρέντη στο Πήλιο, από τη μία και μόνη φορά που τον επισκέφτηκα δεν έχει φύγει από τη μύτη μου, κι ούτε η εικόνα, που είναι ταυτόχρονα και μη εικόνα, των πυγολαμπίδων που στραφταλίζουν μέρα ακόμα αμέτρητες και άπιαστες μέσα στα σύδεντρα.Καί διαβάζω το όνειρο:
Ήταν λέει στο χωριό ακόμη[...] Τότε, πάνω στα μολυβένια νερά, που άφριζαν τρέχοντας στην κατηφοριά, είδε να επιπλέουν μικρές φωτίτσες, που όμως δεν παρασέρνονταν από την ορμή του νερού ούτε και σβήνανε¨ μόνο τρεμόπαιζαν και χοροπηδούσαν χαρούμενες. Ολόγυρα, κάτω από τα μεγάλα πλατάνια, ήταν μαζωμένος πολύς κόσμος, όλοι χωριανοί, κι ήταν χαρούμενοι σαν σε πανηγύρι. Μόνο αυτός ήταν τρομαγμένος λίγο και ρώτησε έναν μεγάλο δίπλα του. «Αυτές είναι οι ψυχές που βγήκαν από τον Αι-Γιάννη να πιούνε νερό και να δούνε τους ζωντανούς», του είπε. Δεν είχαν λαλιά, ήταν μόνο φως και πάνω από κάθε φωτίτσα κυμάτιζε γελαστό κι από ένα πρόσωπο. Αναγνώρισε την ψυχή της μάνας του και μερικών χωρικών που ήξερε πως είχαν πεθάνει. Ξαφνικά, τα νερά στέρεψαν, κι οι ψυχές χάθηκαν μονομιάς όλες. (Θ. Β., σ.17)
Τρεις χρόνοι: Προσχολικά χρόνια, σχολικά χρόνια, χρόνια της συγγραφής. Τρείς τόποι: Θάσος-Παιδοπόλεις-Πήλιο. Τρεις σταθμοί:Κοιτίδα-ορφάνια-περισυλλογή.
*
Από τη σκοπιά του λογοτεχνικού χάρτη, ο Γιάννης Ατζακάς έχει μια πλούσια γεωγραφία.Και μόνο η «είσοδος» στο έργο του και σε αυτό που ελπίζουμε πως θα αποτελέσει το έργο του, το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου επιγραφόμενο“Oι άνεμοι της μνήμης”, μας δίνει ένα καταφανές στίγμα. Πριν καν προφτάσουμε να τον ρωτήσουμε «Τίς ει;», ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τα διαπιστευτήριά του. Διαλέγει να μας δεξιωθεί στους δύο τόπους, τον ένα της περισυλλογής και τον άλλο της κοιτίδας με ένα zoom, θα λέγαμε, μέσα στη μεγαλειώδη παπαδιαμαντική εικόνα που ανοίγει το καθ’ όλα μέγα διήγημα του Σκιαθίτη Γλυκοφιλούσα.
Διπλωμένα φτερά, κεφάλαιο πρώτο, παράγραφος πρώτη:
“Όλη τη νύχτα στον ύπνο μου άκουγα τον αέρα να ουρλιάζει χωρίς σταματημό μέσα στην καμινάδα του τζακιού. Κατέβαινε παγωμένος από τις κορφές του Ολύμπου και της Όσσας. Στο πέρασμά του σάρωνε τις πλαγιές του Πηλίου, ξεγυμνώνοντας αλύπητα τις καστανιές και τις οξιές από τις τελευταίες φυλλωσιές τους. Περνούσε μ’ ένα άγριο βουητό πάνω από τη σκεπή, καθώς ξετίναζε κορμούς και κλαδιά από τα γύρω δέντρα, και χυνότανε με ορμή κατά το Τρίκερι και τις Σποράδες, στο ανοιχτό πέλαγος. Προς το χάραμα δυνάμωσε περισσότερο και μ’εβγαλε από κάτι ταραγμένα όνειρα. “Πρέπει να σηκωθώ” ήταν η πρώτη σκέψη που έκανα. “Οι δουλειές δεν περιμένουν”. Έξω το σκοτάδι πήρε να γαλατώνει κάπως και να μπαίνει λίγο θαμπό φως από το παραθύρι. “Λάλησε και το τρίτο ορνίθι”, που θα έλεγε και η γριά-Βενετιά, η γιαγιά μου. . .” (Δ. Φ., σ. 9)
Παράγραφος τρίτη
“Στο νησί ο αγέρας ερχόταν μέσα από το ανοιχτό πέλαγος. Περνούσε από το χαμηλό διάσελο της Αγίας Κυριακής, ανάμεσα στις κορφές του Αι-Λια και του Αι-Δημήτρη, χυμούσε μετά στη βαθιά κοιλάδα του Θεολόγου κι έφτανε ώς την άλλη θάλασσα, κάτω στον Ποτό. Κι από κεί, λεύτερος πια τραβούσε κατά τ’ Αγιονόρος. Στο δρόμο του έγδερνε την απογυμνωμένη πλαγιά της Χαλατσούκας. Πέτρα πάνω στην πέτρα. Στα ραγίσματά της μόνο ξεφύτρωναν μερικές πρινιές και λίγα κέδρα, “αγέρθους” τα λέγαμε, όλα γερμένα κατά τη φορά του Θρακιά…” (Δ.Φ., σ. 10)
Γλυκοφιλούσα, παράγραφος πρώτη
Φυσά ο Καικίας κατερχόμενος από τα βουνά της Θράκης και ο Βορράς παγερός αποσπάται μυριοπτέρυγος από τον νεφελοσκεπή και χιονοστέφανον Άθω, και ο Αργέστης ριγηλός καταβαίνει από τον γεραρόν Όλυμπον¨ φρίσσει το κύμα εις την επαφήν της ψυχράς πνοής, φρικιά ο πορφυρούς πόντος από την κραταιάν αύραν, ρυτιδούται η θάλασσα από την αλλεπλάλληλον ραγδαίαν ριπήν, αγριαίνει το πέλαγος, ωρύεται μανιωδώς η καταιγίς, ρήγνυται το κύμα εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους…”
Το κείμενο στα Διπλωμένα Φτερά έχει πολλούς παπαδιαμαντικούς φωτισμούς και τόνους, θεμελιακούς απόηχους από τη φωνή του Ιωάννου, μια ψυχική επάρκεια μαλαγμένη από το ήθος του Σολωμού, μια ομηρικής ασφάλειας και μακρυγιαννικής αφέλειας τοπολογία, και βέβαια δεν μιλώ για τις απευθείας αναφορές και γιατα μόττο, αλλά για τις ανομολόγητες, για εκείνο το υπόστρωμα όπου η παίδευση και οι ροπές του συγγραφέα καταφέρνουν να δημιουργούν πνευματική συγγένεια και όχι απλά «τρόπο». Ας πάρουμε ένα στιγμιότυπο. Διηγείται η γριά-Βενετιά πώς είχανε τοποθετήσει στο χαγιάτι του σπιτιού τους την επιτύμβια στήλη που είχαν βρεί στο χωράφι τους, στο Παλίρι, με την επιγραφή «Αυρ. Πρόκλος Χαίρε»:
«Ο πάππος σου, όταν τον έπιανε το μεράκι κι έπινε κανέ κρασί παραπάνω, σήκωνε κι αυτός το ποτήρι του κι έπινε στην υγειά. “Τί στην υγειά μας, καθέσαι τώρα και λες, χριστιανέ μου”, του έλεγα, “ο άνθρωπος έχει χρόνια και ζαμάνια αποθαμένος”. “Πάψε εσύ, γριά. Πέρα από τον αργαλειό και τη ρόκα σου, άλλο δεν νιώνεις εσύ. ‘Εμείς μιλάμε για τοκτήμα, πώς ήτανε στον καιρό του”». (Δ. Φ., σ. 28)
*
Η γραφή, η ίδια η πράξη της γραφής κατέχει κεντρική θέση στη θεματολογία του Γιάννη Ατζακά. Κατ’ αρχάς και στα δύο βιβλία ο συγγραφέας απευθύνεται προς εαυτόν. Στα μεν Διλωμένα Φτερά ώς Εσύ. ΣτοΘολός Βυθός προχωρά ακόμη περισσότερο: στήνει έναν ολόκληρο μηχανισμό, που διατρέχει πέρα ώς πέρα το βιβλίο, για την ανάδυση της φωνής του Παιδιού, που είναι και το ζητούμενο. (Κατα τη διαδικασία αυτή το Παιδί γίνεται πρώτο πρόσωπο και ο ώριμος συγγραφέας τρίτο πρόσωπο). Η γραφή τον απασχολείγιατί συνιστάτο μόνο τρόπο, τη μόνη κλίμακα, να γυρίσει πίσω σε βαθειά καταχωνιασμένα τραυματικά κοιτάσματα μνήμης που θέλει να τα κάνει παρόντα, με όλον τους τον πλούτο, όλες τις λεπτομέριες, όλον τον παλμό της ζωής τους. Ίσως αυτό να προσδίδει μια δροσερή αρχαικότητα στο κείμενο του Θολού Βυθού, μιαν αρετή σπάνια, ζωτική. «Μόνον ο λόγος -η γραφή καλύτερα-», λέει ο ίδιος, «είναι το κοφτερό μαχαίρι που χαράζει ώς το κόκκαλο».
Ο Θολός Βυθός είναι μια κατάβασηστους σφραγισμένους χώρους της απώθησης. Παρακολουθούμε τον συγγραφέα στην πολύχρονη δοκιμασία τουνα αποκαταστήσει επικοινωνία μαζί τους. Σκέφτεται, αποτιμά, εικονογραφεί, αλλά η αφήγηση δεν μπορεί να φτάσει το πρόσωπο που ήταν κάποτε και που θα απλώσει μπροστά μας το εξάχρονο ημερολόγιό της ορφάνιας του.Η επανάληψη ωστόσο σ’αυτή την ώριμη ηλικίαενός ονείρου παιδικού, η εμφάνιση του προσώπου της μάνας εν ονείρω, αυτή η παιδική νέκυια, στέκεται το εφαλτήριο της αφήγησης. Από το σημείο εκείνο και μετά, ο διάλογος του τριτοπρόσωπου συγγραφέα με το Εσύ-Παιδί είναι ένας διάλογος προσέγγισης, κριτικής, αυτο-ανάλυσης και, εφ’όσον καταγράφεται ως εξιστόρηση, απελευθέρωσης.
Παιδοπόλη στο Καστρί της Αθήνας, Ιωσηφόγλειο Ορφανοτροφείο Αθήνας, Παιδόπολη της Καλής Παναγιάς στη Βέροια,Παιδόπολη Άγιος Δημήτριος στη Θεσσαλονίκη, παιδοπόλεις, που πάει να πειορφανοτροφεία και ιδεολογικά επιμορφωτήρια για τα παιδιά που το μετεμφυλιακό καθεστώς προσπαθούσε να αποσπάσει από την επιρροή των αντιπάλων του, που πάει να πει επίσης στοιχειώδη γράμματα, ομαδική σχεδόν στρατιωτική ζωή, ριζικές άλυτες απορίες, μοναξιά ανάμεσα στους άλλους, φασματική προστασία της Καλλίτερης Μητέρας, κανένας καθρέφτης.
«Το είχε μάθει με τον καιρό πώς δεν υπάρχει βαρύτερη μοναξιά από εκείνη μέσα στους άλλους¨ και δεν είναι καμιά στέρηση της αγάπης σκληρότερη από κει όπου η αγάπη προναγγέλεται, αλλά ποτέ δεν εμφανίζεται, που διακηρύσσεται, αλλά ποτέ δεν πραγματώνεται». (Θ. Β., σ. 88)
(Εδώ επιτρέψετέ μου μια μικρή παρέκβαση. Πίσω από αυτή την φράση δεν ακούμε, άραγε, την αντίστιξη αλλά όχι αντίκρουση στα λόγια του Παύλου, «η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία. Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.»)
Εντούτοις, πέραν της τεχνήεσσας σκηνοθεσίας των δύο προσωπείων του καθ’ ύλην συγγραφέα, ως Παιδί και ως Ώριμος άντρας, ηπεριγραφική απλοϊκότητα, η γραμμικότητα και μια ρυθμική επαναληπτικότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης του Παιδιού δίνουν στησχεδόν ημερολογιακή αυτοβιογραφία του μια χροιά συναξαριού. Συγχρόνως όμως, οπαράλληλος λόγοςΠαιδιού και ώριμου Συγγραφέα, ο διάλογος ανάμεσα στα αισθήματα, τα συναισθήματά και τις κρίσεις ή τις μη κρίσεις τους, προικίζουν τούτο το αυτοβιογραφικό κείμενο με ένα σχεδόν μυθιστορηματικό βάθος. ΟΘολός Βυθός θα μπορούσε, από αυτή την σκοπιά να είναι ένα μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα με θέμα τη μοναξιά και με ταπαρακάτω κεφάλαια:
*
Ξαφνικά μπήκε η άνοιξη...
Το καλοκαίρι πήρε να τελειώνει...
Είχε μπεί ο Σεπτέμβρης...
Ο χειμώνας του 53 έπεσε βαρύς στις πλαγιές του Βερμίου...
Οι μέρες είχαν αρχίζει να μεγαλώνουν...
Είχε μπει ο Απρίλης...
Κόντευε Πάσχα...
Το καλοκαίρι πήγαινε προς το τέλος του...
Κι ήρθαν ξανά οι ομίχλες, ήρθαν οι βροχές, ήρθαν οι παγωμένες νύχτες κι ήρθαν τα Χριστούγεννα.
*
Δεν είναι βέβαια μόνο η πολυπρισματικότητα στην οργάνωση των φωνών του βιβλίου που δίνει εύρος στην αφήγηση, είναι και η αισθηματική σχέση του με τη γλώσσα, το ζυγιασμένο συναίσθημα στη γέννηση του κειμένου που του δίνουν ύψος. Ακρίβεια στη λέξη, ρυθμός στη φράση, σβέλτο σκιτσάρισμα των σκηνών, καθαρότητα στην εικόνα, στοχαστική αντιπαράθεση διαφορετικών στιγμών της συνείδησης, είναι το πλούσιο υλικό που κατεβάζει στη λογοτεχνικές εκβολές του. Και όσο για τον μικρόκοσμο των λογοτεχνικών ηθών μας, απλοχεριά, ειλικρίνια, ευγένεια.
|