Ομιλία του Γιάννη Καλιφατίδη
Jean Améry
Ενοχή και εξιλέωση ή έγκλημα και τιμωρία;
Αφορμή για το θέμα αυτής της ομιλίας στάθηκε το δίλημμα που είχε γεννηθεί μέσα μου όταν ήρθε η στιγμή να επιλέξω τον τίτλο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Jean Améry JenseitsvonSchuldundSühne. Στα γερμανικά, ο τίτλος μεταφράζεται κατά λέξη ως «Πέραν της ενοχής και της εξιλέωσης». Να όμως που ως SchuldundSühne(Ενοχή και εξιλέωση) σταδιοδρομούσε –τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα– στη Γερμανία το μυθιστόρημα του Ντοστογέβσκι Έγκλημα και τιμωρία. Θα πήγαινε λοιπόν χαμένος ο υπαινιγμός του Αμερύ για το μυθιστόρημα του Ρώσου συγγραφέα;
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Η πρώτη γερμανική έκδοση του βιβλίου Έγκλημα και τιμωρία (1887) έφερε απλώς ως τίτλο το όνομα του κεντρικού ήρωα, δηλ. Ρασκόλνικοβ (Raskolnikow). Έναν χρόνο αργότερα, το 1888, το βιβλίο επανακυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση με τον τίτλο Η ενοχή και η εξιλέωση του Ρασκόλνικοβ (Raskolnikow’s Schuld und Sühne). Πρόκειται, προφανώς, για μια επιλογή υπαγορευμένη από την ηθικοπλαστική παράδοση της γερμανικής κοινωνίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Ανάμεσα στο 1891 και στο 1912 ακολούθησαν άλλες τέσσερις μεταφράσεις του έργου. Όλες έφεραν τον τίτλο Ενοχή και εξιλέωση, ενώ το 1908 είχε μεσολαβήσει μια άλλη μετάφραση η οποία τιτλοφορούνταν Rodion Raskolnikoff. Το 1921 και το 1924 κυκλοφόρησαν στα γερμανικά δύο νέες μεταφράσεις του βιβλίου υπό τον τίτλο Έγκλημα και Τιμωρία (VerbrechenundStrafe), ενώ όλες οι μεταγενέστερες μεταφράσεις (δέκα συνολικά) μέχρι το 1994 έφεραν τον τίτλο Ενοχή και Εξιλέωση. Τέλος, το 1994 κυκλοφόρησε μία από τις πιο έγκυρες μεταφράσεις του έργου υπό τον τίτλο Έγκλημα και Τιμωρία, σε μετάφραση της Ρωσίδας μεταφράστριας Swetlana Geier (1923-2010), η οποία ζούσε από το 1943 στη Γερμανία και μετέφραζε στα γερμανικά από τη μητρική της γλώσσα.
Στη συνέχεια θέλησα να πληροφορηθώ τι επιλογές είχαν κάνει μεταφραστές και εκδοτικοί οίκοι σε άλλες χώρες. Η σύντομη έρευνά μου στο Διαδίκτυο απέδωσε τα εξής αποτελέσματα: Στην πραγματικότητα, μόνο η γαλλική έκδοση διατηρεί στον τίτλο της τη συνάφεια ανάμεσα στο έργο του Ντοστογέβσκι και σε εκείνο του Αμερύ. Παραπέμποντας ευθέως στο Έγκλημα και τιμωρία (Crimeetchâtiment), το βιβλίο του Αμερύ μεταφράζεται ως Par-delà lecrimeetlechâtiment. Αντίθετα, η αγγλική έκδοση παρακάμπτει το πρόβλημα με έναν έξυπνο ελιγμό. Αγνοώντας δηλαδή την παραπομπή στο έργο του Ντοστογέβσκι (Crimeandpunishment), αποδίδει το έργο του Αμερύ ως Atthemind’slimits (Στα όρια του νου). Μια μεικτή λύση επινοεί ο Πολωνός μεταφραστής: Ενώ το βιβλίο του Ντοστογέβσκι φέρει στα πολωνικά τον τίτλο Έγκλημα και τιμωρία, το βιβλίο του Αμερύ τιτλοφορείται Πέραν της ενοχής και της τιμωρίας, ενώ παρεμφερής είναι και η λύση που δίνει η ολλανδική έκδοση. Τέλος, στα εβραϊκά (τουλάχιστον απ’ όσο με πληροφόρησε μια Εβραία φίλη και μεταφράστρια που ζει και εργάζεται στο Βερολίνο), το έργο του Ντοστογέβσκι ονομάζεται Αμαρτία και Τιμωρία, ενώ εκείνο του Αμερύ κυκλοφορεί ως Πέραν της ενοχής και της εξιλέωσης, μένοντας πιστό στον γερμανικό τίτλο.
Όπως λοιπόν φαίνεται, δεν είναι μόνον ο Έλληνας μεταφραστής αυτός που με την επιλογή του τίτλου «προδίδει» τρόπον τινά την πρόθεση του Améry να παραπέμψει στον Ντοστογέβσκι. Θα έλεγα μάλιστα πως είναι φανερό ότι (με εξαίρεση τους Γάλλους) το ζήτημα του τίτλου απασχόλησε μεταφραστές και εκδότες και σε άλλες χώρες και ότι –όπως είδαμε– οι επιλογές διαφέρουν.
Είναι γεγονός ότι επιλέγοντας ως τίτλο το Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση θυσίασα τον υπαινιγμό του Αμερύ για τον Ντοστογέβσκι. Το ερώτημα που γεννήθηκε μέσα μου ήταν το εξής: Αν ο καθιερωμένος γερμανικός τίτλος του βιβλίου του Ντοστογέβσκι δεν ήταν Ενοχή και εξιλέωση αλλά Έγκλημα και τιμωρία, θα τον επέλεγε άραγε ο Αμερύ ως τίτλο του δικού του βιβλίου; Με άλλα λόγια, θα το ονόμαζε «Πέραν του εγκλήματος και της τιμωρίας»;
Στην πραγματικότητα, το βιβλίο του Αμερύ δεν μιλά για το έγκλημα και την τιμωρία αλλά για την ενοχή και την εξιλέωση και για το βρίσκεται πέρα από αυτές. Άλλωστε, όπως γράφει και ο ίδιος ο Αμερύ στον πρόλογο της πρώτης γερμανικής έκδοσης, «σε τούτες τις σελίδες, τις πιθανώς ανεπαρκείς αλλά γραμμένες με πάσα ειλικρίνεια, γίνεται αρκετός λόγος για ενοχή (Schuld) και για εξιλέωση (Sühne), μιας και δεν ήθελα να φανώ επιεικής ούτε απέναντι στις ευαισθησίες των άλλων ούτε και στις δικές μου. Εντούτοις, δεν παύω να πιστεύω ότι τα συμπεράσματα της μελέτης εκτείνονται πέρα από το ζήτημα της ενοχής και εξιλέωσης. Απλώς περιγράφω την κατάσταση ενός εκμηδενισμένου, αυτό είναι όλο».
Αν φέρουμε στο νου μας το βιβλίο του Ντοστογέβσκι, ίσως τελικά η γερμανική απόδοση του τίτλου αποδεικνύεται απολύτως δικαιολογημένη, ιδίως αν ιδωθεί –όπως είπα και νωρίτερα– στο πλαίσιο της γερμανικής κοινωνίας της δεκαετίας του 1880. Άλλωστε η ίδια η σκηνή του εγκλήματος δεν καταλαμβάνει παρά μία δύο σελίδες. Ακολουθεί, στο τέλος του πρώτου τόμου, μια συζήτηση ανάμεσα στον Ρασκόλνικοβ και στον δαιμόνιο ανακριτή Πορφύρη Πετρόβιτς γύρω από το δικαίωμα των εκλεκτών τούτου του κόσμου να διαπράττουν εγκλήματα για να ευεργετήσουν τάχα τον κόσμο. Στη συνέχεια, στον δεύτερο τόμο, ο Ρασκόλνικοβ αποκαλύπτει συνοπτικά στη Σόνια τους λόγους που τον οδήγησαν στο έγκλημα. Κατά τα άλλα, ο Ντοστογέβσκι δεν εστιάζει τόσο στο έγκλημα και στην τιμωρία όσο στο ζήτημα της ενοχής και της εξιλέωσης του φονιά, στην επώδυνη πορεία του να ανακτήσει τη χαμένη του γαλήνη, γεγονός που –κατά τη γνώμη μου– δικαιολογεί και την επιλογή του γερμανικού τίτλου. Από τη στιγμή που ο Ρασκόλνικοβ αποφασίζει να παραδοθεί στη δικαιοσύνη, από τη στιγμή που επιλέγει τον «επίπονο δρόμο του μαρτυρίου», «τα πάντα μέσα του μαλάκωσαν και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα».
Ωστόσο, μολονότι προσπαθεί να δικαιολογήσει το έγκλημά του προσδίδοντάς του όχι μόνο ηθική αλλά και θεολογική διάσταση, αναλαμβάνοντας τρόπον τινά τον ρόλο της Θείας Πρόνοιας και λέγοντας ότι εγκλημάτησε για έναν ανώτερο σκοπό, («Ήθελα να γίνω Ναπολέοντας» όπως λέει χαρακτηριστικά), στο τέλος παραδέχεται ότι «δολοφόνησα τον εαυτό μου! Συνέτριψα τον εαυτό μου, μια για πάντα, ανεπανόρθωτα».
Όμως, μια παρόμοια παραδοχή δεν απαιτεί και ο Αμερύ από το γερμανικό έθνος; Και μήπως αυτό δεν έχει συμβεί και με τους επιζώντες του Άουσβιτς, που έχουν συντριφθεί ανεπανόρθωτα, χωρίς μάλιστα καν να το επιλέξουν (σε αντίθεση με τον μυθιστορηματικό ήρωα); Διότι στον Ντοστογέβσκι ο ήρωας εξιλεώνεται για το έγκλημά του και οδηγείται –όπως διαβάζουμε στον επίλογο– «στη χαραυγή ενός νέου μέλλοντος και στην ανάσταση σε μια καινούρια ζωή». Κατάδικος πια στα κάτεργα της Σιβηρίας, διαβάζει ευλαβικά το Ευαγγέλιο που φυλά κάτω από το μαξιλάρι του.
Αντίθετα, ο Αμερύ, από την πρώτη κιόλας μέρα της σύλληψής του, υφίσταται φρικτά βασανιστήρια, χάνει το δικαίωμα να ορίζει ο ίδιος το σώμα του, ενώ στο Άουσβιτς χάνει και κάθε στήριγμα που πίστευε ότι θα μπορούσε να του προσφέρει η διανόηση, η πνευματική καλλιέργεια, η μουσική, η φιλοσοφία, η ποίηση. Ως αγνωστικιστής διανοούμενος είναι ανίκανος να βρει στήριγμα στη θρησκεία ή στην επανάσταση.
Αφού αμφιταλαντεύτηκα αρκετές φορές ανάμεσα στους δύο τίτλους, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο του Αμερύ έκριναότι ο τίτλος «Πέραν του εγκλήματος και της τιμωρίας» θα περιόριζε εξ ορισμού το θέμα στους θύτες. Επομένως, κατέληξα στον τίτλο Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, μιας και η ενοχή δεν βαρύνει μόνο τους θύτες αλλά και τα θύματα, τον εκμηδενισμένο επιζήσαντα της ναζιστικής θηριωδίας, στην προσπάθειά του να υπερβεί το ανυπέρβλητο, να ζήσει με την εμπειρία του Άουσβιτς, να συνειδητοποιήσει ότι μοναδικό μέλημα της μεταπολεμικής Γερμανίας ήταν να απωθήσει, να αποκρύψει ή ακόμα και να παραποιήσει το παρελθόν της στον βωμό του οικονομικού θαύματος (ας θυμηθούμε περιπτώσεις συγγραφέων, ιδρυτικών μάλιστα μελών της Ομάδας 47, όπως ο Άλφρεντ Άντερς και ο Γκύντερ Γκρας). Ας μην εκπλησσόμαστε λοιπόν αν σε ένα κράτος όπου κατά τη δεκαετία του 1960 τολμά να γίνεται λόγος για παραγραφή των ναζιστικών εγκλημάτων, σε ένα κράτος ο μηχανισμός του οποίου απαρτίζεται λίγο ή πολύ από πάλαι ποτέ επίδοξους ναζί, σε ένα σύστημα ανίκανο να λειτουργήσει ως κράτος δικαίου, σε μια χώρα που επανεξοπλίζεται στρατιωτικά για να αντιμετωπίσει τον υποτιθέμενο εξ Ανατολών κίνδυνο, ο Αμερύ αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή του και να πει: Φτάνει! Ως εδώ! Θα σας πω εγώ πώς έχουν τα πράγματα.
Όπως είπα και παραπάνω, η ενοχή δεν βαρύνει μόνο τους θύτες αλλά και τα θύματα της γενοκτονίας – ή μάλλον της καταστροφής, όπως γράφει ο Αμερύ.
Στη δεκαετία του 1950 o γερμανικής καταγωγής Αμερικανός ψυχαναλυτής William Niederland άρχισε να εξετάζει επιζώντες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ερευνώντας και τεκμηριώνοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αντιδράσεών τους, εισήγαγε το 1961 τον όρο «σύνδρομο του επιζώντος».
Η ανθρώπινη ύπαρξη που παρατείνεται πέρα από την εμπειρία του θανάτου έχει το συναισθηματικό κέντρο της σε ένα αίσθημα ενοχής – της ενοχής του επιζώντος, την οποία ο Νήντερλαντ διέγνωσε ως το βαρύτατο ψυχικό φορτίο όσων διέφυγαν τον θάνατο. Όπως αναφέρει, το γεγονός ότι η ενοχή αυτή βαρύνει τους επιζώντες και όχι τα εκτελεστικά όργανα των ναζιστικών εγκλημάτων, συνθέτει την πιο μακάβρια ειρωνεία. Δέσμιοι ενός αισθήματος καταδάμασης και συρρίκνωσης, μαστιζόμενοι αδιάκοπα από αισθήματα προσωπικής δυσαρέσκειας και από κρίσεις μελαγχολίας, παραδομένοι στην απάθεια και στην παραίτηση, οι επιζώντες σέρνουν μέσα τους ένα ανεξίτηλο βαθύ ψυχικό τραύμα, ενθύμιο της συνάντησης με τον θάνατο στις πιο φρικιαστικές εκφάνσεις του.
Ανάμεσα στις ανεπίστρεπτες συνέπειες μιας τέτοιας φρίκης, την οποία οι κρατούμενοι ήταν αναγκασμένοι να προσπερνούν με αδιαφορία, συγκαταλέγεται και η αποτύπωση ενός μόνιμου εγγράμματος, όχι μόνο στον πήχη του χεριού αλλά και στην ψυχή κάθε επιζώντος, καθώς επίσης και μια μακρά σειρά από βαριές σωματικές βλάβες, τις οποίες ο Νήντερλαντ απαριθμεί στις ψυχαναλυτικές του μελέτες: ψυχοκινητικές διαταραχές, οργανικές βλάβες του εγκεφάλου, παθολογικές διαταραχές του καρδιακού, κυκλοφορικού και πεπτικού συστήματος, ελάττωση της γενικής ζωτικότητας και πρώιμη γήρανση. Ανεξάρτητα από τα ιατρικά πορίσματα που ο Νήντερλαντ καταθέτει για την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, και τα οποία φανερώνουν ότι η πορεία της ατίμωσης των θυμάτων εξακολούθησε ακόμα και κατά την περίοδο της λεγόμενης «αντιπαράθεσης με το παρελθόν» στη μεταπολεμική Γερμανία, τα κείμενα του Αμερύ αρκούν από μόνα τους για να δώσουν μια ικανοποιητική εικόνα του πόσο αβάσταχτη καταντά η ζωή όταν μοναδικός προορισμός σου είναι ο θάνατος, όταν τα πάντα στρέφονται γύρω από το μόνιμο ερώτημα «πότε θα σημάνει και η δική μου ώρα».
Εκτενή λόγο περί της ενοχής των επιζώντων κάνει ασφαλώς και ο Πρίμο Λέβι, μιλώντας για το αίσθημα ενοχής και για τη δυσφορία που συνόδευε τους κρατούμενους κατά την απελευθέρωση του Άουσβιτς, για τη συνείδηση ότι «επέζησες στη θέση κάποιου άλλου», «ότι ο καθένας είναι ο Κάιν του αδελφού του, ότι παραγκώνισε τον πλησίον του και ζει στη θέση του».
Επίσης, σε άλλο σημείο ο Λέβι αναφέρει: «Εμείς οι επιζώντες είμαστε μια ελάχιστη αλλά και αφύσικη μειονότητα: είμαστε αυτοί οι οποίοι, από παράβαση ή επιδεξιότητα ή τύχη, δεν έφτασαν στον πάτο. Οι αυθεντικοί μάρτυρες είναι αυτοί που βούλιαξαν. Αυτοί είναι ο κανόνας, οι επιζώντες είναι η εξαίρεση».
Με τη σειρά του, ο Αμερύ γράφει: «Να όμως που ένα τέτοιο έγκλημα εις βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων, συντελεσμένο με οργανωτική αξιοπιστία και σχεδόν επιστημονική ακρίβεια από έναν άκρως πολιτισμένο λαό, ναι μεν θα θεωρείται στο μέλλον λυπηρό, αλλά σε καμία περίπτωση πρωτοφανές. Τα πάντα θα βουλιάξουν κάτω από το γενικόλογο ιδεολόγημα «αιώνας της βαρβαρότητας». Εμείς, τα θύματα, θα είμαστε εντέλει εκείνοι που θα εμφανιστούμε ως οι πραγματικοί αδιόρθωτοι, οι ασυμφιλίωτοι, οι εχθρικώς διακείμενοι απέναντι στην Ιστορία, οι αντιδραστικοί με την κυριολεκτική σημασία της λέξης – και το μόνο εργατικό ατύχημα θα είναι σε τελευταία ανάλυση το γεγονός ότι ορισμένοι από εμάς όντως επέζησαν».
Επομένως, πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, πέρα από τον Ντοστογέβσκι, βρίσκεται η εμπειρία του Άουσβιτς, το τέλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η γενοκτονία των Εβραίων η οποία έχει ως γνωστόν μακρά παράδοση σε ολόκληρη την Ευρώπη τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα. Πέρα από το έγκλημα και την τιμωρία των ενόχων, βρίσκεται η εμπειρία του συνανθρώπου ως αντι-ανθρώπου – μια εμπειρία η οποία παραμένει χαραγμένη μέσα στο θύμα με τη μορφή συμπυκνωμένου τρόμου, στερώντας του τη θέα σε έναν κόσμο που διέπεται από την αρχή της ελπίδας. Όπως παρατηρεί εύστοχα ο συγγραφέας, «όποιος βασανίστηκε εγκαταλείπεται άοπλος στα χέρια του φόβου. Στο εξής, ο φόβος θα κρατά πάντα τα ηνία της ύπαρξής του».
Μετά την απελευθέρωσή του από το Άουσβιτς, ο Αμερύ δεν επιστρέφει στη χώρα του, ενώ αποφεύγει να μιλήσει γερμανικά, πόσο μάλλον να καταθέσει τους στοχασμούς του γύρω από το Άουσβιτς. «Δεν θα έλεγα ότι όσον καιρό σιωπούσα είχα λησμονήσει ή “απωθήσει” τα δώδεκα χρόνια που σημάδεψαν το πεπρωμένο όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και της ίδιας μου της ζωής. Επί δύο ολόκληρες δεκαετίες αναζητούσα τον χρόνο που ήταν αδύνατον να έχει χαθεί, μόνο που δυσκολευόμουν αφάνταστα να μιλήσω γι’ αυτό».
Όπως είπα και παραπάνω, ο Αμερύ λύνει τη σιωπή του τη δεκαετία του 1960, όταν στη Γερμανία αρχίζει να γίνεται λόγος για την παραγραφή των αδικημάτων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Ωστόσο, ο ίδιος δεν ενδιαφέρεται τόσο για την απόδοση δικαιοσύνης, αφού θεωρεί αναρμόδιο και ακατάλληλο το γερμανικό δικαστικό σύστημα, αλλά για τον κίνδυνο της λήθης, για τον κίνδυνο ότι η κοινή συνείδηση ενδέχεται να πάψει να θυμάται το έγκλημα, για την απειλή που απορρέει για τις μελλοντικές εποχές από μια τέτοια επιλογή.
Αναφερόμενος στην έννοια της συλλογικής ενοχής, ο Αμερύ γράφει: «Ασφαλώς και πρόκειται για καθαρή ανοησία, στον βαθμό που υπαινίσσεται ότι η κοινότητα των Γερμανών διέθετε κοινή συνείδηση, κοινή βούληση, κοινή πρωτοβουλία δράσης και, κατά συνέπεια, κοινή υπαιτιότητα. Ωστόσο, πρόκειται για μάλλον εύχρηστη υποθετική προσέγγιση, εφόσον νοείται μόνο ως το αντικειμενικό άθροισμα που εξάγεται αν προσθέσουμε τις επί μέρους ένοχες συμπεριφορές. Εν τοιαύτη περιπτώσει, από την ατομική ενοχή του κάθε Γερμανού –ενοχή εκείνου που εγκλημάτησε κατά πράξη ή κατά παράλειψη, ενοχή εκείνου που μίλησε ή που σιώπησε– προκύπτει η συνολική ενοχή ενός λαού».
Απορεί ο Αμερύ βλέποντας έναν ολόκληρο λαό να μην είναι διατεθειμένος να αναλογιστεί το παρελθόν του, να αναλάβει τις ευθύνες του, να παραδεχτεί την ενοχή του. Απορεί και οργίζεται με την απουσία κάθε εξιλεωτικής πρόθεσης εκ μέρους των Γερμανών. Στο επίπεδο της ουτοπίας, η λύτρωση για τον Αμερύ αλλά και η εξιλέωση για τους θύτες προϋποθέτει εκ μέρους τους να συνειδητοποιήσουν την ηθική αλήθεια των εγκλημάτων τους. Από την ίδια την κοινωνία απαιτεί να αποκαταστήσει το τεράστιο ηθικό της έλλειμμα.
Τι ακριβώς ζητά ο Αμερύ; Πάντως όχι εκδίκηση: «Επαναλαμβάνω την πεποίθησή μου ότι η αδιευθέτητη αναμέτρηση ανάμεσα στα θύματα και στους θύτες οφείλει να εξωτερικοποιηθεί και να επικαιροποιηθεί, ούτως ώστε δαμασμένοι και δαμαστές να κατορθώσουν να τιθασεύσουν ένα παρελθόν που μολονότι εκ διαμέτρου αντίθετο δεν παύει να είναι κοινό για αμφότερους. Εξωτερικοποίηση και επικαιροποίηση – είναι προφανώς αδύνατον να επιτελεστούν με την εξαπόλυση μιας εκδίκησης ανάλογης του υφιστάμενου πλήγματος. Το jus talionis ουδέποτε είχε λιγότερο ιστορικό και ηθικό νόημα απ’ ό,τι στη δική μας περίπτωση. Εδώ δεν πρόκειται ούτε για εκδίκηση ούτε για εξιλέωση, η οποία ως θεολογική έννοια είναι άσχετη προς το θέμα μας. Και ασφαλώς δεν πρόκειται καν για βίαιο ξεκαθάρισμα – ούτως ή άλλως αδιανόητο ως ιστορική προοπτική. Επομένως, τι ακριβώς εννοούσα όταν έκανα λόγο για επίλυση στο πεδίο δράσης της ιστορικής πρακτικής;»
»Για παράδειγμα, το ζήτημα θα μπορούσε να επιλυθεί αν η μνησικακία παρέμενε ζωντανή στο ένα στρατόπεδο, ξυπνώντας έτσι στο άλλο στρατόπεδο ένα αίσθημα αυτοδιάψευσης. Κεντρισμένο αποκλειστικά και μόνο από τα σπιρούνια της μνησικακίας μας –και ούτε στο ελάχιστο από μια θέληση για συμφιλίωση, υποκειμενικά σχεδόν πάντα αμφίβολη, και αντικειμενικά εχθρική προς την Ιστορία– το γερμανικό έθνος θα διατηρούσε την ευαισθησία να διακρίνει ότι δεν είχε δικαίωμα να αφήσει τον χρόνο να εξουδετερώσει ένα κομμάτι της εθνικής Ιστορίας του, αλλά όφειλε να το ενσωματώσει στην ιστορική του ταυτότητα».
Παραθέτοντας μια φράση του Hans Magnus Enzensberger, ο Αμερύ γράφει ότι το Άουσβιτς οφείλει να αποτελέσει παρελθόν, παρόν και μέλλον της Γερμανίας, όσο κι αν ο γερμανικός λαός έκλεινε τα αυτιά του μπροστά σε μια τέτοια αξίωση. «Αν όμως η μνησικακία μας σηκώσει το χέρι της μέσα από τη σιωπή του κόσμου, τότε ολόκληρη η σημερινή Γερμανία ίσως διαφυλάξει, μαζί με τις μελλοντικές της γενιές, τη γνώση ότι η κυριαρχία της αχρειότητας δεν τερματίστηκε χάρη στους Γερμανούς. Σε μια τέτοια περίπτωση, τουλάχιστον έτσι ελπίζω ενίοτε, το γερμανικό έθνος ίσως κατανοήσει ότι η συγκατάθεσή του στο Τρίτο Ράιχ ισοδυναμούσε με την απόλυτη άρνηση όχι μόνο ενός κόσμου σπρωγμένου στον πόλεμο και στον θάνατο, αλλά και της ίδιας του της καλύτερης καταγωγής. Έτσι, όχι μόνο θα πάψει επιτέλους να απωθεί και να αποσιωπά τα δώδεκα χρόνια που σε εμάς τους άλλους είχαν φανεί πράγματι χίλια, αλλά θα τα διεκδικούσε ως την εμπράγματη άρνηση του κόσμου και της ταυτότητάς του, ως την αρνητική του περιουσία. Στο ιστορικό πεδίο θα λάμβανε χώρα το εξής: Δύο ομάδες ανθρώπων, δαμαστές και δαμασμένοι, θα έσμιγαν με την επιθυμία να αντιστραφεί ο χρόνος και, κατά συνέπεια, να ηθικοποιηθεί η Ιστορία».
Διαβάζοντας τις σκέψεις του Αμερύ, στον νου μου έρχονται τα λαϊκά δικαστήρια στη Ρουάντα, την άνοιξη του 1997, όπου (ίσως για πρώτη φορά) οι λιγοστοί επιζώντες ολόκληρων χωριών στάθηκαν απέναντι στους δολοφόνους των οικείων προσώπων τους. Οι αίθουσες των δικαστηρίων ήταν πλημμυρισμένες από κόσμο, που μέσα σε νεκρική σιγή ξανάκουγαν την ίδια ιστορία από τα στόματα θυμάτων και θυτών. Αυτές οι δίκες στο εσωτερικό της χώρας είχαν τεράστια σημασία: ξαναζωντανεύοντας το παρελθόν της φρίκης αξίωναν να λειτουργήσουν ως επίσημη επιβεβαίωση της ιστορικής αλήθειας, αξίωναν να λειτουργήσουν σαν βάλσαμο για εκείνους που επέζησαν.
Αυτό ακριβώς απαιτούσε και ο Αμερύ τόσο από τη Γερμανία όσο και την Ευρώπη γενικότερα, όχι μόνο ως ελάχιστη ηθική αποζημίωση για τα δεινά που υπέστη αλλά και προκειμένου να μη βρει γόνιμο έδαφος για να βλαστήσει και πάλι ο αντισημιτισμός.
Γιάννης Καλιφατίδης, Αθήνα, 23 Ιουνίου 2011. Η ομιλία δόθηκε στο πλαίσιο της εκδήλωσης που διοργανώθηκε από τις Εκδόσεις Άγρα για την παρουσίαση του βιβλίου.
Jean Améry, Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, Άγρα, 2009, σ. 21.
Τα αποσπάσματα παρατίθενται από το: Φιόντορ Ντοστογιέβσκη, Έγκλημα και τιμωρία, μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου, Εκδόσεις Γκοβόστη, 1990.
Παρατίθεται από το: W.G. Sebald, «Με τα μάτια της γλαυκός. Σκέψεις πάνω στον Jean Améry», στο Η φυσική Ιστορία της καταστροφής, Άγρα, 2008. στο βιβλίο του Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν,
Πρίμο Λέβι, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, Άγρα, 2000.
Πβ. συνέντευξη του Γιώργου Τσαρμπόπουλου, εκπροσώπου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ στη Ρουάντα, στη Χριστίνα Πάντζου, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, φύλλο της 10ης Απριλίου 2005.
|