<% Latr = Request.QueryString("Latr") %>
 
Επικοινωνία



JEAN AMÉRY

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΟΧΗ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΙΛΕΩΣΗ

Παρουσίαση
«Το γεγονός ότι μόνο εγώ γνώριζα και ακόμη γνωρίζω την ηθική αλήθεια των χτυπημάτων, που βουίζουν μέχρι σήμερα μες στο κεφάλι μου, με καθιστά πολύ πιο αρμόδιο ως κριτή εν συγκρίσει όχι μόνο με τον δράστη αλλά και με την κοινωνία, η οποία δεν νοιάζεται παρά μόνο για την επιβίωσή της».
Το 1964, με αφορμή τις δίκες για τα εγκλήματα του Άουσβιτς στη Φρανκφούρτη, ο Αυστροεβραίος Ζαν Αμερύ έσπασε τη σιωπή είκοσι χρόνων, νιώθοντας επιτακτική μέσα του την ανάγκη να καταθέσει τους στοχασμούς που είχε αντλήσει από την προσωπική εμπειρία του ως θύμα και επιζών της ναζιστικής κτηνωδίας. Μαζί με τον Πρίμο Λέβι έδωσαν τον πιο νηφάλιο στοχασμό πάνω στη Σοά.
Τα πέντε δοκίμια εκδόθηκαν το 1966, καθιερώνοντας τον Αμερύ ως έναν από τους μεγαλύτερους στοχαστές του γερμανόφωνου χώρου. Στα αυτοβιογραφικά του δοκίμια, αυτό που τον απασχολεί είναι μάλλον η θέση του θύματος, η οποία κατά τον ίδιο παραμένει αμετάβλητη ακόμα και μετά τον πόλεμο, σε μια εποχή όπου το δικαίωμα στην αποκατάσταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ηχεί παράταιρο μπροστά στην ανάγκη για «υπέρβαση του παρελθόντος » κατά την πραγμάτωση του « οικονομικού θαύματος ».

Επιχειρώντας μια φαινομενολογική ανάλυση των θυμάτων του ναζισμού, ο συγγραφέας έρχεται να φωτίσει τη θέση του διανοούμενου στο Άουσβιτς, υπό συνθήκες όπου το πνεύμα φτάνει στα όριά του και αποτυγχάνει να συνδράμει τον πνευματικό άνθρωπο, ενώ συγχρόνως αποδεικνύεται μάλλον αυτοκαταστροφικό για τον ίδιο, καθώς η κληρονομιά του ευρωπαϊκού πολιτισμού δεν του προσφέρει το παραμικρό στήριγμα. Με προκλητική νηφαλιότητα, και χωρίς ίχνος συγκινησιακής φόρτισης, καταπιάνεται με το ζήτημα του βασανισμού, υποστηρίζοντας ότι εκείνος που έχει μαρτυρήσει χάνει το δικαίωμα να ορίζει το σώμα του και συγχρόνως την εμπιστοσύνη του στον κόσμο. Σε ό,τι άφορα το ρόλο της πατρίδας, ο Αμερύ αναλύει σε βάθος τη θέση του εκπατρισμένου: η στέρηση της πατρίδας εκτοπίζει κάθε αίσθημα ασφάλειας και στοιχειώνει τον εκδιωγμένο με την επίγνωση ότι ο οικείος του τόπος τον έχει εγκαταλείψει για πάντα. Στο δοκίμιο « Η αναγκαιότητα και η αδυνατότητα να είσαι Εβραίος » καταπιάνεται με την εβραϊκή ιδιότητα ως αναγκαία μα και αδύνατη επιλογή. Ως άθρησκος και αφομοιωμένος Εβραίος, υποστηρίζει ότι έχει τη μοίρα μα και το καθήκον να είναι Εβραίος όσο εξακολουθεί να υπάρχει έστω και ένας αντισημίτης.
Η έκδοση συνοδεύεται από δύο λαμπρά δοκίμια του  W. G. SEBALD:  « Η απώλεια της πατρίδας – Ο J. Améry και η Αυστρία » και « Jean Améry και Primo Levi », καθώς και από αναλυτικές σημειώσεις του μεταφραστή.

Εκδήλωση παρουσίασης
Για περισσότερες πληροφορίες για την εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου στην Αθήνα πατήστε εδώ.

Κριτικές στον τύπο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε τη δημοσίευση της Οντέτ Βαρών - Βασάρ στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, τχ 114, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2011, σ. 96-101.

Βιογραφικά στοιχεία
Ο Jean Améry (ψευδώνυμο του Αυστροεβραίου συγγραφέα και στοχαστή Hans Maier, το όποιο προκύπτει από αναγραμματισμό του επωνύμου του) γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1912 στη Βιέννη από Εβραίο πατέρα και ρωμαιοκαθολική μητέρα. Το 1922, μία πενταετία μετά το θάνατο του πατέρα του κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, η μητέρα του μετακόμισε με τον μικρό τους γιο στη λουτρόπολη Μπαντ Ισλ. Μετά την αποφοίτησή του και τη χρεοκοπία της μητρικής επιχείρησης, μητέρα και γιος μετακόμισαν στη Βιέννη. Αφού εκπαιδεύτηκε στην τέχνη του βιβλιοπώλη, ο Αμερύ γράφτηκε στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει φιλοσοφία και λογοτεχνία. Οι σπουδές του τον έφεραν σε ουσιαστική επαφή με τον περίφημο Κύκλο της Βιέννης. Όμως. η ανάγκη να εργάζεται για τα προς το ζην τον κράτησε μακριά από τις σπουδές. Κατά τη δεκαετία του 1930 ενεπλάκη στις πολιτικές αναταραχές, οι οποίες κορυφώθηκαν με την προσάρτηση (Anschluß) της Αυστρίας από τη Γερμανία το 1938. Στη Βιέννη, ο αφομοιωμένος Αμερύ βίωσε τον αχαλίνωτο αντισημιτισμό και την έξαρση του ναζισμού, συνειδητοποιώντας σταδιακά το αβάσταχτο φορτίο της εβραϊκής του ταυτότητας. Έναν χρόνο νωρίτερα, και παρά τις ενστάσεις της μητέρας του, παντρεύτηκε μια νεαρή Εβραία από το Γκρατς, με την όποια κατέφυγε στο Βέλγιο τον Ιανουάριο του 1939. Ωστόσο, η σύζυγός του δεν ήταν γραφτό να επιβιώσει στην εξορία – πέθανε το 1944 στις Βρυξέλλες, σε ηλικία 28 ετών.
Τον Μάιο του 1940, λίγες ήμερες πριν από τη συνθηκολόγηση του Βελγίου με τη ναζιστική Γερμανία, ο Αμερύ συνελήφθη ως ανεπιθύμητος Γερμανός αλλοδαπός και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στον γαλλικό Νότο. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς εκδόθηκε στις γερμανικές αρχές στο Μπορντώ και φυλακίστηκε στο διαβόητο στρατόπεδο Γκουρ, απ' όπου όμως δραπέτευσε το 1941 και ύστερα από περιπετειώδη πορεία επέστρεψε στο Βέλγιο. Έλαβε μέρος στην Αντίσταση, ενώ το 1943 συνελήφθη, βασανίστηκε από την Γκεστάπο και μεταφέρθηκε πρώτα στο Άουσβιτς και κατόπιν στο Μπούχενβαλντ και στο Μπέργκεν-Μπέλζεν, απ' όπου απελευθερώθηκε το 1945. Μετά τη λήξη του πολέμου έζησε στο Βέλγιο με τη δεύτερη σύζυγό του. Εργάστηκε ως πολιτικός αρθρογράφος για λογαριασμό του ολλανδικού και, κυρίως, του ελβετικού Τύπου. Συγχρόνως δημοσίευσε κείμενα για τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γερμανική λογοτεχνία.
Το 1964, με αφορμή τη διεξαγωγή της δίκης των εγκληματιών του Άουσβιτς στη Φρανκφούρτη, βρήκε το κουράγιο να μιλήσει ανοιχτά για όσα είχε υποστεί από το Τρίτο Ράιχ. Έκτοτε συνεργάστηκε σχεδόν με όλους τους μεγάλους ραδιοφωνικούς σταθμούς αλλά και με εφημερίδες της ΟΔΓ. Στις 17 Οκτωβρίου 1978 έβαλε τέλος στη ζωή του, στο Ζάλτσμπουργκ.
Τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με το βραβείο λογοτεχνίας της Ένωσης Γερμανών Κριτικών (1970), το βραβείο λογοτεχνίας της Βαυαρικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών (1972) και το βραβείο Theodor Lessing της πόλης του Αμβούργου (1977).
Η σχολιασμένη εννιάτομη έκδοση των Απάντωντου ολοκληρώθηκε το 2008 από τις εκδόσεις Klett-Cotta.



Η Δικαιοσύνη των εκμηδενισμένων
Σκέψεις πάνω στο Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση του Jean Améry

Ομιλία στο Σεμινάριο για την Στρατοπεδική Λογοτεχνίας της Οντέτ Βαρόν-Βασάρ, Εβραϊκό Μουσείο Αθήνας, 18 Μαρτίου 2012

Το πέρας και το πέραν

        Το πέρας του κόσμου τούτου ονομάζεται Άουσβιτς. Εδώ τελειώνει το ανθρώπινο.
       Όσο δεν γνωρίζουμε, όσο δεν αναγνωρίζουμε  το πέρας, θα παραμένει άγνωστο το πέραν, εκείνο το μυστηριώδες Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση των θυτών και των θυμάτων της εκμηδένισης, για το οποίο μιλάει στο ομότιτλο βιβλίο του ο Jean Améry, ο επιζών του Άουσβιτς με τον αμείλικτο, αδιάλλακτο, αλύγιστο, κοφτερό σαν λεπίδα μαχαιριού, φλογερό σαν την ζωή και παγερό σαν τον θάνατο, προφητικό λόγο. 
       Ο υπότιτλος του βιβλίου του Αμερύ είναι πιο διαφωτιστικός από τον αινιγματικό τίτλο: Απόπειρες ενός εκμηδενισμένου να υπερβεί το ανυπέρβλητο. Απόπειρες μετάβασης από το πέρας στο πέραν που δεν θα είναι υπερπέραν αλλά πράξη μέσα στην Ιστορία, ενάντια στην Ιστορία, για την ανατροπή της Ιστορίας.
        Προϋπόθεση για να αρχίσει η μετάβαση είναι η αναγνώριση της ιστορικής εμπειρίας του Άουσβιτς ως ανυπέρβλητου ορίου, ως αδυνατότητας. Είναι η αδυνατότητα που γίνεται όρος δυνατότητας και αναγκαιότητα της υπέρβασης του Άουσβιτς. Τούτο υποδηλώνει και  ο αντιφατικός τίτλος του τελευταίου δοκιμίου του βιβλίου του Αμερύ για την αναγκαιότητα και την αδυνατότητα να είναι Εβραίος.
        Όλος ο μεταπόλεμος και μέχρι τις μέρες μας σημαδεύεται ακριβώς από το αντίθετο: τις αδιάκοπες απόπειρες να πάψει το Άουσβιτς να αποτελεί ανυπέρβλητο όριο ιστορικής εμπειρίας, αδυνατότητα, για να σχετικοποιηθεί  ιστορικά ή να απολυτοποιηθεί υπεριστορικά, να αποσιωπηθεί,  να διαψευστεί, να αφανιστεί ή να θεαματοποιηθεί, να βιομηχανοποιηθεί, να ιδεολογικοποιηθεί, να «εσωτερικευτεί» ευλαβικά στην ψυχή, να μπει σαν έκθεμα ενός ανεπίστρεπτου παρελθόντος  στο μουσείο, ή και να  αποθηκευτεί από το παρόν « στον καταψύκτη της Ιστορίας» κατά την σαρκαστική έκφραση του Αμερύ.
        Όχι, η ηθική αλήθεια, στην οποία είναι δέσμιος , όπως ο ίδιος λέει , ο Αμερύ κι όλα τα θύματα του Άουσβιτς, είναι ότι η εκμηδένισή τους είναι ανυπέρβλητο όριο και δικαιούνται να είναι «μνησίκακοι», με τον τρόπο του Αμερύ, απαιτώντας ανατροπή της Ιστορίας, δηλαδή αληθινή Δικαιοσύνη, πέρα από νόμους και το jus talionis, το δίκαιο της ανταπόδοσης,  πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, Δικαιοσύνη για τους αφανισμένους, την Δικαιοσύνη των εκμηδενισμένων.
      Να ορίζεις το όριο, μας δίδαξε ο γερο-Hegel , σημαίνει να αρχίζεις να το υπερβαίνεις. Ορίζοντας το ανυπέρβλητο όριο μεταβαίνεις στο χωρίς πέρας, στην Χώρα του Χωρίς όρια, του Εν Σοφ, όπως ονόμαζαν στα εβραϊκά οι καββαλιστές την στραμμένη προς τον άνθρωπο εμπειρία του απείρου.  Ο Ου Τόπος του Εν Σοφ είναι η Χώρα των Ζώντων, το πέρα από το έσχατο πέρας, τον ιστορικό τόπο της εκμηδένισης του ανθρώπινου που ονομάστηκε Άουσβιτς. 

Το Πνεύμα επί ξύλου κρεμάμενον

       Οι απόπειρες του Αμερύ να υπερβεί το ανυπέρβλητο αρχίζουν πρώτα-πρώτα ανιχνεύοντας τα ακραία όρια, στα οποία φτάνει το ανθρώπινο Πνεύμα, ιδιαίτερα ο λεγόμενος Δυτικός Πολιτισμός, στην άμεση αναμέτρηση με την αγριότητα του πιο φρικαλέου ναζιστικού στρατοπέδου εξόντωσης .
        Το Άουσβιτς είναι το έσχατο όριο της λογικής της εξολόθρευσης που διέπει τον Ναζισμό. Είναι, όπως δείχνει ο Αμερύ, η έσχατη- ή η κορυφαία- βαθμίδα στην ιεραρχία της φρίκης του στρατοπεδικού σύμπαντος, μια ασύλληπτη τερατωδία πέρα κι από την κτηνωδία του Νταχάου ή ακόμα και την κόλαση του Μπούνχεβαλντ. Μπροστά της , η οδύνη κι η απόγνωση του στάλαγκ που περιγράφει ο Λεβινάς, μιλώντας για τις συνθήκες εκτοπισμού κι εγκλεισμού των ένστολων Γάλλων «Ισραηλιτών» αιχμαλώτων πολέμου, μοιάζουν σχεδόν ειδυλλιακές. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι  το όριο εκείνο, στο οποίο καταρρέει ανήμπορο το ανθρώπινο πνεύμα, όχι απλώς ο άνθρωπος του πνεύματος, ο διανοούμενος με όλα τα όπλα της ανθρωπιστικής παιδείας και του Διαφωτισμού, αλλά ο ίδιος ο πολιτισμός.
        «Στο Άουσβιτς , το πνεύμα ήταν επί ξύλου κρεμάμενον» γράφει ο Αμερύ  «και δεν είχε την παραμικρή ελπίδα να συναρμοστεί με οποιαδήποτε κοινωνική δομή, ακόμα και στην πιο ανεπαρκή ή συγκεκαλυμμένη μορφή της». Ο πολιτισμός «είχε περιέλθει στην αδιαφιλονίκητη και αναντίρρητη κυριότητα» των Ες Ες και καταργούνταν από το θεωρούμενο ως το πιο πολιτισμένο έθνος της Ευρώπης.
          «Στο στρατόπεδο»γράφει ο Αμερύ «η ορθολογική-αναλυτική σκέψη δεν προσέφερε την παραμικρή βοήθεια, αλλά οδηγούσε σε μια τραγική διαλεκτική της αυτοκαταστροφής». Παραθέτει τα λόγια του άλλου μεγάλου Αυστριακού Εβραίου, του Karl Kraus: «ο λόγος ξεψύχησε μόλις αφυπνίστηκε εκείνος ο κόσμος» του Ναζισμού. Και προσθέτει με πικρότατο σκεπτικισμό: «ο λόγος έχει ξεψυχήσει προ πολλού΄ και μάλιστα, δίχως να μας αφήσει ούτε καν την αίσθηση ότι πρέπει να θρηνούμε για την απώλειά του».
      Δεν απαξιώνονται απλώς ή μόνον ο λόγος και το πνεύμα, όταν ο άνθρωπος μετατρέπεται σε ανίσχυρη σάρκα, σε ετοιμόρροπο σαρκίο, ή και σε νεκροζώντανο « Μουσουλμάνο» του Άουσβιτς. Ο θρίαμβος του θανάτου  αφανίζει ακόμα και την ιδέα του θανάτου που την αντικαθιστά η απασχόληση με την διαδικασία του θνήσκειν . Μαζί με την ιδέα του θανάτου καταρρέουν κι όλα τα λεγόμενα «έσχατα ερωτήματα» που απασχόλησαν το ανθρώπινο πνεύμα από την πρώτη αφύπνισή του: «Η πραγματικότητα του στρατοπέδου θριάμβευε δίχως κόπο πάνω στο θάνατο μα και πάνω στο όλο σύμπλεγμα των λεγόμενων έσχατων ερωτημάτων. Και σε αυτή την περίπτωση, το πνεύμα ερχόταν αντιμέτωπο με τα όριά του» .
       Ακόμα, όμως, και σ’ αυτό το ακραίο όριο της εκμηδένισης της ζωής και του πνεύματος, ο Αμερύ διακρίνει μια έσχατη γραμμή αντίστασης- έστω κι αν δεν την συμμερίζεται ο ίδιος. Την συγκροτούν όλοι εκείνοι, θρησκευόμενοι κι άθρησκοι, πιστοί και άθεοι, ευλαβικοί Εβραίοι και Χριστιανοί ή ασυνθηκολόγητοι μαρξιστές που αντλούν την ακατάβλητή τους δύναμη από μια αντίληψη του Μεσσιανικού που είτε θεολογική είτε υλιστική έχει τις πρώτες ρίζες της στην Βίβλο: «…η πολιτική ή θρησκευτική  πίστη τους ήταν για τους ίδιους ανεκτίμητη βοήθεια, ενώ εμείς, οι διανοούμενοι του ανθρωπιστικού σκεπτικισμού, πασχίζαμε μάταια να επικαλεστούμε τους εφέστιους θεούς των γραμμάτων, της φιλοσοφίας και της τέχνης».   
        Έτσι, οι «οι ορθόδοξοι Εβραίοι  νήστευαν την Ημέρα του Εξιλασμού, μολονότι ζούσαν ούτως ή άλλως καθ’ όλη την διάρκεια του έτους σε συνθήκες άγριας πείνας[…] Κάθε χριστιανός ήταν ένας Άγιος Σεβαστιανός, κάθε μαρξιστής ένας ThomasMünzer ». Ο Αμερύ σημειώνει με ειλικρινή θαυμασμό: «Ένας Γερμανός  ακροαριστερός σύντροφος που είχε συρθεί στα στρατόπεδα ήδη από το 1933, μου είπε με σταράτα και ζουμερά λόγια: Κάθεστε εδωδά, όλοι εσείς οι αστοί εξυπνάκηδες και τρέμετε τα Ές Ες. Εμείς όχι μόνο δεν τρέμουμε, αλλά ακόμα κι αν πεθάνουμε σαν τα σκυλιά εδώ μέσα, ξέρουμε ότι ύστερα από εμάς οι σύντροφοι θα στήσουν όλη τη συμμορία στον τοίχο».
       Μπροστά σ’ αυτήν την αδάμαστη δύναμη  να υπερβαίνουν το ανυπέρβλητο με την μεσσιανική προσδοκία της μελλοντικής απολύτρωσης, ο Αμερύ παρατηρεί: « το δικό τους βασίλειο δεν ήταν το εδώ και το σήμερα αλλά το αύριο και το αλλού: το πολύ μακρινό αύριο του χριστιανού, πλημμυρισμένο στο φως της χιλιετούς βασιλείας, ή το αύριο της επίγειας ουτοπίας του μαρξιστή».   
         Είναι πράγματι, σε μια πρώτη ματιά, παράδοξο να βλέπει κανείς τον άθρησκο Εβραίο μη Εβραίο Αμερύ να ανακαλύπτει ακόμα και στον εφιαλτικό ζόφο του Άουσβιτς, εκεί που ο πολιτισμός καταποντίζεται και το πνεύμα, επί ξύλου κρεμάμενον, φτάνει στα όριά του, να εκδηλώνεται, μέσα στην εκμηδένιση, αυτό που ονόμαζε ο Walter Benjamin «μια ασθενική μεσσιανική δύναμη» , ενώ, αντίθετα, ο θρησκευόμενος ορθόδοξος Εβραίος Εμμανουέλ Λεβινάς βλέπει ακριβώς το Άουσβιτς «να θέτει σε διερώτηση» την «προβληματική του μεσσιανισμού στην εβραϊκή παράδοση»
         Στην περίπτωση Αμερύ, μήπως πρόκειται, απλώς, για μια εμπειρική παρατήρηση από την τυχαία συνεύρεση ενός άπιστου και μη επαναστάτη με πιστούς και επαναστάτες στον ίδιο στρατόπεδο θανάτου; Ή, πρόκειται για κάτι βαθύτερο που σημαδεύει, έστω έμμεσα κι αντιφατικά, την παραπέρα πορεία του Ζαν Αμερύ;
        Οι εμπειριστές βασίζονται στο «ό,τι έγινε, έγινε», την λατρεία του τετελεσμένου γεγονότος.. Το Μεσσιανικό είναι ακριβώς η ριζική άρνηση αυτής της παραδοχής.  Κι όλη η ηθική στάση του Αμερύ απέναντι στο Άουσβιτς και το ιστορικό Κακό του Ναζισμού μέχρι και τον εθελούσιο θάνατό του, δεν είναι άλλο παρά μια παθιασμένη κι ασυμφιλίωτη ηθική εξέγερση ενάντια, ακριβώς, σε όσους πρεσβεύουν και υπερασπίζονται πως, καλώς ή κακώς,«ό,τι έγινε, έγινε».
       Στον πρόλογο στη νέα έκδοση του βιβλίου του το 1977 έγραφε επί τούτου: «Ό,τι έγινε, έγινε. Αλλά το γεγονός ότι έγινε δεν είναι τόσο εύκολο να το αποδεχτούμε. Εξεγείρομαι: ενάντια στο παρελθόν μου, ενάντια στην Ιστορία, ενάντια σε ένα παρόν το οποίο αποθηκεύει το Ασύλληπτο στον καταψύκτη της Ιστορίας, με αποτέλεσμα να το παραποιεί με τον πλέον απεχθή τρόπο. Τίποτε  δεν έχει επουλωθεί…».

Ο βασανισμός ως substantia του Ναζισμού

       Τίποτε δεν έχει επουλωθεί. Το έσχατο όριο του ανθρώπινου είναι ανεπούλωτο, ανοιχτό τραύμα της Ιστορίας. Η μετάβαση από το ανθρώπινο στο μη ανθρώπινο, ή, ακριβέστερα στο αντι-ανθρώπινο γίνεται με την διαδικασία των βασανιστηρίων. Κι ο βασανισμός αφήνει πάντα ανεπούλωτες πληγές.
       «Ο βασανισμός έχει characterindelebilis, χαρακτήρα ανεξάλειπτο » γράφει ο άγρια βασανισμένος από την Γκεστάπο Αμερύ «Όποιος βασανίστηκε, παραμένει βασανισμένος. Η εμπειρία του βασανισμού παραμένει ανεξίτηλα χαραγμένη μέσα του, ακόμα και απουσιάζει κάθε κλινικά αντικειμενική ένδειξη».
         Είναι στη βάση αυτής της ανεπούλωτης εμπειρίας που ο Αμερύ εξεγείρεται ενάντια στον περιβόητο ισχυρισμό της  Hannah Arendt, με αφετηρία την δίκη του Eichmann, περί κοινοτοπίας του Κακού. Ο Ναζισμός ως το ιστορικό ριζικό Κακό «επικαλύπτει την κοινοτοπία και την υπερβαίνει» . Κεντρική φιγούρα του Τρίτου Ράιχ, κατά τον Αμερύ, δεν είναι ο απρόσωπος υπάλληλος που υπάκουα κι ευσυνείδητα «εκτελεί εντολές», ο οικείος «μέσος άνθρωπος» της Άρεντ  που μετατρέπεται σε ανοίκειο δολοφόνο αλλά ο Βασανιστής  ως «κυριαρχία του αντι-ανθρώπου» γυμνή εξουσία- ή και σαν «αναρχία της εξουσίας», για να θυμηθούμε τον Παζολίνι στο φοβερό Σαλό.
       Απέναντι στην κοινοτοπία του κακού σαν γνωρίσματος του Ναζισμού, ο Αμερύ αντιπαραθέτει τον βασανισμό σαν υπόσταση, ουσία, υπόστρωμα κι όχι τυχαία μεταβολή ή υπερβολή του, substantia κι όχι accidens, απλό συμβεβηκός του όλου συστήματος: «…πέρα από κάθε προσωπική εμπειρία, είμαι πεπεισμένος ότι στην περίπτωση του Τρίτου Ράιχ ο βασανισμός δεν αποτελούσε συμβεβηκός αλλά πεμπτουσία του συστήματος».
       Η αναλυτική του Αμερύ, όχι απλώς η ανεξίτηλη εμπειρία του,  αναδεικνύει στα βασανιστήρια των Ναζί  τον συστημικό τους , όχι μόνο συστηματικό, χαρακτήρα. Αναγνωρίζει στο βασανισμό τον αναγκαίο τρόπο ύπαρξης μιας ιδιαίτερης μορφής πολιτικής εξουσίας - έστω κι αν σαν μη μαρξιστής δεν βλέπει στην ναζιστική λογική του βασανισμού και της εξολόθρευσης να αναδύεται το ιστορικό συστημικό όριο  του καπιταλισμού στην παρακμή του.
      Στο Ναζισμό έχει διαρραγεί κάθε δεσμός με προγενέστερες μορφές εξουσίας που στηρίζονταν σε κάποιου είδους κοινωνικό συμβόλαιο, μα «ούτε και πρόκειται», όπως γράφει ο Αμερύ «για την καθαγιασμένη και απόλυτη εξουσία αλλοτινών φυλάρχων ή βασιλιάδων, οι οποίοι ακόμα και όταν ενέπνεαν φόβο, εξακολουθούσαν, συγχρόνως να αποτελούν σύμβολο εμπιστοσύνης[…]Αντίθετα η εξουσία του βασανιστή κάτω από την οποία στενάζει ο βασανισμένος δεν είναι τίποτε άλλο από τον ολοκληρωτικό θρίαμβο του επιζώντος πάνω σε εκείνον που εκδιώχτηκε από τη ζωή, σπρωγμένος στο μαρτύριο και στον θάνατο».  
      Για τον προσδιορισμό της ιδιαιτερότητας του Ναζισμού ο Αμερύ δεν δέχεται τις αοριστίες περί «ολοκληρωτισμού» ούτε «τους πολιτικούς φενακισμούς της μεταπολεμικής περιόδου» , όπως χαρακτηρίζει τις απόπειρες ταύτισης  χιτλερισμού-σταλινισμού και φασισμού-κομμουνισμού από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία. Αντίθετα, παραπέμπει στις νεώτερες ανθρωπολογικές έρευνες και ειδικότερα στον  Georges Bataille και το έργο του πάνω στον  Sade και τον σαδισμό- έναν σαδισμό, όμως, αποστειρωμένο από κάθε λιβιδινικό ίχνος κι ερωτική jouissance- για να αποδείξει ότι «εν σώματι ο εθνικοσοσιαλισμός έφερε μάλλον την σφραγίδα του σαδισμού παρά ενός «ολοκληρωτισμού» που δεν επιδέχεται επακριβή προσδιορισμό».
        Ο σαδιστικός βασανισμός ως substantia του Ναζισμού είναι «η ακραία άρνηση του άλλου[…] Ο συνάνθρωπος μετατρέπεται σε σάρκα και μέσα από αυτή του την μετατροπή  οδηγείται ήδη στο χείλος του θανάτου ΄ στην εσχάτη των περιπτώσεων εξωθείται τελικά πέρα από τα σύνορα του θανάτου: στην ανυπαρξία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο βασανιστής και δολοφόνος βλέπει την καταστροφική σαρκική του υπόσταση να επιβεβαιώνεται, χωρίς όμως να χαθεί ολότελα μέσα της όπως το θύμα του: σε τελευταία ανάλυση έχει το ελεύθερο να διακόψει τον βασανισμό οποιαδήποτε στιγμή το θελήσει. Βαστά στα χέρια του την κραυγή του πόνου και τον επιθανάτιο ρόγχο του θύματος, είναι κύριος πάνω στη σάρκα και στο πνεύμα, στη ζωή και στο θάνατο. Ως εκ τούτου, ο βασανισμός οδηγεί στην ανατροπή ενός ολόκληρου κοινωνικού κόσμου, στον οποίο μπορούμε να ζήσουμε μόνο εφόσον αναγνωρίζουμε στον συνάνθρωπο το δικαίωμα στη ζωή, απαλύνουμε τα μαρτύρια του και χαλιναγωγούμε τον πόθο για εκτόνωση του Εγώ μας. Αντίθετα, στον κόσμο των βασανιστηρίων, ο άνθρωπος δεν πραγματώνεται παρά μόνο με την εξόντωση εκείνου που στέκει ενώπιόν του».
       Η ακραία άρνηση του άλλου, «η απόλυτη κυριαρχία του άλλου και μάλιστα με την μορφή μιας εξουσίας η οποία του επέτρεπε να προξενήσει πόνο και όλεθρο» , ο κόσμος σαν βασανιστήριο, ο κόσμος της αφάνισης του Άλλου από τον Άλλο είναι ο κόσμος- μη κόσμος που αναγγέλλει ο Ναζισμός ως συστημικό όριο ενός κόσμου ιστορικής παρακμής. Του κόσμου τούτου, του «δικού μας». Γιατί η φρίκη δεν έληξε ακόμα. Τίποτε δεν επουλώθηκε.

To αίτημα στον Άλλο και η απουσία Άλλου

       Αυτό που έκανε τον Αμερύ να εξεγερθεί και να σπάσει την σιωπή του για τα στρατόπεδα  δυο δεκαετίες μετά την στρατιωτική ήττα του Ναζισμού, μόλις το 1966, δεν ήταν απλώς το γεγονός ότι ανάλογες πρακτικές συνεχίζονταν στον μεταπόλεμο- μαζικές εκτοπίσεις, εξορίες, βασανιστήρια, στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο αφανισμός του άλλου. Πριν απ’ όλα και σαν προϋπόθεση για όλα τούτα ήταν η αβάσταχτη, η ανυπόφορη, η κυνική σιωπή για το τι ήταν και τι σήμαινε για την ανθρωπότητα η ακραία αφάνιση του Άλλου, η εξαφάνιση του ανθρώπινου, το συστημικό  όριο που ονομάζεται Άουσβιτς. Η αφάνιση του άλλου συνοδεύεται από την εξαφάνιση του αφανίζοντος άλλου.
      Το έργο του Αμερύ είναι μια κραυγή για τον απόντα Άλλο, όχι μόνον για τον άλλο που έγινε σαπούνι και καπνός στα κρεματόρια, αλλά και για τον Άλλο που διάλεξε να σιωπά και να αποσιωπά πριν και μετά την φρίκη, νομιμοποιώντας την. Και μ’ όλες τις υποκρισίες, νομιμοποίηση των Ναζί υπήρξε και υπάρχει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, από τον Βαλντχάιμ  ως τον Βορίδη.
       Το αίτημα προς τον Άλλο, αίτημα αναγνώρισης της; συντελεσμένης αδικίας, αίτημα δικαιοσύνης για τον εκμηδενισμένο Άλλο μένει μετέωρο λόγω απουσίας Άλλου και πέφτει στο κενό της  σιγής του, στο βάραθρο της Ιστορίας.
       Ο Αμερύ έστειλε ένα ανεπίδοτο γράμμα που επιστράφηκε τελικά στον αποστολέα του σαν αγγελτήριο του θανάτου του που ονομάστηκε αυτοκτονία στο Ζάλτσμπουργκ.
      Μήπως τέτοια ανεπίδοτα γράμματα δεν ήταν και τα συγκλονιστικά έργα των άλλων αυτοχείρων των στρατοπέδων,   του Primo Levi ή του Paul Celan;
     Ένα ανάλογο αίτημα προς τον Άλλο απεύθυνε ο Πάουλ Τσέλαν στην επίσκεψή του στην περιώνυμη, γερμανοπρεπέστατη «καλύβα»  του Martin Heidegger στον Μέλανα Δρυμό με το ποίημά του Todtnauberg
      
στην
καλύβα
       
          η γραμμή στο βιβλίο
         -ποιανού το όνομα μπήκε
πριν από το δικό μου;-
η γραμμή στο βιβλίο
που γράφτηκε για
μιαν ελπίδα, σήμερα,
για μια του στοχαστή
ερχόμενη
λέξη
στην καρδιά,      

       Το όνομα που είδε ο Τσέλαν, με φρίκη, στο βιβλίο επισκεπτών του Χάιντεγγερ πριν από το δικό του ήταν εκείνο του εφευρέτη του αερίου Zyklon B που χρησιμοποιήθηκε στους θαλάμους αερίων. Όσο για την ελπίδα που έτρεφε ο μεγάλος γερμανόφωνος Εβραίος ποιητής να έρθει μια λέξη στην καρδιά από τον Γερμανό στοχαστή του SeinundZeit, παλιό χιτλερόφρονα, αυτή διαψεύστηκε οικτρά. Ο Χάιντεγγερ, όπως είπε ο μελετητής του Τσέλαν Jean Bollack, «δεν κατάλαβε ή δεν θέλησε να καταλάβει τίποτε» . Έχει άδικο ο Αμερύ, να αποκαλεί ειρωνικά τον Χάιντεγγερ «ο δυσοίωνος μάγος από την χώρα των Αλαμανών»;
       Το κάλεσμα του Τσέλαν, του Αμερύ, του Λέβι στον απόντα και σιωπηλό Άλλο, μια κραυγή στην έρημο χωρίς ανταπόκριση, χωρίς καν ηχώ, κυριολεκτικά φωνή βοώντος εν τη ερήμω - την έρημο άλλοτε της μεταπολεμικής καπιταλιστικής άνθησης, την έρημο σήμερα της καπιταλιστικής κρίσης- μένει και θα παραμένει αίτημα δικαιοσύνης σε εκκρεμότητα, μέχρι να εισακουστεί.
       Μέχρι τότε, μπορεί η Δικαιοσύνη να παίρνει στο στόμα του Αμερύ το όνομα «μνησικακία».

Η μνησικακία ως Ηθική και ως Δικαιοσύνη

         Το ζήτημα της μνησικακίας είναι το πιο χαρακτηριστικό, επίμαχο, αμφιλεγόμενο, προκλητικό, παρεξηγημένο, ουσιαστικό και βαθύ ζήτημα στην όλη αντιμετώπιση της Σοά από τον Αμερύ.
       Επιλέγοντας, όντως προκλητικά, να προσδιορίζει ως μόνη ηθική στάση απέναντι στη Καταστροφή αυτή της μνησικακίας των θυμάτων, ο Αμερύ  διαχωρίζεται ριζικά από όλες τις ποικιλίες του δόγματος του «ό,τι έγινε, έγινε», της λήθης  και της συμφιλίωσης που τις απορρίπτει ως ανήθικες: «πόσο ανήθικες ηχούν έννοιες  όπως συγχώρηση και λήθη, όταν  επιβάλλονται με το ζόρι από την κοινωνία», γράφει. Η επούλωση των τραυμάτων με το διάβα του χρόνου, όσο φυσιολογική κι αν φαίνεται δεν παύει να έχει όχι «μόνο εξω-ηθικό αλλά και αντι-ηθικό χαρακτήρα. Αποτελεί δικαίωμα και προνόμιο του ανθρώπου να εκφράσει τη διαφωνία του με κάθε φυσιολογικό φαινόμενο, άρα και με την βιολογική επούλωση που επιφέρει ο χρόνος. Ό,τι έγινε έγινε: η ρήση είναι τόσο αληθινή όσο και εχθρική προς την ηθική και το πνεύμα. Η ηθική αντοχή εμπεριέχει τη διαμαρτυρία, τον ξεσηκωμό ενάντια στη πραγματικότητα, η οποία παραμένει λογική μόνο όσο διατηρείται ηθική».
        Τον όρο μνησικακία- Ressentiment- τον παίρνει ο Αμερύ συνειδητά και πρωταρχικά από τον Nietzsche,  μνημονεύοντας και την σχετική ανάλυση του Max Scheler, για να τον στρέψει ενάντιά τους, ανατρέποντας την νιτσεϊκή απαξίωση του όρου και αντιστρέφοντας σε θετικό το αρνητικό πρόσημο που δίνει  ο Νίτσε στην μνησικακία σαν την «ηθική των δούλων». Αφού παραθέσει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την  Γενεαλογία της Ηθικής του Νίτσε με το κατηγορητήριο κατά της μνησικακίας, ο Αμερύ σχολιάζει σαρκαστικά: «Τάδε έφη εκείνος που ονειρευόταν την σύνθεση του απάνθρωπου και του υπεράνθρωπου. Η απάντηση θα του δοθεί από εκείνους που υπήρξαν μάρτυρες της σύνθεσης  του απάνθρωπου και του υπάνθρωπου» .
         Ο Αμερύ θέλει να οριοθετήσει και να θωρακίσει, όπως λέει, τις μνησικακίες τις δικές του και των άλλων εκμηδενισμένων, τόσο από τον εννοιολογικό ορισμό που δίνει ο Νίτσε όσο κι από «εκείνον της σύγχρονης ψυχολογίας, για την οποία η μνησικακία δεν αποτελεί παρά μια ενοχλητική σύγκρουση» που δεν διαφέρει «από το δελεαστικό και παρήγορο  αίσθημα της μεμψιμοιρίας». Ο επιζών του Άουσβιτς δηλώνει «ανοσία στη μεμψιμοιρία.» Και προσθέτει: «Δεν  πιστεύουμε στα δάκρυα». Γι’ αυτό και στρέφεται στην μνησικακία σαν ηθική των δούλων- για την ακρίβεια, σαν την ηθική των εξεγερμένων δούλων, «τον ξεσηκωμό ενάντια στη πραγματικότητα, η οποία παραμένει λογική μόνο όσο διατηρείται ηθική».
        Η ηθική της εξέγερσης έχει σαν άξονα την απόδοση Δικαιοσύνης για τους εκμηδενισμένους. Ποιας δικαιοσύνης; Σίγουρα δεν πρόκειται  για την «διανεμητική δικαιοσύνη», το δίκαιο της ανταπόδοσης, το jus talionis. Επί τούτου ο Αμερύ είναι κατηγορηματικός και κρυστάλλινα καθαρός , όσα κι αν του έχουν αποδοθεί για «αντι-βία» κι εκδίκηση: «Το justalionis ουδέποτε είχε  λιγότερο ιστορικό και ηθικό νόημα απ’ ό,τι στη δική μας περίπτωση. Εδώ δεν πρόκειται ούτε για εκδίκηση ούτε για εξιλέωση, η οποία ως θεολογική έννοια είναι άσχετη προς το θέμα μας. Και ασφαλώς δεν πρόκειται καν για βίαιο ξεκαθάρισμα- ούτως ή άλλως αδιανόητο ως ιστορική προοπτική ».
       Η Δικαιοσύνη των εκμηδενισμένων δεν μπορεί παρά να είναι μια πέρα από το νόμο, πέρα από το δίκαιο Δικαιοσύνη. Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση.
       Από αυτή την άποψη, ήταν ευτυχής η επιλογή του Γιάννη Καλλιφατίδη, του Έλληνα μεταφραστή να επιμείνει στην κυριολεξία του  τίτλου του έργου του Αμερύ, JenseitsvonSchuldundSühne , παραβλέποντας τον έμμεσο υπαινιγμό στην οικεία γερμανική μετάφραση του τίτλου του μυθιστορήματος του Ντοστογιέφσκυ Έγκλημα και Τιμωρία. Το Jenseitsτου Αμερύ παραπέμπει στην πέραν του δικαίου Δικαιοσύνη.
        Η πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, η πέρα από το  jus talionis Δικαιοσύνη του Αμερύ  είναι μια έννοια που έχει βιβλικές απαρχές και μαρξιστικές απολήξεις τουλάχιστον παράξενες για την περίπτωση ενός Εβραίου μη Εβραίου που είναι και αριστερός μη μαρξιστής. Το γεγονός εγείρει ξανά το παράδοξο της ταυτότητάς του Αυστρο-Εβραίου Hans Mayer που αναγραμμάτισε το όνομά του στο γαλλόφωνο Jean Améry και που  θα του φαινόταν  εντελώς ξένο το εβραϊκό Γιοχανάν Μεΐρ.
       Σε ένα νεανικό δοκίμιο του Gershom Scholem, γραμμένο το 1919, υπενθυμίζεται ξανά η διάκριση δικαίου και Δικαιοσύνης στην Βίβλο και μάλιστα στο βιβλίο του Ιωνά, το οποίο είναι το δεύτερο προφητικό ανάγνωσμα που διαβάζεται εξ ολοκλήρου στο Γιομ Κιπούρ, την εβραϊκή Ημέρα του Εξιλασμού. Ο Ιωνάς θεωρεί την δικαιοκρισία και την ετυμηγορία του Θεού για την καταστροφή μέσα σε σαράντα μέρες της ειδωλολατρικής Νινευή σαν τελεσίδικη. Ό,τι έγινε, έγινε και πρέπει να τιμωρηθεί, το τετελεσμένο είναι αμετάβλητο. «Ο Ιωνάς υιοθετεί την σκοπιά του δικαίου», γράφει ο Σόλεμ, ενώ « ο Θεός υιοθετεί αυτή της δικαιοσύνης ΄ ο Θεός αρνείται το μυστικό Δίκαιο μέσα στην Ιστορία.  Με την μεταστροφή[τεσουβά, στα εβραϊκά, η λέξη κλειδί στο Γιομ Κιπούρ] το δίκαιο ξεπερνιέται κι η ετυμηγορία δεν εκτελείται » . Ο Σόλεμ παραπέμπει στον Ψαλμό 94:15:

Κι αντ τσέντεκ γιασούβ μισπάτ-
Εσύ που την δικαιοκρισία μεταστρέφεις σε Δικαιοσύνη

        «Η Δικαιοσύνη», θα συμπεράνει ο Σόλεμ, «είναι η ιδέα της ιστορικής εκμηδένισης της θεϊκής ετυμηγορίας και είναι πράξη δικαιοσύνης εκείνη που εξουδετερώνει αυτή την ετυμηγορία που βαραίνει πάνω στην Ιστορία» . Η ίδια λέξη Τσέντεκ στα εβραϊκά σημαίνει Δικαιοσύνη και Μέγα Έλεος.
         Η κατάργηση της ετυμηγορίας που βαραίνει σαν βραχνάς την μέχρι τώρα Ιστορία των δεινών της ανθρωπότητας, την Ιστορία που δεν είναι παρά βάρβαρη προϊστορία του ανθρώπου , η υπέρβαση του  δικαίου, το οποίο δεν είναι παρά το δίκαιο της ανισότητας από την Δικαιοσύνη-Τσέντεκ, απαιτεί την μεταστροφή μέσα στην Ιστορία, την τεσουβά της οικουμενικής Νινευή, την  μεσσιανική ρήξη της συνέχειας του ιστορικού χρόνου, για την οποία μιλούσε ο Εβραίος μαρξιστής Μπένγιαμιν ,  την «ηθική αντιστροφή του χρόνου» ως τεσουβά, «ηθικοποίηση της Ιστορίας» που ζητούσε ο Εβραίος μη Εβραίος μη μαρξιστής Δίκαιος-Τσαντίκ Αμερύ: «εύχομαι ότι η μνησικακία μου θα αναλάβει και μια ιστορική λειτουργία, πόσο μάλλον όταν συνιστά αφενός την προσωπική μου διαμαρτυρία απέναντι στην ανήθικη όσο και φυσιολογική επούλωση των πληγών από τον χρόνο, και αφετέρου το μέσο ώστε να εγείρω την ανθρωπιστική μα εξίσου παράλογη αξίωση για αντιστροφή του χρόνου».
       Τι θα μπορούσε να είναι αυτή η μεταστροφή-τεσουβά-αντιστροφή του χρόνου;  Ο Αμερύ ζητάει «την επίλυση της αδιευθέτητης αναμέτρησης στο πεδίο δράσης της ιστορικής πρακτικής». Θέτει το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων και αυτός ο μη επαναστάτης μιλάει για την αναγκαιότητα της επανάστασης που δεν ήλθε: «Η μόνη  πιθανή θεραπεία θα ήταν η έμπρακτη ανατροπή της Ιστορίας, με άλλα λόγια: η γερμανική επανάσταση και μαζί της η σθεναρά διατυπωμένη απαίτηση της πατρίδας για επιστροφή μας. Μα η επανάσταση δεν εκδηλώθηκε και όσο για την επιστροφή μας μόνο αμηχανία προκάλεσε στην πατρίδα όταν τελικά το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς κατέρρευσε εκ των έξω».       
        Ακόμα ζούμε με τα αποτελέσματα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, την ανεκτέλεστη επανάσταση, τους νικημένους-νικητές και τους αδιευθέτητους ιστορικούς λογαριασμούς με τους ενόχους, τον ίδιο τον Φασισμό και την μήτρα που τον γέννησε.
      Η ηθική των εξεγερμένων δούλων, η επίλυση του γόρδιου δεσμού στο ιστορικό πεδίο συνοψίζονται στα λόγια του Αμερύ: «Δύο ομάδες ανθρώπων, δαμαστές και δαμασμένοι, θα έσμιγαν με την επιθυμία να αντιστραφεί ο χρόνος και, κατά συνέπεια , να ηθικοποιηθεί η Ιστορία[…]Η γερμανική επανάσταση θα ανακτούσε το χαμένο έδαφος και ο Χίτλερ θα ακυρωνόταν από την ίδια την πραγματικότητα».
     
Στη Βίβλο, οι Μισλέι Σλομό, οι Παροιμίες Σολομώντος υπενθυμίζουν: Ου Τσεντακά τατσίλ μιμαβέτ- Και η Δικαιοσύνη σώζει από τον θάνατο.  

                                                    15-17 Μαρτίου 2012    

 

       

Jean Améry, Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, μετάφραση Γιάννη Καλλιφατίδη, Άγρα 2009

Ό. π. π. σ.133-134

 Ό. π. π. σ.17

Ό. π. π. σ. 135

G. W. F. Hegel, Wissenschaft der Logik, Felix Meiner Verlag 1932, I  p.114

Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση ό. π. π. σ.31

Βλ. Emmanuel Levinas, Carnets de captivité et autres inédits, Œuvres 1  Imec Grasset 2009 σ.209-215

Πέρα από την ενοχή…ό. π. π. σ.31

Ό. π. π. σ.34

Ό. π. π. σ.37

Ό. π. π. σ.55

Ό. π. π.  σ.49

Ό. π. π. σ.51

Ό. π. π. σ.42

Ό. π. π. σ. 42-43

 Ό. π. π. σ.45

Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις πάνω στην Φιλοσοφία της Ιστορίας

Βλ. την συνέντευξη του Λεβινάς στον Hans-Joachim Lenger  δημοσιευμένη με τίτλο VisageetviolencepremièreEntretiensurphénoménologieet éthique στο Europe novembre -décembre no 991-992 σ.61

Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση…ό. π. π. σ.17

Ό. π. π. σ.78

Ό. π. π. σ.64 Βλ. σχετικά και Σάββα Μιχαήλ, Ο Καντ στο ΆουσβιτςΚοινοτοπία ή ατοπία του Κακού; Παρέμβαση στο Στρογγυλό Τραπέζι Οι σύγχρονες εννοιολογήσεις του Κακού, στο Συνέδριο του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, 16-18 Δεκεμβρίου 2010

Ό. π. π. σ.64

Ό. π. π. σ. 74

Ό. π. π. σ.61

Ό. π. π. 87

Ό. π. π. σ.73

Ό. π. π. σ.79

Ό. π. π. σ.80

Ό. π. π. σ.87

Μετάφραση Συμεών Γρ. Σταμπουλού στο αφιέρωμα στον Πάουλ Τσέλαν στο περιοδικό Οροπέδιο Άνοιξη 2011, τ.10 σ. 518

Βλ. Οροπέδιο ό. π. π. σ. 519

Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση…ό. π. π. σ.52

Ό. π. π. σ.138

Ό. π. π. σ. 132

Ό. π. π. σ.132-133

Ό. π. π. σ.133

ό. π. π. σ. 147

Βλ. Γιάννης Καλλιφατίδης, JeanAméry: Ενοχή και Εξιλέωση ή Έγκλημα και Τιμωρία; Ομιλία στην εκδήλωση που οργανώθηκε από τις εκδόσεις Άγρα στις 23/6/2011, Σύγχρονα Θέματα  τεύχος 114 Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011 σ. 101-104

Gershom Scholem, Sur Jonas, la lamentation et le judaïsme, Bayard 2007 σ.20

Ό. π. π  σ.21.

 Karl Marx, Critique of the Political Economy

Karl Marx, Critique of the Gotha Program

Walter Benjamin, These on the Concept of History

Ζαν Αμερύ ό. π. π. σ.146

Ό. π. π. σ.148

Ό.π.π. σ. 146

Ό. π. π. σ.134

Ό. π. π. σ. 106

Ό. π. π. σ.148

Παροιμίες 10:2, στο εβραϊκό πρωτότυπο




Πίσω