|
|||
Θοδωρής Γκόνης Ο ύπνος της Αδριανουπόλεως ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΘΗΤΕΊΑΣ ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ Θέλω να πω δυο λόγια για τον Θοδωρή Γκόνη και τη δουλειά του. Αφορμή είναι το τελευταίο του βιβλίο Ο ύπνος της Αδριανουπόλεως, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ, με τη φροντίδα και την καλαίσθητη σφραγίδα του Σταύρου Πετσόπουλου. Θ’ αρχίσω από το εξώφυλλο. Κάτω από τον υπότιτλο- κείμενα της θητείας του βορρά- βλέπω πολλά μήλα,χύμα, σαν να είναι ριγμένα στον πάγκο λαϊκής αγοράς. Επειδή η φωτογραφία είναι ασπρόμαυρη αυτά τα μήλα μοιάζουν λίγο με γεώ-μηλα... Καμία σχέση, πάντως, με τα «Πορτοκάλια της Επιδαύρου»,ένα βιβλίο με διηγήματα του Γκόνη που κυκλοφόρησε το 2000, πάλι από την ΑΓΡΑ, με εξώφυλλο λεπτομέρεια μιας κατάφορτης πορτοκαλιάς, με τους καρπούς και τα φύλλα της, δια χειρός Χρήστου Μποκόρου. Τον Θοδωρή τον ξέρω από τα τραγούδια του, κυρίως από τα τραγούδια που έγραψαν με τον Νίκο Ξυδάκη. Ο ίδιος έχει πει δημοσίως ότι, πριν γνωριστούμε μεταξύ μας, γνωρίστηκαν τα ρούχα μας. Συμφωνώ και επαυξάνω. Ίσως, μάλιστα, εξαιτίας αυτής της προγονικής και γιαυτό βαθύτατης γνωριμίας των ρούχων μας, κάποιοι ακροατές, συγχαίρουν, ενίοτε, εμένα για κάποιο τραγούδι του Θοδωρή και αντιστρόφως. Ο Γκόνης μου θυμίζει αλλοπαρμένο αγροφύλακα της Εαρινής Σύναξης,του Αβδελιώδη. Αλωνίζει τα βουνά και τους κάμπους, και όταν βρει τριφύλλι,αυτό που ξέρουμε όλοι, το κοινό και αποφασίσει να το τραγουδήσει, αυτό γίνεται, ως δια μαγείας, τερτάφυλλο, το σπάνιο και δυσεύρετο, και τυχερό. Ας γυρίσουμε όμως στον Ύπνο της Αδριανουπόλεως. Τι σημαίνει ο τίτλος του; Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου υπάρχει κάτι που ίσως μας βοηθήσει να καταλάβουμε. Δεν ήμουν στην ηλικία που μπορούσα να διαβάζω που μπορούσα να ρωτάω. Άκουγα όμως.Κράταγα. Σημάδευα. Έδενα. Εδώ καταλαβαίνω ότι ο τίτλος του βιβλίου είναι μια φράση που έλεγε ό πατέρας του Γκόνη, αινιγματική και ακατάληπτη για τον μικρό Θοδωρή. Βασικοί κανόνες στιχουργικής. Απομνημόνευση.Απομνημόνευση.Απομνημόνευση. Σκοπιά, φυλακή,επαρχία.Δουλειά. Μεροκάματο. Βιοπορισμός.Υποχρεώσεις.Εμβάσματα.Λογαριασμοί.Ενοίκια.Τράπεζες. Παιδιά. Κενά.....Έχω κενά .Στα κενά.Στα περιθώρια γράφω.Στα περιθώρια που μου αφήνουν οι άλλοι. Άννα Καρένινα.Μαρία Δοξαπατρή. Θεία Σοφούλα Κωνσταντινιά-Σαραντανού. Εκτός από τον Ύπνο της Αδριανουπόλεως,λοιπόν,υπάρχεικαι ο εξίσου ταραγμένος ξύπνος της Πόλεως,της Ζωής και της Τέχνης, των τίγρεων αλλά και των ψύλλων που μπορούν ανά πάσα στιγμή να σε καταβροχθίσουν. Νομίζω ότι το θέμα αυτού του βιβλίου είναι ο ύπνος και ο ξύπνος ενός ανθρώπου εν εγρηγόρσει,ο οποίος εκτός από τον επιούσιο πρέπει να κερδίσει και την ψυχή του. Άπιαστα πράγματα ... Εγώ,πάντως, το είδα σαν ένα Ημερολόγιο χωρίς ημερομηνίες, στο οποίο οι εγγραφές πάνε μπρος πίσω στο χρόνο. Σαν ομαδική αυτοβιογραφία , όπου ο αυτοβιογραφούμενος είναι συνήθως σε δεύτερο πλάνο ή εκτός πλάνου. Σαν ένα αιρετικό μυθιστόρημα, χτισμένο με μικρά, άτιτλα κεφάλαια 3-4 σελίδων, όπου ο Μύθος γίνεται Ιστορία και η Ιστορία Μύθος. Σαν ένα ομαδικό πορτρέτο τέλος με αναρίθμητα πρόσωπα και τοπία, αυτά ,λίγο πολύ, που ξέρουμε από τα τραγούδια του. Πολλά από αυτά τα μικρά κείμενα έρχονται από τον κόσμο των τραγουδιών του Γκόνη. Πηγάζουν από την ίδια φλέβα. Είναι τα καλύτερα. Τ’αναγνωρίζεις αμέσως από τον σίγουρο βηματισμό και την κανονική ανάσα ενός οδοιπόρου, όπως είναι ο Θοδωρής, που τον ενδιαφέρει περισσότερο η διαδρομή και οι στάσεις- σε μια βρύση, στη σκιά ενός δέντρου, στου Τσαντίλη- παρά ο τερματισμός και η κατάρριψη κάποιου ρεκόρ. Αν διεκδικεί κάτι είναι το μετάλλιο της βραδύτητας...Θέλω όσο γίνεται πιο αργά νά ‘χομαι κοντά σου λεει σ’ ενα από τα ωραιότερα τραγούδια του. Θα ήθελα να κλείσω με μια εξομολήγηση. Μιχάλης Γκανάς 3/11/2011
|
|||
Ο Βορράς, μια διαφορετικής τάξης “γεωγραφία” για έναν ρομαντικό Νότιο. Το βουνό (“...όλα τα καταπληκτικά πράγματα της προσωπικής μας μυθολογίας είναι βουνίσια...”), η νοσταλγία της θάλασσας, η συνείδηση της προοπτικής που μεγεθύνεται όσο απομακρύνεται κανείς από το προφανές, το οικείο, το Πάτριο. Ο Γκόνης (εξομολογείται) λατρεύει τη θάλασσα αλλά δοκιμάζεται στο βουνό. Το βουνό είναι για τον συγγραφέα θητεία. Η Μητέρα, διαρκής αναφορά. “...Στη μάνα μου πηγαίνω ζεστός, έτοιμος σαν τους χορευτές. Ξανοιγόμαστε στα βαθιά, στ’ ανοιχτά, στις μεγάλες χορογραφίες, στις μεγάλες ιστορίες. Από κει ξεκινάω, από κει φεύγω. Μακριά...” Ο συγγραφέας-παιδί, ο συγγραφέας που κατοικεί στην αχρονική παιδική ηλικία. “...Αρχή. Γίνεται αρχή. Αυτή δεν την ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πήγε έξι η ώρα, βλέπω πάλι εκείνο το παιδί να έρχεται”. Ο συγγραφέας αναφέρεται στη σχέση αίματος: μάνα, η μεγάλη αρχετυπική πατρίδα. Μάνα - η καταγωγή, το DNA, το χώμα, το νερό. Η ευλογημένη αντιστροφή: Το παιδί ως ενήλικος, αρωγός του γονιού ως παιδιού. Μιλά, η μάνα. “Να έρθεις σε παρακαλώ, πρέπει ν’ αποχαιρετήσω τον τόπο μου, τους ανθρώπους, πρέπει να με πας, δεν μπορώ μονάχη μου και το ξέρεις... Σὲ κουβάλησα στὴν πλάτη μου. Τώρα πρέπει ανάποδα. Ἔλα μὴν αργεις. Περπάτησα, σκαρφάλωσα, τὰ σχοινα, τὶς μυρτιές, τὶς ανεμωνες, τὰ κρίνα, τὰ σκυλάκια, τὰ χαμόμηλα, τὶς αληπασιές, τὶς μέλισσες, τὰ ροδάμια της γης. μαζί σου. Μαζί σου θέλω ξανά. Τὰ τραγούδια.” Το πατρικό σπίτι, όλα τα σπίτια της ανεξίτηλης παιδικής μνήμης : “Ακούς τους χτύπους, το άνοιγμα της πλάκας, τη ραγισματιά, το σχίσιμο στο μάρμαρο, το περπάτημα, το λυγμό... Ακούς προσευχές, σχέδια, προδοσίες, λέξεις, όρκους, ψίθυρους, το σύνθημα, το παρασύνθημα, το σσστ, τις ξεχασμένες, τις βουλιαγμένες γλώσσες...” Η αγωνιακή επιστροφή - στα πάτρια, στην μεγάλη πρωταρχική εκκίνηση, ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ: “...Ποιός σκάβει τάφρους, λαγούμια σκοτεινά; Ποιός μὲ αποκλείει απὸ τὴ βάση μου; Ποιός μὲ καίει; Γι’ αυτὸ λοιπὸν σημαίνει τὸ ξυπνητήρι, γι’ αυτὸ ο συναγερμός, η σάλπιγγα, γι’αυτὸ η φωνή, κάθε βράδυ στὶς 22.35. Γι’ αυτὸ η φωτιὰ στὴν κορφή, η φρυκτωρία, ο φύλακας στὸ Αραχναιο, ο καπνός, η κραυγὴ βοήθεια. Ο Αγγελιαφόρος γι’ αὐτό. Μὲ ειδοποιουν ὅτι πρέπει νὰ γυρίσω, εἰναι ανάγκη νὰ γυρίσω.” Η θεατρική γλώσσα-το θέατρο του Κόσμου. The world is a stage, με τα λόγια του Σαίξπηρ, ο Κόσμος Σκηνή και Σκηνικό των Μεγάλων και των Μικρών εξίσου πραγματώσεων. Ο συγγραφέας αναζητεί την αιτιότητα και των μεν και των δε, παίρνει θέση: “...Με τα λιγότερα, το τίποτα, τα χάρτινα, τα μιας χρήσης, που τα αφήνεις. Με αυτά. Που τα πετάς. Μ’ αυτά πετάς.” Ο συγγραφέας επιβιώνει (ως ο καθείς) στην μεταμοντέρνα “σούπα” της Εποχής, ένοχος “προπατορικών αμαρτημάτων», υπεριστορικών όσο γκροτέσκ. Ο Γκόνης, το παραδέχεται, ταϊζει το φίδι της Ενοχής, φροϋδικής όσο ευρύτερα υπαρκτικής, αλλά ΜΕ ΜΕΤΡΟ: “Ὄχι ὅμως επειδὴ μεγάλωσα στὸ Ναύπλιο, νὰ χρεωθω καὶ τὴ δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Δὲν θέλω. Δὲν εἰναι σωστό. Δὲν εἰναι σωστὸ γιὰ τοὺς Μαυρομιχαλαίους. Τί θὰ ἔχουν νὰ επιδείξουν οι Μαυρομιχαλαιοι; Τί θὰ λένε οι Μανιάτες;” Το Μέτρο, αρχαιοελληνική κληρονομιά, επαινείται από τον Γκόνη ως αναγκαία και ικανή συνθήκη για την επίτευξη της αρμονίας εκείνης που επιτρέπει στον Μεσόγειο άνθρωπο να ισορροπεί ανάμεσα στο παρελθόν και το άδηλο μέλλον του, χαρμολυπημένος, Ορθόδοξος, αναστάσιμος. Ο Παπαδιαμάντης - η μεγάλη αναπνοή. Το (φαινομενικά) Μικρό που υψώνεται σε Μέγιστο. Η μεγάλη κατάφαση: “Λες “ναι” και κατεβάζεις το κεφάλι. Το βλέμμα. Σαν τη φωτογραφία. Στη Δεξαμενή...” Ο “παγανισμός” της Παράδοσης μας, η σοφή αναγωγή στη λειτουργική δυναμική της κοινότητας. Στον τρόπο τον Ελληνικό (εάν υπάρχει τέτοιος και δεν αποτελεί - άλλη μια - ιδιοφυή κατασκευή της γενιάς του ’30). Ο συγγραφέας διαπιστώνει πικρά την ξύλευση της αμυγδαλιάς Πατρίδας: “...τὸ τρυφερό μας τὸ κορίτσι, δὲν ἄντεξε, ἔπεσαν ὅλα, ὅλοι πάνω της, δὲν κράτησε, τὴν πηραν τὴν ἔσυραν, σκορπίστηκε, μοιράστηκε, σπαταλήθηκε, δὲν της ἔμεινε τίποτα γιὰ τὸ μυστικὸ δειπνο. Ὅταν μαζευτήκαμε δίπλα της στὸ τέλος, ἄδεια χέρια μὲ τὸ σημάδι απ’ τὸ καρφὶ στὴν παλάμη. Δὲν ἄντεξε, δόθηκε. Τί νὰ σου κάνει καὶ η ομορφιὰ ὅταν εἰναι καλόγνωμη, δὲν τὴν μπορει τὴν ἄρνηση, δὲν τὴν αντέχει. Εἰναι αδύναμη.Ὅσο γιὰ τὸ κτημα, δὲν αξιωθήκαμε, πέρασαν, τὸ πάτησαν, τὸ βίασαν, τὸ ἔσκαψαν, τὰ ξεφτέρια, τὰ αρπαχτικά, ἠρθε η ανάγκη, η αρρώστια, η ὥρα η κακή, τὸ νέο χρημα. Ἔπεσε. Ἔπεσε σὲ ξένα χέρια”. Ο Γκόνης λυπάται για την παραμόρφωση του Ελληνικού ήθους, για την επικράτηση μανιχαϊκών προβολών, για τον απρεπή καταναλωτισμό της καθημερινότητας, για την κενότητα, την μωροφιλοδοξία. Λυπάται αλλά δεν απελπίζεται. Ορμητικά απαιτεί το μερίδιο που του αναλογεί, πανηγυρικά αποδέχεται την ευθύνη που του έχει χρεωθεί, ΤΟ ΜΕΡΙΔΙΟ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΤΟΥ ΑΝΗΚΕΙ. Ο συγγραφέας ΠΙΣΤΕΥΕΙ. ΑΓΑΠΑ. ΕΛΠΙΖΕΙ. “Η ζωὴ πρέπει νὰ περάσει, εἰναι ασθενοφόρο, εἰναι πυροσβεστική. Προηγειται. Δὲν ακουτε; φωνάζουν, σφυρίζουν, χτυπουν καμπάνες, κλάξον, ντουντουκες ευφάνταστες. Ντρὶν ντρὶν τὰ κουδουνάκια σὲ ὅλα τὰ ποδήλατα, τρυφεροὶ αντίχειρες, θεληματικὰ πιγούνια. Ἔρχονται, φτάνουν χρυσαλλίδες μεταξωτὲς πανέμορφες.” Εξίσου: “Ό,τι έπεσε πάνω στην πέτρα, πάνω στην άσφαλτο, καλώς έπεσε... Ό,τι έπεσε πάνω στο χώμα, με το καλό να ‘ρθει”. Κι αλλού: “...Είσαι ο συγκινημένος και ευγνώμων πυραγός. Με τα καψαλισμένα βλέφαρα. Αυτός ο ενθουσιώδης. Έτοιμος για νέες περιπέτειες, για νέες ευθύνες...” Και ξανά: “Σκάψε, γράψε, φύτευε. Πὲς καὶ κανένα καινούργιο τραγουδάκι νὰ ζωντανέψουνε τὰ φύλλα κι οι βραγιὲς νὰ πρασινίσουν. Οι παράγραφοι. Μην εἰναι ὅλα στρόγγυλα κι ολοκληρωμένα. Ἄσε καὶ κάτι στὸν καιρό. Πιὸ ωραια τὰ τελειώνει αυτός. Ἔχε του λίγο εμπιστοσύνη”. Τελικά: “...Όχι, προς Θεού, να μη χάσουμε τη δροσιά μας, τη χλωρασιά μας, τους στίχους, τις στροφές μας, τα ρεφραίν μας, τα τραγούδια μας, τους ανθρώπους μας, τον άνθρωπο μας.” Ο Καποδίστριας - το αίμα το αθώο, το αποτύπωμα της σφαίρας στο σώμα της εκκλησίας, εκεί, δίπλα του, ένα στενό παρακάτω στο λαβύρινθο των σοκκακιών της λατρευτής του γενέτειρας πόλης. Το Ναύπλιο ως θέατρο μοιραίας παραμόρφωσης της μοίρας του νεωτερικού Ελληνισμού: Εάν ο Καποδίστριας επέστρεφε, θα διαπίστωνε πως σ’ αυτό τον Τόπο παραμένουμε “...Αμετακίνητοι. Καμία ἔκπληξη. Κολλημένοι. Στὶς θέσεις μας. Οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι, οι καθηγητές, οι δημοσιογράφοι, οι καλλιτέχνες, οι δάσκαλοι, η υπεξαίρεση, η διαγραφή, η παραγραφή, «ο δικός μας», ο θειος – ο «χαμοθιός», ο προστάτης ο κουμπάρος...Όλοι στις θέσεις μας. Τίποτα δεν έχει αλλάξει”. Ο Σαίξπηρ (όταν ο συγγραφέας επιλέγει, τρυφερά αυτοσαρκαστικός, ως alter ego το ταπεινό γαϊδούρι: “...Το γκριζωπό μου, που μιλάει με την αλεπού, με το λύκο, με το ποτάμι, με το πηγάδι, με το αλάτι, με τον Χριστό, με τους ανεμόμυλους, με τα όνειρα της καλοκαιρινής νύχτας...”), ο Τολστόϊ, ο Κορνάρος, ο Σεφέρης (“ Ό,τι χάθηκε καλώς χάθηκε, ό,τι έλειωσε καλώς έλειωσε..”), ο Καρυωτάκης, ο Ελύτης, ο Γκάτσος (“...Ο τάφος ο μεγάλος άντεξε, δεν μαύρισε, δεν άνοιξε, κρατάει γερά το μυστικό του...”), ο Σαχτούρης (“...Δέρνουν το χειμώνα. Τινάζουν τη σκόνη του...”), ο Καρούζος. Η καταφυγή στην Άλλη Ζωή, τη Γραφή: “ ...διαβάζαμε για να φύγουμε όσο γινόταν πιο μακριά. Ποιός, καλή του ώρα, να μας δίδαξε τη μέθοδο, τον τρόπο, ποιός Άγιος άνθρωπος μπήκε πρώτος με το βιβλίο στο σπίτι μας... Ποιός μας έβαλε το κεφάλι βαθιά μέσα στα νερά; ποιός μας έδειξε το δρόμο; ποιός μας έκλεισε πονηρά το μάτι και μας άνοιξε αυτή την παρηγοριά; Τι μαρτύρια θα είχε περάσει, τι σταυρούς, τι καρφιά, τι φαρμάκια, τι λιθοβολισμούς, τι χολές, τι επιθέσεις!” Η ηχώ των δημοτικών αλλά και των λαϊκών τραγουδιών, το Τραγούδι ως έργο και εργαλείο, ως ιδιοφυής σύνοψη της συνομιλίας Ποίησης και Μουσικής (“...Το τραγούδι θέλει μουσική, θέλει ποίημα...Το τραγούδι από μόνο του δεν μπορεί. Βαρέθηκε. Θέλει να βγει από τις λέξεις. Θέλει ν’ ανθίσει, να μπει στο ποίημα. Να φορέσει το λουράκι του, να δηλωθεί, να γίνει του δρόμου. Ποίημα του δρόμου. Τραγούδι”). Τα κορίτσια, οι νεαρές γυναίκες, ο έρωτας για το ερωτικό υποκείμενο -αντικείμενο του πόθου (“...Θά ’ρθω νὰ τσουγκρίσουμε. Δηλαδή, αυτὸς ο ἠχος μου αρέσει. Τὸ τσάκ. Τὸ ράγισμά μου απὸ σένα. Ὅ,τι φυτρώσει απὸ σένα, θὰ μεγαλώσει. Καημός. Καημὸς εἰναι αυτός. Αγάπη. Σεβντάς...”), αλλά κι ως σύνολη εκδοχή βίου, ως ερωτισμός υπαρκτικός, ζωογόνος, ορμή αρχετυπική που υπερβαίνει -ως “ΝΑΙ” (“το ναι το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το ναι το φιλάνθρωπον”) - όλα τα πεισιθάνατα “ΟΧΙ”, όλα τα υστερόβουλα “ΠΡΕΠΕΙ”, όλων των ειδών τις αλλοτριωτικές αναπληρώσεις, τις έωλες δεοντολογίες. Η ποιητική στα “χρονογραφικής” εκκίνησης κείμενα του Θοδωρή Γκόνη: “Είναι μεγάλα πηγάδια οι πόρτες”. - Και το τραγούδι, “κρυμμένο” αλλά παρόν: Δὲν ἔχει χάρτες πάνω απ’ τὰ σύννεφα. Δὲν ἔχει κύματα, Δὲν ἔχει Δούναβη, Βόλγα καὶ Ρηνο, Βρὲς τὸ καρφάκι σου νὰ μὲ καρφώσεις, -Νοέμβριος 2011-Επ’ ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου στον “Ιανό” |
|||
Mια βιβλιοκριτική από έναν ερασιτέχνη αναγνώστη Του Δημοσθένη Μπρούσαλη Έχετε κοιμηθεί στην Aνδριανούπολη; Άραγε, τι ιδιαίτερο έχει ο ύπνος εκεί; Tι εννοεί ο Θοδωρής Γκόνης με αυτή την αινιγματική φράση; Kαι γιατί την κάνει τίτλο του βιβλίου του; Πρόθεση μου δεν είναι να αποκαλύψω. Ούτε να ερμηνεύσω τις λέξεις του Γκόνη. Διάθεσή μου, να προτείνω ένα τρόπο ξεκλειδώματος: Τα πυκνά, εσωτερικά κείμενα του Θοδωρή δεν διαβάζονται με τα μάτια. Ούτε με το μυαλό. Τα νοιώθεις με τις αισθήσεις. Το ένστικτο και την καρδιά. Ο Γκόνης γράφει όπως μιλάει. Όπως σκέφτεται, τελικά. Με μικρές, νευρικές λέξεις. Που στην πρώτη ανάγνωση δείχνουν συχνά αταίριαστες. Παράταιρες. Οι συνδυασμοί τους σε ξαφνιάζουν. Σε βάζουν σε εγρήγορση. Και πρέπει να διαβάσεις όλο το κείμενο για να χαρείς την επίγευσή του. Δεν υπάρχει ανάγκη να καταλάβεις γιατί η κάθε λέξη υπάρχει. Τι εννοεί. Χρειάζεται να ανοίξεις και να δεχτείς. Και όλα μπαίνουν στην θέση τους, αρμονικά. Ο Θοδωρής δεν εκβιάζει την σημασία και το μήνυμα με τα γραπτά του. Δεν αισθάνεται καν την ανάγκη να συμπυκνώσει το νόημα σε τίτλους. Τα κεφάλαιά του ξεχωρίζουν με αριθμούς. Αύξοντες αριθμούς. Αντιμετωπίζει φιλελεύθερα τον αναγνώστη του. Τού αποκαλύπτεται. Τον εκθέτει στο ιδιότυπο χιούμορ του. Τον ταξιδεύει. Τον πάει μέχρι τα σύνεφα και πάνω απο αυτά. Μόνο και μόνο για να του δείξει ότι τα καλά είναι κάτω. Στο έδαφος. Εκεί από όπου ξεκίνησε. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό όλων όσων κάνει ο Θοδωρής. Ονειρεύεται, πετάει, αλλά με τα πόδια στέρεα. Θεμέλια. Άγκυρες. Που δεν του απαγορεύουν να ξανοιχτεί μεσοπέλαγα. Αντίθετα. Εχει ρίζες βαθειές γι’αυτό μπορεί και τρέχει. Συχνά ο ρυθμός στο λόγο, τα λογοπαίγνια που γίνονται ομοιοκαταληξίες για να δείξουν πόσο κοινά σημεία έχουν τα αντίθετα, δείχνουν τον στιχουργό Γκόνη. Και ακόμη και αν ο πεζός του λόγος είναι δύσκολο να μελοποιηθεί, ο ρυθμός είναι πάντα παρών. Είναι ένας εσωτερικός ρυθμός, μια πειθαρχία που γνωρίζει σαν δεύτερη φύση πια, πώς να πει όσα πρέπει να ειπωθούν με τρόπο γοητευτικό. Ιδιότροπο. Τόσο, όσο για να γίνουν ενδιαφέροντα τα λόγια. Να μην μπορείς τα προσπεράσεις. Να τα απορρίψεις, ναι. Να διαφωνίσεις. Αλλά όχι να τα αγνοήσεις. Ο Θοδωρής είναι ένας αμετανόητος παρατηρητής. Βλέπει, δεν κοιτάει. Αφουγκράζεται, δεν ακούει. Αυτή είναι η πρώτη ύλη του. Μαζί με τις παραστάσεις και τα διαβάσματα, είναι οι κουβέντες. Ο δρόμος. Οι άνθρωποι. Με αυτά συνθέτει τα κείμενά του. Δείχνοντας στον αναγνώστη που θα τον εμπιστευτεί, ότι μπορεί να υπάρχει και άλλη ανάγνωση σε ό,τι ζει. Οχι απαραίτητα πιο όμορφη. Ούτε πιο αισιόδοξη. Σίγουρα όμως αληθινή. Eίναι φανερό πως δεν γράφει για την ομορφιά των λέξεων. Και ας τις διαλέγει τόσο προσεκτικά. Δεν τον αφορά η εικόνα των προτάσεών του. Οι λέξεις είναι απλά τα εργαλεία. Χρηστικά τις αντιμετωπίζει. Σαν ψηφίδες. Που από μόνες τους δεν είναι τίποτε. Είναι ευτελείς. Πετραδάκια. Δεν διεκδικούν δάφνες πολύτιμου λίθου. Τον αφορά το τελικό μωσαϊκό. Αυτό που φτιάχνουν τα πετραδάκια όλα μαζί. Και που για να δείς την ομορφιά τους πρέπει να κρατήσεις μιαν απόσταση. Να κάνεις δυο βήματα πίσω. Να ανεβείς ένα σκαλάκι. Να μισοκλείσεις τα μάτια και δείς όλη την εικόνα. Το βιβλίο διαβάζεται εύκολα. Μονορούφι. Αρκεί να το προσεγγίσεις με σεμνότητα, σαν ίσος προς ίσο. Χωρίς δυσπιστία. Έτοιμος. Και είναι από αυτά που ξέρεις πως θα τα ξαναδιαβάσεις γρήγορα. Θα θελήσεις τις σελίδες του. Θα αναζητήσεις την αίσθηση της πρώτης ανάγνωσης. Και διαισθάνεσαι πως την επόμενη φορά, ίσως ανακαλύψεις και κάτι άλλο ανάμεσα στις γραμμές. Ή πίσω από αυτές. Σπάνια έχει συμβεί να γνωρίζω προσωπικά τον συγγραφέα ενός βιβλίου που διαβάζω. Θα εκμεταλευτώ την εξαίρεση και θα πω πως το βιβλίο είναι του Θοδωρή. Είναι ο Θοδωρής. Παραμένει προσωπικό και μαζί, γενναιόδωρο. Σου χαρίζεται και σου χαρίζει. Όποιος είχε την χαρά να συζητήσει μαζί του, θα διακρίνει τα κοινά σημεία. Αλλά μην πιστεύετε εμένα. Άλλωστε και εγώ ένας απλός αναγνώστης είμαι. Σαν και εσάς. Ένας ερασιτέχνης. Εγώ μόνο μια συμβουλή έχω: Δοκιμάστε το βιβλίο. Κοιμηθείτε το δικό σας ύπνο της Ανδριανουπόλεως. Μόνο έτσι θα καταλάβετε την γεύση των ασπρόμαυρων μήλων του εξωφύλλου του. Και τη χρωματιστή ποίηση των σελίδων του. Πάνω και κάτω από τα σύννεφα. ΥΓ. Επιτρέψτε μου κλείνοντας, να αναφερθώ πιο προσωπικά στο θέμα και στον συγγραφέα του. Ημουν παρόν προχτές στον Ιανό, στην παρουσίαση του βιβλίου. Σε μία σεμνή εκδήλωση, σαν τον ίδιο το Θοδωρή. Που την λάμπρυναν αυτοί που ήρθαν για να τον τιμήσουν, με τα λόγια και με τα βλέμματά τους. Συνειδητοποίησα λοιπόν, καθισμένος σε μια άκρη της αίθουσας, παρατηρώντας με την σειρά μου, ότι ο Γκόνης κάθε άλλο παρά ετερόφωτος είναι, όπως ίσως θεωρούν κάποιοι στην πόλη μας. Διαισθάνομαι ότι μάλλον δεν του κάνουμε καμμία χάρη. Δεν εξαρτάται από μας, ούτε επαγγελματικά, ούτε καλλιτεχνικά. Διατηρεί μία τίμια σχέση μαζί μας και με το έργο που ανέλαβε και παρέδωσε τρία χρόνια τώρα. Και θα συνεχίσει και με το επόμενο Φεστιβάλ, που ήδη έχει φτιάξει στο μυαλό του. Με ωριμότητα και αυτοπεποίθηση, χωρίς να τον αποτρέπουν τα εμπόδια. Που ναι, υπήρξαν και υπάρχουν, μη γελιόμαστε. Μαζί με την αμφισβήτιση, την καχυποψία, την άδικη επίκριση. Είδα προσωπικότητες της τέχνης του, της κάθε τέχνης του, του θεάτρου, της μουσικής, της ποίησης, να τον αντιμετωπίζουν σαν έναν από αυτούς. Ο Θοδωρής το έχει κατακτήσει αυτό που μπορούσε. Και δεν του το παίρνει κανείς. Δεν εξαρτάται από κανέναν. Το έχει. Χτες, μιλώντας μαζί του μου είπε πως στεναχωριέται γιατί η κατάσταση που ζούμε σαν χώρα, έχει κάνει τον λόγο, την δουλειά του πολύ πιο δύσκολη. Νοιώθει ότι πληθαίνει η δυσπιστία απέναντι σε όποιον και αν προσπαθεί να πεί κάτι. Με κείμενα ή με στίχους. Του απαντάω μέσα από αυτές τις λίγες γραμμές ότι κακώς ανησυχεί. Και έχω 200 τραγούδια και ένα φρέσκο βιβλίο για να του το αποδείξω. Αρκεί να συνεχίσει να βλέπει, να αφουγκράζεται και να παρατηρεί. Αυτό αρκεί.
|