Ομιλία του ΘΩΜΑ ΚΟΡΟΒΙΝΗ
Μια δημόσια εξομολόγηση. Καταβύθιση στο βαθύτερο είναι
ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΚΟΝΗΣ,
"Ο ΥΠΝΟΣ ΤΗΣ ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΘΗΤΕΙΑΣ ΤΟΥ
ΒΟΡΡΑ"
Άγρα 2011
Το βιβλίο αυτό είναι η μικρή "Ασκητική" του σκηνοθέτη, ηθοποιού, ποιητή και συγγραφέα Θοδωρή Γκόνη, Πελοποννήσιου συμπατριώτη μας, με έντονα τονισμένη την αίσθηση και την συνείδηση της εντοπιότητάς του, που αναμετρά όμως τις αμφίθυμες σημαδιακές εμπειρίες του εδώ και χρόνια στις πολιτείες και τα θέατρα του Μακεδονικού κόσμου. Είναι μια πάμπλουτη συγκομιδή από σκέψεις, προβληματισμούς, αμφιβολίες, ενοχές, αναμνήσεις, ματαιώσεις, απολογισμούς, αποκαλύψεις, μια δημόσια, γραπτή, παραληρηματική εξομολόγηση ενός ανθρώπου που έχει πολύ έντονα και βαθιά δοκιμαστεί. Με την ακραία δοκιμασία του τυραννικού "΄Υπνου της Αδριανουπόλεως".
Και ποιος είναι ο "΄Υπνος της Αδριανουπόλεως", ο γνωστός και στους Τούρκους ιστορικούς και χρονικογράφους ως "Edirnenin uykusu", που διάλεξε ο Θοδωρής για να τιτλοφορήσει το γενναιόδωρο και στοχαστικό συναξάρι του; Η απάντηση δίνεται στο κεφάλαιο 7 του βιβλίου
: "Είναι σπίτια που ξαγρυπνούν, πεινάνε τ' όνειρο, γαβγίζουν τ'
αστέρια. Στρώνουν να κοιμηθούν τη νύχτα της Αδριανουπόλεως. Στη σκηνή της. Στο χαλασμένο, διαλυμένο, φύλλο-φτερό, στρώμα τους. Υποφέρουν τον ύπνο του Πορθητή. Τον ταραγμένο. Μια νύχτα πριν την Άλωση. Ανεβάζουν τον πυρετό του Λιονταριού. Θέλουν. Ονειρεύονται. Ορέγονται". Για την ιστορία, ο δεκαεννιάχρονος Παντισάχ Μεχμέτ ο Β΄, έχοντας διαδεχθεί στον θρόνο το 1444, σε ηλικία μόλις δέκα ετών, τον πατέρα του Μουράτ τον Β΄, πασχίζει να κοιμηθεί παραμονές της Άλωσης, μέσα στο σουλτανικό τσαντίρι του, σ' έναν στρατωνισμό έξω από την Αδριανούπολη, δεύτερη πρωτεύουσα των Οσμανλιδών μετά την Προύσα, και ζει το μαρτυρικό ολονύχτιο ενύπνιο της πολιορκίας και της εκπόρθησης της σπαραγμένης Βασιλεύουσας του κόσμου, παλεύοντας με τους εφιάλτες του, κουρελιάζοντας μαξιλάρια και τσαρσάφια και ξεσκίζοντας το ιδρωμένο στρώμα του. Αυτός είναι ένας από τους πιο διάσημους -στοιχειωμένους με
βραχνάδες- ύπνους ηγεμόνων στην ιστορία του κόσμου. Του ιδιοφυούς και λεοντόκαρδου νεαρού Μωχάμαντ, που γαλουχήθηκε στο χαρέμι από την χριστιανή μητριά του και μετονομάστηκε σε Φάτιχ, δηλαδή Πορθητής μετά το πάρσιμο της Πόλης, την οποία αφού επέτρεψε να διαγουμίσουν τα παθιασμένα και μισαλλόδοξα στίφη των στρατιωτών του, την μετονόμασε σε Κονσταντίνιγιε, δηλαδή Πόλη του Κωνσταντίνου (το Ιστάνμπουλ είναι μετονομασία πολύ μεταγενέστερη, του 20ουαιώνα), και βάλθηκε κατόπι να την αναστήσει και να την μετατρέψει ξανά σε κέντρο της οικουμένης.
"Στη μάνα μου πηγαίνω ζεστός, έτοιμος σαν τους χορευτές" λέει ο Θοδωρής. Το κεφάλαιο 3 ξεκινάει : "Στο δρόμο. Στο πόδι. Στο νύχι.
Στο φτερό..." και καταλήγει : "Εφτά βουνά. Εφτά χαράδρες. Εφτά φωνές.
Από τα βάθη. Του άλλου κόσμου". Διανύοντας με ανάσα κοφτή λαχανιασμένες φράσεις, περιφράσεις, λεκτικά μόρια, σκάβοντας με σπουδή απολησμονημένα ορυχεία της ρωμαίικης γλώσσας και σκοπεύοντας στην εξόρυξη ποιητικών αμαλγαμάτων που απ' τις απολιθωμένες φλέβες τους ανασταίνονται και ξεπηδούν αυθεντικά σπαράγματα ζωής. Με ουσιαστικά κυρίαρχα. Ρήματα λιγότερα. Με περίσσεια επιρρημάτων, προθέσεων.
Επίθετα πυρίμαχα και ουσιαστικά ανοξείδωτα. Μεγάλες γκαστριές που οδηγούνται σε μικρές αλλεπάλληλες γέννες. Ταπεινές λεξούλες, τιποτένια μόρια. "-Που ήσουνα; Που γύρναγες; -Ρόγες. Μάζευα ρόγες. Ρόδες. Ρόδα.
Στάχυα. Κύκλους. Τώρα πρέπει να στρωθώ. Όχι επιπόλαια. Όχι φάλτσα. Όχι φωνές. Καθαρά. Πιπέρι στη γλώσσα". Με το λίγο, με το ελάχιστο, μπορείς να αποδώσεις το πολύ, να φτάσεις στον απόλυτο βαθμό του. Με έναν και μόνον αριθμό μπορεί να στηθεί μια παράσταση, μπορείς να σκαρώσεις την σκηνοθεσία μιας πρότυπης αυτοβιογραφίας. Για παράδειγμα, με τον πρώτο αριθμό, το "ένα" : "Ένα κορίτσι αγαπάμε. ...Σ' ένα σημείο σκάβουμε. Σ'
έναν θεό πιστεύουμε .....Ένα. Τι μεγάλο που είναι. Τι ψηλό βουνό.....
Γιατί το ένα είναι το κατόρθωμα. Είναι το ρεκόρ μας..... Γιατί το ένα είναι σκάλα. Είναι σκάλα, είναι βάση, είναι εφαλτήριο. Γιατί το ένα
είναι πολύ". Η μια λέξη κυνηγάει την άλλη. Η μια τρέχει πίσω απ'
την άλλη, να την προλάβει. "Οι λέξεις είναι θηλυκές, γεννάνε κι άλλες
λέξεις" λέει ο παροιμιακός λόγος των παλαιών Ελλήνων. Κι ο Θοδωρής τον
ακολουθεί. Φωνές ματαιώσεων και αδικιών ακούγονται μέσα στο ποδοβολητό και στην χλαπαταγή του λόγου του που καλπάζει ώρες ώρες σαν αφιονισμένος δρομέας. Λόγος, σα γλωσσοδέτης χρόνια αιχμάλωτος, που λύνεται απότομα, στην απόδρασή του παραληρεί ακατάσχετα και ξαφνικά σταματά και βουλιάζει στην σοφία της σιωπής. "Ο λόγος σημαίνεται από εκείνα που θα' χε να αποσιωπήσει" μας είχε πει ο ποιητής Γιάννης
Ρίτσος".
Ο Θοδωρής καταθέτει συχνά το παράπονο του Νότιου, περιγράφει την απορία και το ντέρτι του εσωτερικού μετανάστη. Ο Γκόνης επέλεξε βεβαίως ο ίδιος την θητεία του στο Βορρά, δε τον πέταξε εδώ κανένας Γαρμπής που ξεριζώνει τη βαμβακιά και ταξιδεύει τα μπαμπάκια απ' τ'
Μπούρτζι στο Γεντί κουλέ. Φαίνεται όμως πως ακόμη κι ο εκούσιος ξενιτεμός, παρά την καλή ζωή και τις δόξες, μπορεί να σου κληροδοτήσει το άχθος του εξόριστου μέσα στην ίδια σου την πατρίδα. "Αλίμονο κι αλί καημός του γιαμπαντζή ξενιτεμός" λέει ένα λαϊκό δίστιχο σε χρήση προσφιλέστατη στα γραπτά του Παπαδιαμάντη. Όπου "γιαμπαντζής" ο ξενιτεμένος και "γιαμπάν" τουρκιστί η ξενιτιά που την λένε βέβαια και "κουρμπέτι". Κουρμπέτι, η ξενιτιά, μα πιο πολύ εδώ σε μας, με την έννοια της περιπλάνησης και του αυτοπροσδιορισμού μέσα στο χαρμάνι της κακοτράχαλης πιάτσας της ζωής έξω από την ασφάλεια της σπιτικής στοργής. "Το κρεβάτι μου στο Βορρά είναι στενό, το στρώμα σκληρό, κρεβάτι εκστρατείας. Στρατιώτης του μεταβατικού, πλαγιάζω με τα ρούχα
μου" λέει ο Θοδωρής. Ισχύει και γι' αυτόν το διαχρονικώς και
παγκοσμίως εν ισχύει καζαντζιδικό διαβατήριο που είναι "πικρό σαν
δηλητήριο", όπως το αντιλήφθηκε ο λαϊκός ποιητής Κώστας Βίρβος. "Το
ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό, το νερό της θολό και το στρώμα σκληρό".
Πως χτίζεται το λεμονόσπιτο; Σ' ένα απρόσιτο απάγκιο, μακριά απ'
τους πονηρούς και τους άρπαγες μας προτρέπει ο ποιητής μας να φυτέψουμε τη λεμονιά. Να την προφυλάξουμε απ' τις αχόρταγες ματιές, απ' τον κακό καιρό. Ποιος θα το μαστορέψει; Το χέρι της καρδιάς. Και ποιος θα στύψει τον καρπό της λεμονιάς; Μα "ο πιο μικρός και πιο
όμορφος" λέει ο Θοδωρής. Γιατί το ξινό του λεμονιού που θα νοστιμέψει
το δείπνο μας θα αναμειχθεί με την ευωδία της αγνότητας και την ευμορφία της νεότητος που θα μεθύσουν γλυκά τις αισθήσεις μας. Γλυκά και ωφέλιμα. Ο Θοδωρής, θεραπεύοντας μία δικής του εμπνεύσεως "τέχνη
αλυπίας", προτείνει την αειθαλή παραμυθία της ανθρώπινης βασάνου, την
επιστροφή στον απάνεμο κόρφο της αγαθής μνήμης. Να ξαναγίνουμε οι ωραίοι ανυποψίαστοι του παιδικού πανηγυριού. Γιατί, "χωρίς τη γνώση της φωτιάς ωραιότερα καιγόμαστε" μας είχε ψιθυρίσει στον καιρό του ο οραματικός ποιητής Νίκος Καρούζος.
Είπα "τέχνη αλυπίας" και διαβάζοντας αργά και φωναχτά ολόκληρο το κεφάλαιο 6 -κάνοντας ταυτόχρονα ένα δωρεάν νοερό ταξίδι στις έκπαγλες πελοποννησιακές φυσικές καλλονές- πίστεψα πως η καταβύθιση του Γκόνη στους εμβληματικούς τόπους, πόλεις, καστροπολιτείες, χωριά, ποταμούς, αρχαιότητες, Καϊάφας, Καρδαμύλη, Ολυμπία, Αλφειός, Φιλιατρά, Καρύταινα, της πρώτης, μεγάλης και ένδοξης πατρίδας του, αποτελεί και μια μέθοδο απίστευτης παρηγορίας δια της αναβαπτίσεως του "είναι" στα άχραντα νερά της γενεσιουργού μήτρας, που στοιχειώνουν τα χαλάσματα της πρώτης ταυτότητας, η οποία, παρά τις κατοπινές παραμορφώσεις της, μας σφραγίζει για πάντα : "Περπάτα στα νερά, μη φοβάσαι. Έλα, θα πάμε μετά στην Τεγέα. Κάνε κουράγιο μέχρι εκεί. Θα αγοράσω επιτέλους τον γάιδαρο που επιθυμώ. Αυτόν θα αγοράσω, αυτόν που σου έταξα. Στη ζωοπανήγυρη της Τεγέας, θα δώσουμε ό, τι έχουμε και δεν έχουμε, θα πάρουμε τον καλύτερο. Θα σ' ανεβάσω επάνω και θα σε πάω στη Σπάρτη, ωραία Ελένη μου, στον Ευρώτα, στον Μυστρά, στην Παντάνασσα, στ'
Αφεντικό. Εκεί, εκεί μέσα θα σε παντρευτώ. Θα σε στεφανωθώ. Εκεί".
Εδώ, στην ανάγκη για ανασυγκόλληση των σπαραγμάτων της πρώτης ταυτότητας του ανθρώπου, εντάσσεται και η σύσταση του συγγραφέα για πυρετική, τραγουδιστή ανάγνωση της "Φόνισσας", ως εισιτήριο δηλαδή για την επιστροφή στον παράδεισο της παιδικής φαντασίας, που με τα φτερά της ο μικρός Θοδωρής και η παρέα του πετούσαν στα πέρατα του κόσμου :
"Διαβάζαμε", λέει, "για να φύγουμε όσο γινόταν πιο μακριά".
Δεν είναι, βέβαια, μόνο το φάντασμα της Φραγκογιαννούς και άλλα παιδιά του κυρ-Αλέξανδρου που τον κυριεύουν. Σε όλο το ανάγνωσμα παρελαύνουν σποραδικά ονόματα αγαπημένων συγγραφέων και των ηρώων τους, ρήσεις και σκέψεις τους : Ο Νέρων και ο Γάλβας με τη ματιά του Κωνσταντίνου Καβάφη, ο Μίσκιν και η Άννα Καρένινα, ο Παλαμάς και ο Καρκαβίτσας, ο Νίτσε και ο Κόνραντ, τα Απόκρυφα Ευαγγέλια.
Ο Γκόνης χωρίς την άρρηκτη σχέση του με την γενεαλογία της Πελοποννήσου είναι ανύπαρκτος. Η πατρογονική κληρονομιά διατρέχει τα γραπτά του, η μυθολογία του Μορέως, ως ενθύμιον μα και εγκόλπιον πατριδογνωσίας που έχει μουσκέψει την υπόστασή του : ο Ηρακλής και η Λερναία Ύδρα, το ολέθριο πέρασμα των ορδών του Μπραίμη, το ολοκαύτωμα στο Ίσαρι, ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς κι ο Καποδίστριας.
Ο Γκόνης ενίοτε φιλοσοφεί. Καίρια και ψυχωφέλιμα. Η επιτομή της αποσταγμένης εμπειρίας του περιέχεται σε τέτοιες πρωτότυπες ευφυείς ρήσεις διατυπωμένες εν είδει αποφθέγματος καθολικής ισχύος εν παντί καιρώ και τόπω :
"Για την ομορφιά βασανίζεται ο άνθρωπος. Για την ομορφιά και το χρήμα.
Για τον ανθό και τον καρπό"
"Να μην ταίζουμε το φίδι νύχτα μέρα με το αίμα μας. Είναι παμφάγο" "Γιατί τόσο άχτι με ό, τι γνωρίζουμε και μας γνωρίζει πιο πολύ;" "Ό, τι φυτρώσει από σένα θα μεγαλώσει" "Είναι μεγάλα πηγάδια οι πόρτες" "Ο λαιμός θα καίγεται, τα λόγια θα είναι!" "Οι μεγάλες πόλεις θέλουν μεγάλα πράγματα" "Είναι ωραίο να βλέπεις το τραγούδι να περπατάει δίπλα δίπλα με το ποίημα" "Οι αποστάσεις ενώνουν, τα ταξίδια μεγαλώνουν τον άνθρωπο" "Η ζωή δεν είναι να σε πατάει, ούτε να την πατάς. Είναι να την περπατάς, να της χαμογελάς. Να την ρωτάς "πώς σε λένε;" "Το ψέμα πάντα θα βλέπει την πλάτη της ζωής"
Ναι, Θοδωρή, με τις φράσεις σου φέρνεις σκέψεις που θα θέλαμε να τις πούμε μα δεν είχαμε ακόμη βρει τον τρόπο. Ίσως γιατί εσύ ξέρεις να συνομιλείς με τις οχιές. Να κάνεις το γαϊδουράκι ανθρωπάκι.
Να ξεγελάς την αλεπού των παραμυθιών. Να ανασταίνεις τον Αίσωπο. Ναι, Θοδωρή, "δεν είναι μόνο άνθρωποι άστεγοι, είναι και λέξεις.......
Φτερουγίζουν, κλαίνε, τραγουδάνε, εκλιπαρούν, ζητιανεύουν, βρίζουν, φτύνουνε, γελάνε, ζητάνε τσιγάρο, χτυπάνε πόρτες, πεινάνε, φυτοζωούν, μεθάνε με "Μαλαματίνα". Ναι, φίλε μου, "δεν γίνεται Πάσχα χωρίς χωματένιο δρόμο". Κι ο χωματένιος δρόμος είναι η οδός του μαρτυρίου του καθενός μας. Όπου σ' ένα σταυροδρόμι μας περιμένει η μάνα μας κάθε άνοιξη να την εμπιστευτούμε σ' έναν καλό Ιωάννη, καλύτερο από μας, στη θέση μας.
Ο Θοδωρής Γκόνης είναι θηρευτής, τριγυρίζει την χώρα προς άγραν ευάγριων θηραμάτων, πνευματικών και υλικών, από εκείνα τα εκλεκτά και τα σπάνια. Ένας πολυμήχανος Μωραίτης, σκαμμένος και σπουδαγμένος από την θητεία του στην Παλιά Ελλάδα, πλουταίνει την πολιτεία του με το πολύχρονο και εποικοδομητικό του πέρασμα από τις βορειοελλαδίτικες μητροπόλεις : Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Σέρρες, Κομοτηνή. Αυτές που ο ίδιος ονομάζει "παραλλαγές εξορίας". Και μετά, γίνεται πιο τρυφερός, και, ας πούμε, το διορθώνει ή το ξορκίζει : "παραλλαγές πατρίδας". Θύει στον βωμό της ποιήσεως. Και στον βωμό της καλλονής. Γι' αυτό και κολυμπάει στα βαθιά, βουτάει στα βουρκόνερα. Γιατί "όποιος αγαπάει τα ρόδα, πέφτει στ' αγκάθια". Και ως εραστής του ωραίου είναι παλαιστής ανεξάντλητος και αγωνιστής σ' έναν αγώνα ατέρμονο. Δε μπορεί να φτάσει, δε μπορεί να βρει το τέρμα του δρόμου (το οποίο εξάλλου δεν υπάρχει). Γιατί "όποιος κοιτάει την ομορφιά, χόρταση δεν έχει". Ο Θοδωρής τη μελετάει τη ζωή. Και την οργώνει. Την εποχή της ανθοφορίας φυλακίζει τα αρώματα στις φιάλες της υπομονετικής μνημοσύνης. Τον καιρό της συγκομιδής συλλέγει καρπούς για την δύσκολη ώρα. Η τέχνη του είναι ζωοποιός. Όταν θέλει να γλεντήσει, πλάθει ζουμερά τραγούδια. Αν θέλει να παίξει, σκαρώνει θελκτικά πεζοτράγουδα, σαν όλα τα κομμάτια αυτής της συγκομιδής από την περιπλάνηση στον ελληνικό Βορρά αυτού του καματερού θεατρανθρώπου και άξιου ποιητή μας. Ευφάνταστος και ευρηματικός, δουλευταράς και αποτελεσματικός, ρεαλιστής και ιδεαλιστής, έχει μπροστά του κι άλλες θητείες, περιμένουμε απ' αυτόν πολλές ακόμη εκπλήξεις. Και θα τις έχουμε. Δεν είναι ο καλαμαράς που παραφυλάει σουφρωμένος στην κάμαρα και προσεύχεται γονατιστός να τον καταδεχτεί η Άγια Έμπνευση. Όχι. Το συναξάρι του "Ύπνου της
Αδριανουπόλεως" είναι μια μισομεθυσμένη συλλογή από θυμητάρια
σκαλωμένα σε αυθεντικά κομμάτια πάλλουσας ζωής. Ο Θοδωρής χορεύει διηνεκώς με τις Μούσες. Και έχει πάντοτε το νου του στον κόσμο. Πως το λέει ο Τούρκος; "Και το χέρι του δουλεύει, και το μάτι του παίζει". |