events image  
Επικοινωνία



invitation front
invitation back
 
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟY
ΑΡΧΕΙΟ
 

« ο ύπνος της Αδριανουπόλεως» του Θοδωρή Γκόνη
Παρουσίαση  του βιβλίου στα Σέρρας 7/3/2012

Όταν ο Ζαν Αμερύ έθετε στο έξοχο δοκίμιό του το ερώτημα «πόση πατρίδα χρειάζεται ο άνθρωπος;», οι απαντήσεις που θα έδινε, μια προσωρινή: όση λιγότερη μπορεί να κουβαλήσει ο άνθρωπος, και μια οριστική: δεν είναι καλό να μην έχεις πατρίδα, ήταν φυσικά η απάντηση ενός αυτό-εξόριστου και εξόριστου απ’ την πατρίδα του ανθρώπου, διασωθέντος ράκους του Άουσβιτς, πλάνητος και ανέστιου γλωσσικά για όλο τον υπόλοιπο βίο του.

Διάβασα τον «ύπνο της Αδριανουπόλεως» έχοντας την διαρκή, άγρυπνη αίσθηση ότι τα  72 κείμενα του μικρού αυτού τόμου έδιναν την δική τους απάντηση στο ερώτημα αυτό. Σ’ όλη τη διάρκεια των επανειλημμένων αναγνώσεων έβρισκα μικρές απαντήσεις για το τι σημαίνει πατρίδα, πόση χρειάζομαι, για να ζω, πότε μου την παίρνουν, ποια στοιχεία την ορίζουν, τι υπέροχη αγκαλιά, θαλπωρή κι αγώνισμα μαζί, αποτελεί η γλώσσα της πατρίδας. Βρισκόμαστε, λοιπόν,  στην περιοχή της εγκθιδρυμένης εγκοσμιότητας που μόνο η πατρίδα και η μητρική γλώσσα προσφέρουν.

Τα κείμενα αυτού του τόμου, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, είναι τα γεννήματα της θητείας του στον Βορρά. Διαβάζοντάς τα, όμως, ένιωθα τη διαρκή παρουσία του Νότου ή καλύτερα, νομίζω πως καταλάβαινα πώς ένας νότιος βρίσκει πατρίδα στον βορρά. Μάλιστα νόμιζα πως άκουγα την ιδιαίτερη προφορά του νότου, το τονισμένο –ν-, τον τραγουδιστό τόνο όταν προφέρει Γλαρέντζα κι άκουγα περιβόλι αντί για μπαξέ κι είχα ολόγυρά μου τη μυρωδιά του γιασεμιού και του νυχτολούλουδου απ’ τη μεγάλη πλατεία της Κορίνθου των παιδικών μου χρόνων. Και την ίδια στιγμή ένας βαρύς, βόρειος άνεμος με μετέφερε μαζί με το λεωφορείο  Σέρρες- Προβατά- Στρυμονικό-Θεσσαλονίκη.

Ο τόπος–πατρίδα, χωρίς γλυκερές, ψευδο-ρομαντικές προεκτάσεις ή εθνικιστικές αμετροέπειες, αλλά σαν βίωμα και παρέκταση του είναι στο χώρο και στο χρόνο, παίρνει το φως απ’ αυτούς που το κατοικούν . Δικοί, προπάντων: η μάνα πάντα παρούσα (σ’ αυτή άλλωστε είναι αφιερωμένο και το βιβλίο), που αν χρειαστεί μέσα στο χιόνι θα την κουβαλήσουμε να πάει στο σπιτικό της,  ανάμνηση-μνήμη και ζώσα ύπαρξη∙ η θεία που πεθαίνει με το Πόλεμος και Ειρήνη στο χέρι και με τον ανηψιό να βρίσκεται κοντά της κι η μικρούλα ανηψιά να παίζει με το θείο ταξιδεύοντας το παιχνίδι, δικό τους και πρωτότυπο: τι είναι «έδρα:» σελ.152. (Όλα αυτά είναι έδρα;…Η χαρά μου)

Αλλά κι οι ξένοι: ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να ευχαριστήσω την πιτσιρικαρία εδώ πάνω στις Σέρρες, που κάνουν το εξής υπέροχο κόλπο: αντί να μαντρώνονται στα  café και στα μπαρ, αγοράζουν τα ποτά τους από δω κι από κει κι αράζουν στα παγκάκια της πλατείας.
Και τα δέντρα, που έχουν και δεν έχουν νόημα, κι ο γάιδαρος στις Κρηνίδες κι η μουσική και το γράμμα υ κι η ομάδα, απέναντι στην οποία αισθάνεται γλυκό και βαρύ το χρέος ο συγγραφέας, κι η ιστορία.

Και ο όμορφος θάμνος που μοιάζει κανείς να μην ξέρει τ’ όνομά του. Στον τόμο αυτό ρόλο έχουν ακόμα κι οι ταπεινές μπάμιες: μικρές και χνουδωτές και για τον συγγραφέα ( ανήκει  μάλλον στην αίρεση των φανατικών μπαμιοφάγων) πολύ νόστιμες και με κοτόπουλο ένα ενθουσιασμένο πιάτο.
Κι από κοντά η κυριαρχική θέση που κατέχει η γλώσσα στο κείμενο τόσο ως μέσο για να εκφράσει ο συγγραφέας τις σκέψεις του όσο και ως τοπίο- τόπος- πατρίδα. Με άλλα λόγια η γλώσσα από εργαλείο μετατρέπεται σε περιοχή όπου το ιδιωτικό συναντιέται με το δημόσιο, το τώρα με το τότε και το μερικό με το καθολικό. Και ταυτόχρονα είναι η γλώσσα που ανταμώνει τον έρωτα με τον έρωτα του τόπου.σελ.28 .(Πού θέλεις… Κατάκολο;/ Ή μήπως…Θα σε στεφανωθώ. Εκεί.)

Έπειτα πατρίδα είναι κι όλα όσα σε κρατούν ζωντανό, είναι τα διαβάσματα κι ο Άγιος άνθρωπος  που σου άνοιξε αυτή την πύλη, να βρίσκεις τον κόσμο μέσα στα βιβλία, μέσα στα γραμμένα λόγια των άλλων κι έτσι να αισθάνεσαι πια πατρίδα και τόπο σου τον Τολστόι και τον Κόνραντ, τον Μαγιακόφσκυ και τον Ντοστογιέφσκι κι όλους τους τόπους όπου το πνεύμα συναντά το πνεύμα.σελ.24 (Ποιος, καλή του ώρα…τι επιθέσεις.)
Ο τόπος, φυσικά,  δεν είναι μόνο φως ¨είναι και σκότος, βιωμένες συνήθειες που κατατρώγουν τη ζωντανή σάρκα, που αφήνουν τον χρόνο να παρέλθει χωρίς να μετακινήσει τίποτα. σελ. 184. (Όμως κάθε φορά…ούτε νεκρός) Αλλά και μέσα απ’ τη μνήμη και την ιστορία παλεύοντας να ξεπηδά ό,τι καλύτερο έχει ο τόπος. Σελ.199 (ολόκληρο το 72)

Και κάτι για το κλίμα των ημερών: μια ευφυής απενοχοποίηση που εδράζεται στην παραδοχή αλλά και την  άρνηση, αντεστραμμένο το σχήμα της άρσης- θέσης, που λέμε οι φιλόλογοι. Σελ.150.(Εντάξει,.. οι Μανιάτες;)

Όπως, βέβαια, έχετε καταλάβει, ο συγγραφέας έδωσε την δική του απάντηση στο ερώτημα τι ’ναι πατρίδα. Απάντηση με κόπο και θυσία  και, ενδεχομένως ή κυρίως, κατάθεση ψυχής που αγνοεί τη φθορά, την πίεση των άλλων και απαιτεί την προσήλωση και τον ξοδεμό. Και, νομίζω, συστοιχίζεται με τον Αμερύ, όταν ισχυρίζεται πως: Αυτό που αποκαλούμε πατρίδα εξακολουθεί να μας προσφέρει πρόσβαση σε μια πραγματικότητα η οποία γίνεται αντιληπτή διαμέσου των αισθήσεων. Σε αντίθεση με το φυσικό, ο οποίος δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα μέσα από την ταλάντωση του εκκρεμούς σε μια συσκευή ελέγχου αλλά μέσα από τον αντίστοιχο μαθηματικό τύπο, εμείς εξαρτιόμαστε από την όραση, την ακοή, την αφή.

Ένα κείμενο είναι πολλά πράγματα. Είναι αυτά που θέλει να πει ο συγγραφέας του αλλά κι όσα ο αναγνώστης καταλαβαίνει, όσα η δική του ευαισθησία , κουλτούρα, εμπειρία, ζωή τον τροφοδοτεί, για να νιώσει. Μ’ αυτό θέλω, κλείνοντας,  να πω πως «ο ύπνος της Αδριανουπόλεως» δεν είναι μόνο όσα εγώ είδα εκεί μέσα, αλλά κι όσα ο καθένας από σας διαβάζοντάς το βρήκε ή θα βρει. Νομίζω πως αυτό κάνει ένα βιβλίο ζωντανό: ένα κομμάτι ψυχής και σάρκας του καθένα μας, βορινού ή νότιου, να ακουμπά στα λόγια που βρίσκει χαραγμένα και ψηλαφώντας τα ν’ αναγνωρίζει, ακόμα και ξεχνώντας τον, τον εαυτό του.

Παπούδα Ντίνα